Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Υπναγωγία

Ξημερώματα άνοιξης, πιστός
στο καθεβραδινό ραντεβού
στην πλατεία με το οξυγώνιο όνειρο,
αφήνω λουλούδια στο ίδιο ζευγάρι
όμορφων ποδιών με τα φουσκωμένα
δάχτυλα χωρίς νύχια.

Κάτω από τη στέγη των βιβλίων,
απ´ τα ρολόγια που πότε χειμωνιάζουν,
σπανιότερα ζεσταίνονται, στην υπναγωγία
και στην υπναπαγωγή,
ανοίγω κουβέντα με το αδύνατο
και ξαναπαίζω το παλιό
σε μιξντ τέϊπς γεμάτες αφιερώματα.

Τι να άλλο να κάνω Θεέ μου;;
Αυτή είναι η δική μου θυσία στο βωμό σου,
και με το σώμα μου και με το αίμα μου,
και με τα πολύπαθα δάχτυλά μου,
και με τα πιστά μου όνειρα
σου παρέχομαι απλόχερα κάθε πέμπτη πρωινή
στον όρθρο σου συναρτώ
ένα σώμα προσευχή
κι ένα σώμα καντήλι αναμμένο,
μ’ ένα ζευγάρι πόδια αλάβαστρο
κι μ´ ένα ζευγάρι χέρια αλάβαστρο
και με χιλιάδες σελίδες σεναρίου
ανεβάζω την ίδια, σε παραλλαγές,
παράσταση
για να Σε πείσω, Θεέ μου,
πως είμαι κι Είσαι αμαρτωλός.

Ανοίχτηκα κι απόψε στη μαύρη θάλασσα
του σύμπαντός Σου
μ’ ένα από κείνα τα καράβια
με τις πολλές κεραίες
και τα πολλά φωτάκια στις κεραίες
και με πυξίδα άγνωστα άστρα ανεβαίνω
δι-αγωνίας ανεβαίνω και πλέω
και πάω στο μεγάλο Τίποτα.

Και σε συναντώ σε στενό διαμέρισμα
και μου μιλάς, και δεν καταλαβαίνω τι λες
μα γελάω, Θεέ μου!
σαν να μην είναι όνειρο που σε ξαναβλέπω,
σαν να ‘ναι πράγματι άνοιξη,
και σαν να ξεδιψάει ανάλαφρη η ψυχή μου.

Μα με κλωτσάς, Θεέ μου, και πάντα ξυπνάω
στις έξι το πρωί,
στο πιστό ραντεβού με τον όρθρο σου
έξω απ’ τον γοτθικό ναό
πάνω στα χιονισμένα πλακάκια,
κάτω απ’ τα εργατικά ρολόγια,
πάνω απ’ τα εργατικά τρένα,
ανάμεσα σε άπειρα ηλεκτρόνια,
που σπινάρουν ορίζοντας ιλιγγιώδη κενά
που σε κρύβουν, Θεέ μου, σε κρύβουν,
κι εγώ δε σε βλέπω ποτέ πια,
παρά μόνο στις πέντε το πρωί,
κάθε βράδυ! στο πιστό μου όνειρο.