Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Η μαύρη τρύπα

Θα σ´ αγαπήσω σε καιρούς δύσκολους
Όταν οι δρόμοι θα ´ναι αδιάβατοι 
Θα ´χουν τα χέρια και η γλώσσα σου αγκάθια
και τότε θα ´ναι η ώρα για την πρώτη βόλτα μας

Είναι το σώμα μου αγκαλιά που την κουβαλάει ο άνεμος σαν φτερό
Το φιλί σου είναι η άμμος και τα σπασμένα γυαλιά στο στόμα μου
Έρχεται η θάλασσα σε κύματα 
επαναλαμβανόμενα 
σύμφωνα
ο συριγμός της 
στο δέρμα μου γράφεται και σβήνεται 
σεντόνι 
καλύπτει κι αποκαλύπτει το στέρνο μου θα σ´ αγαπήσω με την ίδια επιμονή.
Τα λέπια πάρε μαχαίρι και καθάρισέ τα. 
Με χαράζεις που και που.  Χαλάλι σου. 


Μπήκε στο σώμα σου μια συκιά που άνθισε χιονονιφάδες κι ύστερα κάρπισε και τρώω παγωμένα σύκα κόκκινα αιματηρά και τα σποράκια τους γλεντάνε στα δόντια μου και σε τραγουδώ καθώς η γλώσσα μου τα γλείφει ένα-ένα κι είναι ήδη η ασχολία μου αυτή πρώτη σκέψη πρωινή και τελευταία κι ένα σταθερό υπόβαθρο ημερήσιο πρακτική ετών και του μέλλοντος το παρόν μου 


Έχουμε κάτσει ώμο-ώμο και καθρεφτιζόμαστε στην απέναντι θάλασσα. 
Θαυμάζω την εικόνα σου και πότε-πότε βουτάω με τα ρούχα μου μέσα σου και σε κολυμπώ. 
Εσύ μασάς πασατέμπο και κουνάς τα πόδια σου ανέμελα ανακατεύοντας τον άνεμο. Το σώμα σου αναπνέει τ´ άρωμά του και χρυσίζει τα γύρω δέντρα και τη θάλασσα. 
Είναι η σκέψη μας κοινή κλωστή που ξεκινάει απ´ την κοιλιά μας και απλώνεται ως το φεγγάρι. 
Μας λέμε προαίσθημα σωστό. 
Μας λέμε δρόμο του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.
Μας λέμε ένστικτο και κλαδιά κισσού πλεγμένα και καταπράσινα. 
Κι είναι οι ώμοι μας ηλεκτροκολλημένοι πια κι είναι οι ανάσες μας συμπληρωματικές. 


Αποσπώ το χέρι μου στο ύψος του αγκώνα. 
Το αφήνω στην λακκούβα της μέσης σου. 
Βιδώνεις το δικό σου στο κέντρο μου να γίνει διονυσιακός φαλλός να γονιμοποιήσουμε την δύση με την πορτοκαλί της μήτρα. 
Τα ποδαράκια σου μ´ εκείνες τις γαλάζιες σαγιονάρες ανάμεσα στα όμορφα δάχτυλά πήραν τον δρόμο για το σπίτι μας. 
Τα μαλλιά σου στο λαιμό μου όπως από τότε που έβγαλα τον σταυρό για να τα έχω αδιαφιλονίκητο φυλαχτό μου. 
Τέσσερα δόντια μπροστινά δυο πάνω και δυο κάτω ροκανίζουν το στήθος σου ρέει το γάλα σου άφθονο και να το ωραίο βραδινό μας. 

Στο μαξιλάρι του στήθους μου γέρνεις το κοχύλι στο αυτί σου κι αποκοιμιέσαι κι εγώ χλευάζω τον θεό που είναι πιο μικρός κι απ´ την ελιά στο μαρμάρινο μάγουλο. 

Με τα μουδιασμένα μου πόδια ξυλοπόδαρα 
μας σηκώνω ψηλά για την θέα. 
Είναι δυο σώματα από κάτω μας 
ανακαλύπτονται
και φανερώνονται. 
Κατασπαραγμένα από την αρμύρα του σύμπαντος κόσμου κυνηγιούνται ηδονικά στ´ αστέρια ψάχνοντας τα πιο πεθαμένα απ´ αυτά να τ´ αναστήσουν.