Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Ο στρατός

Ο στρατός των φαντασμάτων της πόλης μεγάλωσε τουλάχιστον κατά έναν απόψε.
Όλοι αυτοί οι νεκροζώντανοι που περπατούν ανάμεσα από χαμόγελα περαστικών
ανάμεσα από τα δεμένα χέρια των ερωτευμένων ζευγαριών
από τις φωνές, τα κλάματα και τα γέλια των παιδιών,
σκιές ανθρώπων διάφανων που ξεγλιστρούν μπαινοβγαίνοντας τάχα
σε σπίτια και μαγαζιά
σε γραφεία και σε λεωφορεία
σε τραπέζια φιλικά και σε σινεμά,
πρώην άνθρωποι που τάχα τρώνε
τάχα μιλάνε και υπάρχουνε
πιστοί στρατιώτες
της μεγάλης στρατιάς της ανυπαρξίας
στον οριστικό της προθάλαμο, την ζωή,
ποντίκια σε τροχό και αέρινοι κουβαλητές
πετρών λάτρεις της νύχτας ηθοποιοί
στον ρόλο των ζώντων κατάσκοποι
ανάμεσα στους ανυποψίαστους
στεγνοί, αναίματοι, βαλσαμωμένοι,
όλοι αυτοί με τα δήθεν χέρια, δήθεν πόδια, δήθεν σώματα υποδέχονται με βουβές πολεμικές ιαχές
ακόμα έναν δικό τους.

Ένα δαφνοστεφανωμένο κορίτσι υβρίδιο,
ένα ημίαιμο παιδί
μισό κόκκινο μισό ασημένιο
με μια κλωστίτσα αδιόρατα λεπτή
με μια εύθραυστη τριχούλα απ´ τα μαλλιά της
με μια ελαφριά αναπνοή της αθόρυβη
προσφέρει μια σταγόνα αίμα για να ξεγελάσει τον στρατιώτη,
λες και μπορεί να κρατηθεί ένα ολόκληρο κορμί από μια σταγόνα κι από μια κλωστή.
Αυτός παλεύει την πιο σκληρή μάχη
ανάμεσα στην κλωστή και το άπειρο
ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο.
Ένα παιδί που δεν ξέρει ακόμα τι είναι
που θα μάθει κι αυτό κάποτε ξαπλωμένο στις μυλόπετρες της ζωής του
ένα παιδί που αύριο κι αυτό θα δικαστεί
για μια σταγόνα αίμα που κάποτε πρόσφερε για να ανακόψει
την ασυγκράτητη ορμή του ανίκητου στρατού.

Πάντοτε ειρωνικά ένα πουλί κελαϊδάει στον αόρατο ώμο
πουλί με γλώσσα ανάποδη που αντίστροφα λαλεί:
“γλυκειά που είναι η ζωή, κι ο θάνατος μαυρίλα.”