Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Σημεία στίξης

Με βρέχει κόμμα
με συνέπεια κόμμα
ένα παλιό νερό κόμμα
σταγόνα τη σταγόνα κόμμα
με λεπτότητα και χάρη
με απόγνωση κόμμα
μ' απελπισία κόμμα
σε ένα τοπίο κόμμα
αγγλικής εξοχής κόμμα
τα μάτια κόμμα
τα μαλλιά μου κόμμα
τα ελληνικά μου πόδια κόμμα 
σέρνονται 
με ρωτάνε κόμμα 
τί κρατάω σφιχτά κόμμα
σαν πόνο στο στομάχι κόμμα
και σαν μαχαίρι κόμμα
σφιχτά κόμμα
απ' το χέρι τελεία 
Ας είναι κόμμα
κι η λάμα κόμμα
τους λέω κόμμα
αν τ' αφήσω κόμμα
τους λέω κόμμα
τι θα μου απομένει κόμμα 
από σένα ερωτηματικό


Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Γεωγραφικό

Το σώμα σου είναι μια αχανής ήπειρος
κι ενώ πλέεις μες τα ρούχα σου
εγώ περπατώ μέρα και νύχτα τις άνυδρες ερήμους σου
αποφασισμένος για μια γουλιά πικρό νερό. 

Γίνομαι λαθραίος παραλήπτης
στα καρτ-ποστάλ απ' τα οικεία ξένα σου
και σε συναντώ μονάχα σε οάσεις ονείρου
που με ξυπνούν ακόμα πιο διψασμένο.  

Μεγάλωσε το τζιν σου.
Μην παραλείπεις να τρως!
Στείλε μου και δυο στάλες υγρασίας.
Είπαμε, είμαι κάκτος,
μα χόρτασα πια 
την ξερή σου άμμο.  


Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Περί αγαλμάτων

Γυμνός προσχημάτων προσήλθα στο εδώλιο.  
Μια ενδόμυχη ελπίδα καιροφυλακτεί ακόμα  
ενώ αργεί πολύ να φανεί 
η παρηγορητική χώρα της απελπισίας. 

Ο ιατρός συνέστησε άμεση και οριστική απεξάρτηση!
Πλήρη, ολοσχερή, καθολική! 
Αλλά εγώ, συνεχίζω να σε καπνίζω μέχρι θανάτου.  

Λόγω αναταράξεων, φορέθηκαν οι μάσκες.
Με το κεφάλι πια στο σημείο 
μεταξύ της αιχμής και της βάσης
εκεί που κατοικεί μια οξεία, αιμάτινη ριπή. 
Κάτι το αιθέριο και χωμάτινο. 
Μια πηγή θρεπτικών γευμάτων 
για κάλυκες και φαιά κύτταρα.
Ασταμάτητη, ανίκητη, σαρωτική.  

Σου γράφω τις λέξεις που μισείς, 
με τοκογλυφικές φαντασιώσεις.  
Με υπομονή.  
Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.  
Για λίγες ψωροδραχμές σακατεύομαι.  
Με σκέψεις "παίξε, γέρασε" 
και με την αθρόα προσθήκη ετών
και από την κάλπη σου
και από τον θάνατο του.  

Ο ιατρός συνέστησε αλλαγή δίαιτας.
Πλήρη, ολοκληρωτική, καθολική,
οριστική διακοπή βρώσης
του σάπιου κρέατός σου. 
Αντικατάσταση από φρέσκα λαχανικά
και φρούτα κάθε λογής. 
Αλλά εγώ είμαι ύαινα και μέγας αποδομητής.   
Μέχρι τότε,
θα γλύφω τις πληγές των μάρμαρων σου
για να ανυψώνεσαι υπέρλαμπρα.  


Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο βαρύς χειμώνας του '71

Θυμάσαι που αγαπούσες τα χέρια μου;
Έλεγες πως φρόντιζαν τους νεκρούς τόσο τρυφερά.
Τώρα μισείς τις λέξεις μου.  

Θυμάσαι τον βαρύ, γλυκό χειμώνα του '71;
Φτυάριζα χιόνι απ' την αυλή μου κι ίδρωνα για να προλάβω 
ακόμα ένα πεντάλεπτο μαζί σου.  

Θυμάσαι την απότομη κατηφόρα προς το σπίτι;
Έλεγα, "Παναγία μου, να μας κρατήσουν αυτές οι ράγες!".
Μας κράτησαν, μα γκρεμιστήκαμε.  


Τώρα εφευρίσκω νέους τρόπους για να σε γνωρίσω.
Και παλιούς για να σ' αγαπώ. 
Αποφάσισα πως δεν χρειάζομαι τα μάτια μου. 
Ας σε βλέπουν άλλοι.
Αποφάσισα πως δεν χρειάζομαι τ' αφτιά μου. 
Ας σε ακούν αυτοί. 
Κούρεψα μια παλιά οδοντόβουρτσα κι έφτιαξα ένα δέντρο. 
Έκατσα στη σκιά του, ν' αναπαυτώ. 
Σκάλισα και μια πέτρα και τώρα η πέτρα βλέπει.  
Έγραψα κι ένα τραγούδι και τώρα η πέτρα ακούει. 
Κι όταν περισσεύεις στο δωμάτιο ρωτάω την πέτρα:
Θυμάσαι;


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Ο ξένος

Όταν έφτασα στην πατρίδα σου,
την πρώτη φορά,
μ' έβαλες να καθίσω σ' ένα παγκάκι πράσινο.
Δίπλα μου ήρθε ένα μαύρο πουλί
και για πολλές φωτογραφίες
μου μιλούσε σαν φίλος κι εγώ του χαμογελούσα.
Έγινα φίλος με το πουλί και με τη γέφυρα,
με τα μαλλιά σου,
και με τα ποτάμια σου.  

Όταν έφτασα στην πατρίδα σου, 
την τελευταία φορά, 
μ' έβαλες να καθίσω σ' ένα παγκάκι μαύρο. 
Δίπλα μου ήρθε ένα μαύρο πουλί
και για ελάχιστες φωτογραφίες 
μου χαμογέλασε σαν ξένος κι εγώ τ' άκουγα. 
Κι έφυγα ξένος με το πουλί, ξένος με τη γέφυρα,
και με τα μαλλιά σου,
και με τα ποτάμια σου.   


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Τα δέντρα σου

Γέρνεις τα δέντρα σου όπως κι εγώ
Όπως μας γέρνει ο αέρας
Λερώνεις τα δάχτυλα και τότε σε κρατάω πιο σφιχτά.
Είναι ποτήρι αυτό το άδειο που κρατάς;

Δεν έχω δύναμη να αντισταθώ 
στην ακρυλική μπογιά
στην σινική μελάνη
στον τρόπο που γέρνεις τα δέντρα σου
όπως κι εγώ
προς τη μεριά που μας σπρώχνει ο αέρας. 
Λερώνεις τα χέρια σου και τότε σε κρατώ πιο σφιχτά. 
Είναι ποτήρι αυτό το άδειο που κρατώ;

Μη γέρνεις τα δέντρα σου όπως κι εγώ
αν δεν έχεις σκοπό να με υποστυλώσεις.  

 

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Λίγα μικρά ποιήματα για την Βαβυλώνα

Στις έξι η ώρα, στη μεριά της Βαβυλώνας,
να εξημερώσω τη γη σου, οργώνοντάς σε,
και σαν τον καλό Σπορέα, να σε σπείρω.
Να σε σπείρω και να δρέψω τον καρπό σου,
τον καρπό σου ως το κέντρο.
Έπειτα, να σε καρφώσω σε μια σελίδα μου,
με ημερομηνία τελική.

***

Η πένα μου ξύνει το έδαφός σου
ψάχνοντας τη ρίμα της φλέβας σου.
Κατά κανόνα πετυχαίνει, στο όνειρο.
Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγα στρέμματα κριθάρι.
Δεν ήσουν θεός.

***

Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγα στρέμματα κριθάρι.
Δεν ήσουν θεός
ούτε οι θυσίες μου απευθύνθηκαν σε 'σένα.
Με παρεξήγησε ο αδερφός εαυτός μου.
Σκληρή γη. Ατσάλινη στέπα.
Βγήκα για βοσκή ή για θάνατο;
Γυμνές ερημιές, χλωμά δέντρα,
σαθρό νερό, βάλτινο νερό, βούρκος σωστός.

Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγες γραμμές προσευχής.
Για σένα. Που σαν Θεός κουφαίνεσαι.
Κι άδικος ο κόπος του ενός.
Κι άδικο το αίμα του άλλου.

Εγώ;
Είμαι ο κτηνοτρόφος να σε σκοτώσω;
Είμαι ο γεωργός να σκοτωθώ;
Είμαι ο κυνηγός να σας φάω;
Κράτα μου τα χέρια. Θα σκοτωθώ.

***

Στις έξι η ώρα το πρωί, στη μεριά της Βαβυλώνας,
το όνειρο επανέρχεται με δώδεκα αιτήματα.
Γιατί ο ήλιος ανατέλλει πίσω από το κεφάλι σου;
Γιατί φωτίζεται το μορφάζον πρόσωπο;
Γιατί είναι άσφαλτος ο δρόμος και γιατί χαίρομαι;
Γιατί δεν χαίρεσαι;
Γιατί είναι η γη σκληρή και το αλέτρι σπάει;
Γιατί είναι ο χρόνος βραχύς και κυλάει αργά;
Γιατί η ηλεκτρική σκάλα, δε βγάζει πια στους κρεμαστούς κήπους;
Γιατί μόνο χιονίζει πια, ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη;
Γιατί η ακμάζουσα πόλη σταμάτησε να μιλά;
Γιατί τα δυο σου ποδήλατα και το κράνος σου;
Γιατί κατακτήθηκες, λεηλατήθηκες, σκεπάστηκες;
Γιατί στις έξι το πρωί σαλπίζεις προς τη μεριά των τειχών μου;


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ελάχιστες Ιστορίες - Αναζητείται... ιδιοκτήτης

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτής της θλίψης;
Πήγα κι έβαψα τα μαλλιά μου κι η μπογιά αυτό το γέρικο, κίτρινο γκρι που συναντά κανείς στους τοίχους των νοσοκομείων, στα βρώμικα τραπεζομάντηλα των καφενείων ή στα νύχια παλιών καπνιστών.   Ένας κάμπος καπνά, άφιλτρος Άσσος σκέτο, τυλίχτηκε στο κεφάλι μου κι η αμμωνία του μου 'καψε τα ρουθούνια, κι οι χρωστικές του ρουφήχτηκαν με μανία από τους θύλακες των τριχών μου για να ξεραστούν από κάθε μία τους, αλλάζοντάς τους όψη και ουσία, σε μια νύχτα.  
Δεν είναι μονάχα η ήττα του χρόνου, που συνθλίβει το κάθε σώμα.  Είναι πιο πολύ μια σύγκρουση συντριπτική, ακαριαία.  Μια προσπέραση, μια έξοδος στο αντίθετο ρεύμα κι ένας εκκωφαντικός κρότος από σπασμένα γυαλιά, τσαλακωμένες λαμαρίνες, πλαστικά παραμορφωμένα, καμένα λάστιχα.  Είναι η ταχύτητα της πτώσης, ο ρυθμός του γήρατος, το αστραπιαίο, η καμπή, το οριακό εκείνο που μεταλλάζει το ζωντανό μαύρο σε άσπρο σκληρό, ατσάλινο, πεθαμένο.

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτού του αίματος;
Τραβώ γραμμές στον μηρό μου κάθε πρωί πριν σηκωθώ απ' το κρεβάτι.  Σαν φυλακισμένος μετρώ τις μέρες μου μ' ένα ξυράφι απελπισμένου κοριτσιού.  Λένε οι ειδικοί πως χρειάζομαι νέες νευρικές συνάψεις, άσκηση και διατροφή.  Μα εγώ σκέφτομαι τα αυτοκόλλητα κρεμαστάρια πίσω από την πόρτα.  Το πουρί της λεκάνης.  Τον δρόμο με τους κάδους ανακύκλωσης.  Το σπασμένο ράφι στο ψυγείο κι ότι θα χρειάζεται πάλι απόψυξη.  Το δικτυωτό μπαλκόνι και το καινούργιο αποτύπωμα στο κρεβάτι.  Τα έρημα ρούχα μου.  Στο τελευταίο συρτάρι.  
Οι νύχτες είναι ήσυχες μα το ξημέρωμα, με το πρώτο φως ξεκινάω πάντα την ραπτική.  Περνάω με μπεταντίν το καθαρό δέρμα.  Γράφω τη γραμμή της ανατέλουσας μέρας στο μηρό, κι ύστερα με μια καμένη βελόνα ράβω επιδέξια το καινούργιο άνοιγμα.  Κοιτάζω μετά τα χτεσινά ή κάποια παλιότερα ράμματα, σκαλίζω άτσαλα και σπάζω μερικά και με τα λερωμένα χέρια μου σκεπάζομαι και βυθίζομαι στο προηγούμενο, το καθεβραδινό μου όνειρο.  

Σε ποιον ανήκει το βάθος αυτού του χρόνου;
Σκάβω το στομάχι μου και το φτυάρι βαθαίνει τόσο που δεν υπάρχει πια ενδεχόμενο φωτός ή επιστροφής.  Λένε οι φίλοι πως είναι λάθος η κατεύθυνση.  Κι εγώ παρακαλώ να είναι λάθος γιατί τα χέρια μου μόνο στο βάθος αυτό συντονίζονται κι αλλιώς τρέμουν.  Δεν μιλάω στη βροχή ούτε την ακούω πια.  Δεν μυρίζω τον άνεμο.  Τα μάτια ξεθώριασαν.   Το καινούργιο μου παλιό βασανιστήριο εφαρμόζω.  Μιλάω στον εαυτό μου κι είναι τα λόγια μου δάχτυλα λερωμένα που σπάζουν ράμματα και χώνονται να δροσιστούν σε παλιές και νέες πηγές.
Το κινέζικο προξενείο, μια στάση άχαρη, ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα αισθήματα, φαρδιοί δρόμοι απλόχωροι, έχει συνήθως παγωνιά στο στομάχι μου, έχει συνήθως πέτρες στα πόδια μου, πρέπει να πάρω το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ-λαμπατέρ στο κομοδίνο μου, μα που να το πάω;  Που να το παρκάρω;  Η Πλάτωνος με ρωτάει αν έκανα αυτοσυντήρηση; Πόσος καιρός, πόσο μελάνι, σε ποιον ανήκουν όλα αυτά;