απ' τη βρύση του στήθους σου.
Mη με αγγίζεις άλλο.
Μόνο εγώ θα σ' ακουμπώ,
μέσα απ' το τραύμα,
μέχρι το ανάπηρο φτερό.
Λίγη σκουριά, απ' το καρφάκι
που είχα καρφώσει στον τοίχο σου,
μάζεψες και μου σερβίρεις στο τραπέζι
της Κυριακής, πριν φύγεις.
Από τότε ουρλιάζει, ουρλιάζει.
Μ' ένα άχορδο, ανοιχτό στόμα που χάσκει
κλειστό, σαν από λύπη μεγατόνων.
κλειστό, σαν από λύπη μεγατόνων.
Στον άσπρο τοίχο σου ουρλιάζει.
Θα ψάξω τον ήλιο σε κάποιο μπαλκόνι
παλιό ή νέο.
Ένα νησί, ένα λευκό ξωκλήσι, μια θάλασσα,
κάτι πιστευτό.
Το φως με το γαλάζιο να συμφωνήσουν.