Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Ελάχιστες Ιστορίες - Το παγωτό

Το οικόσιτό μου, όποτε η διάθεσή μου με εγκαταλείπει (όλο και συχνότερα τελευταία) το αφήνω να λιμοκτονεί. Φτάνοντας στην πόρτα μου το κοιτώ να με περιμένει με λαχτάρα. Τρίβεται στα πόδια μου και κουνάει χαρούμενα την ουρά του. Περιμένει τα χάδια μου και τα αποφάγια της προηγούμενης μέρας. Το χαϊδεύω ενίοτε για λίγο. Ίσα να μην ξεχνάει την αίσθηση του χεριού. Ίσα να του ανοίγω την όρεξη και να ελπίζει σε περισσότερα χάδια, σε παιχνίδια, σε τρυφερότητες. Ίσα να βλέπω την ελπίδα αυτή στα μάτια του. Ύστερα συνήθως το κλωτσάω μακρυά μου, ανοίγω την πόρτα μου και μπαίνω μέσα. Κλειδώνω με μανία κι αηδιασμένος τρέχω στο μπάνιο να ξεπλύνω τα χέρια μου. Νιώθω τα ευγενικά του μάτια κάθε φορά ξαφνιασμένα, υγρά και καρφωμένα στην πλάτη της πόρτας μου. Να αναρωτιούνται και να την σκάβουν περιμένοντας. Και το στομάχι του να πιέζει τον λαιμό του, λίγο από την πείνα και πολύ από το παράπονο. “Αύριο! Αύριο θα σε ταΐσω άθλιε ζητιάνε. Να περιμένεις…” φωνάζω με μίσος οχυρωμένος πίσω της.

Κι ενώ αυτό δεμένο στο δέντρο αδυνατίζει με τον καιρό, το χαϊδεύω άτακτα. Και το ταΐζω όλο και λιγότερο. Περιμένω την ημέρα που θα πάψει να ζητάει το χάδι και θα τολμήσει να δαγκώσει το χέρι μου. Καμία αγάπη δεν είναι άνευ όρων. Όλοι το ξέρουν αυτό. Παίζω στο μυαλό μου ταινία σε λούπα, την στιγμή που το σπάω. Που αποκαλύπτει τον πραγματικό εαυτό του. Την ώρα που του δίνω το λιγοστό μου χάδι και ανοίγει, το τεράστιο στόμα του. Το ίδιο που τόσο καιρό κρατά κλειστό και τάχα ταπεινό. Το λεπτό που φαίνονται τα κάτασπρα, πεινασμένα δόντια του. Κοφτερά από την αγανάκτηση της προσμονής και της εκπαίδευσής μου την σοφή λίμα. Την στιγμή που σπρώχνει τις άκρες τους στο κρέας και τα κόκαλα των χεριών μου, κλειδώνοντας τα σαγόνια του, τινάζοντας το κεφάλι του πέρα δώθε.  “Μαύρε! Αυτός είσαι…” να του ουρλιάζω και να γελάω με την ψυχή μου μπροστά στην σπασμένη μάσκα του… Τον τελευταίο καιρό, αυτή η εικόνα καθώς και πέντε ευρώ παγωτό κάθε βράδυ, είναι οι μόνες μου διασκεδάσεις.



Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Μυθολογία

Δώσε μου το σπασμένο σου χέρι
Έχω ένα σπασμένο χέρι
Ίσως μπορέσουμε να μην κρατηθούμε
δώσε μου λοιπόν το σπασμένο σου
στόμα έχω μια τρύπα στα αυτιά
μου ό,τι και ν´ ακούσω και τι
να δω όταν μου δείχνεις μία
τρύπα στα πλευρά σου ο τυφλός;

Ακούμπησε τον ώμο μου ελαφρά
είναι μια πόρτα που πάντα θα κλείνει
για σένα άκου πως τρίζει
το μέλλον σου βυθισμένο ουρλιαχτό
κάτω απ´τη θάλασσα
πάψε ν´ ακούς όλα είναι ψέματα.
Μύθος τα σπλάχνα,
μύθος και τα βλαστάρια
τα σπλάχνα θέλουν αίμα
τα βλαστάρια νερό
άνυδρος κι άνανδρος
κι ασυνέχιστος
στην τιτανομαχία αυτή
με τη σειρά σου χάνεις
πριν από μένα.



Το χάδι

Ο προηγούμενος κουβαλάει
πάντα στα χέρια του
και προσφέρει
ένα αφρόντιστο 
παιδικό κορμί.
Ένα κοκαλιάρικο αδέσποτο
ροκανίζει τον αστράγαλο. 
Κανείς δεν χορταίνει
όλοι κουτσαίνουν. 

Τα σκληρά χέρια
το άκαμπτο σώμα
δεν θα ακουστούν.

Σέρνει μια παλιά
ευτυχία 
δεμένη στο σακατεμένο
άρμα γύρω
απ´ το άπαρτο κάστρο. 

Περάστε κόσμε!
Ιδού η μικρότητα
της εκδίκησης. 
Ιδού κι η οριστικότητα
της επανάληψης. 



Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

16 Αυγούστου

Στην μεταποκάλυψη
των άδειων δρόμων
λιγοστοί άγνωστοι
εναπομείναντες
σπαστικά κινούμενοι,
αποκόμματα σαυρών.
ανάμεσα τους αναπνέοντες,
εκλιπόντων των
ανθρώπων,
της μήνης των πόλεων,
της μήνης της ζωής,
της θορυβώδους ανυπαρξίας.
Ποιος κουνά τα σταυρωτά ξύλα;
Ποιος το σαρκίο κινεί;
Η μαύρη μέγκενη της πόλης
με τα χίλια μάτια
με τα χίλια χέρια
κι ένας κακόμοιρος
του δρόμου επαίτης,
που όταν φεύγει διακοπές
η εκδίκηση του, ζει.




Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Άτιτλο

Ασημένιες πνοές
ποτάμια αφόρητα
αθώρητες λέξεις
πληγώνουν τον ύπνο

Ένας ελέφαντας
με πόδια βελόνες
με γυάλινα
σπασμένα μάτια
προσεύχεται
στα ρέοντα
κουφά νερά

Όσοι ακούν
τις φωνές
των δέντρων
ακούν
το παρελθόν
με τις εννιά ουρές
στην πλάτη τους

Αποβαίνουν
οι θλιβερές ιστορίες
κι ανταλλάσσονται
στη μέση των πάρκων
στα άδεια παγκάκια
στα ξερά φύλλα
που πέσαν
στα στόματα

Οι νομάδες
κρεμασμένοι
σε λάθος δέντρα
οι βράχοι κελαρυστοί
αβέβαια χέρια
τα παπούτσια
στα κύματά τους

Χριστούγεννα
του ειδικού φωτός
Ιούνιος
των κλασμάτων
εποχές σπατάλης
εποχές πείνας

Κι οι από εδώ
φιλέρημοι
κι οι από ‘κει ανήδονοι
όλοι καχύποπτοι
χαρές παραμονεύουν
τύψεις θυμούνται
αναμονές μόνες
στα ξύλινα τραπέζια
πάνω στην ψάθα
στις καρέκλες
δίπλα στα κοντά ποτήρια
στους φτωχούς μεζέδες
δίπλα στις αδέσποτες
γάτες που λιμοκτονούν
δίπλα στα μάτια
τα προπατορικά

Άντε να ζήσεις




Περί κινήσεως

κίνηση, μοναδικό αίτημα
συλλαβισμός
καλπασμός
κύμα
θρόισμα
πτώση
σύγκρουση
ανάσα
κόκκινη κύλιση

κίνηση, κωμικό αίτημα
βουή
άφιξη
αναχώρηση
ανασάλεμα
έκρηξη
διασκορπισμός
βροχή
απορροφητικό χώμα

κίνηση, απολογητικό σκυλί
σύρσιμο
ουρλιαχτό
πείνα
επαιτεία
ταπείνωση
νύχτα
προφυλακτήρας
βροχή



Vessel

Στα χέρια του κρατώ ένα δοχείο
ένα καράβι, έναν κωπηλάτη,
εκτελούν μεταφορές,
μια αντανακλαστική επιφάνεια
στο κέντρο μιας μάταιης σφαίρας
κουδουνίζει μεταλλικά.
Βλέπει να κρατώ στα χέρια του
ένα δοχείο, ένα καράβι,
μια μάταιη σφαίρα,
ακούει μια μεταλλική
σερενάτα να καίει τα κεριά του
σε κάθε της σύγκρουση
με το καινούργιο φως.
Κάτι τρέμει
λες και τα πράγματα συντονίζονται
με τα χέρια του νωθρού καραβιού
λαμνοκοπώντας υστερικά
στα πόδια ανάποδης χελώνας.
Ο Ρασκόλνικωφ είναι
ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο.
Κι αυτός είμαι κρυμμένος
στο μισό κοίλο του ωμέγα του.
Μια σκέψη μέσα στην σκέψη,
στο κόμμα μια τελεία,
η σιωπή μετά την ανάσα
στην μόνη άκρη του σύμπαντος.



Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Στιγμιότυπο γυναίκας VII

Μία κοπέλα περπατά μ’ ένα μαχαίρι χαμηλά στην κοιλιά
και μια γραμμή πέρα ως πέρα
σαν το φτερό μαύρου αετού
μια καμπυλώνει μια κυρτώνεται
στων βημάτων της το λίκνο
Μια καμπυλώνει μια κυρτώνεται

Μία κοπέλα προχωρά μ’ ένα φιλί ψηλά στην πλάτη
και μια οπή πέρα ως πέρα
σαν το κιάλι του πειρατή
μια να κοιτάει και μια να κρύβεται
στων βημάτων της το λίκνο
Μια να κοιτάει και μια να κρύβεται

Μία κοπέλα σταματά με μια φωνή δυνατή στον ύπνο της
και μια αστραπή πέρα ως πέρα
σαν το χάδι του θανάτου
μια την φωτίζει και μια που καίγεται
στων βημάτων της το λίκνο
Μια την φωτίζει και μια που καίγεται