Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Ο υπέρ πάντων

Αγωνίστηκα τίμια. 
Δοκίμασα τεχνικές και επιστήμες. 
Πήρα δρόμους διαφορετικούς και ίδιους
με ιδρώτα και με αίμα να διαρρήξω,
προσπάθησα κι ορκίστηκα,
το αίνιγμα των ανθισμένων θαλασσών 
στους λεπτούς σου αστραγάλους,
τις χαρακιές στα γόνατά σου 
και των μηρών σου την απαλότητα. 
Μάταια όλα. 
Πάντα ταξιδεύαμε περνώντας 
από τους ίδιους σταθμούς 
σε αντίθετες κατευθύνσεις. 
Αναχωρήσεις εγώ κι εσύ αφίξεις. 
Αναχωρήσεις εσύ κι εγώ αφίξεις. 
Να μην αφήνεται ποτέ το πρόσχημα εκτεθειμένο. 
Ο γόρδιος της εκ του σύννεγγυς οικειότητος να νικά την λεπίδα. 

Μεταχειρίστηκα κι όποιον άλλο δόλο ήξερα!
Όλες μου τις ακριβές ατιμίες ξόδεψα. 
Μηχανεύτηκα άλογα κούφια, 
και κούφιες υποσχέσεις,
όνειρα εύκρατα και φουσκωμένα,
γαίες επαγγελίας ευαγγελίστηκα 
κι έταξα εαυτώ και αλλήλους, 
τον γενναίο, νέο κόσμο 
που η επαλληλία μας θα εγκαθιστούσε 
αντίβαρο στην πένισσα πραγματικότητα. 

Φεύ!
Μηροί, κόμποι, και πραγματικότητες 
δεν επτοήθησσαν. 
(Ίσως ελάχιστα και μόνον οι πρώτοι.)
 
Έτσι κι η μόνη εντιμότητα που μου απέμεινε,
τα ελάχιστα "σ´ αγαπώ" που ξεστόμισα
στο κοίλο της μασχάλης σου,
χάθηκε, 
εξατμίστηκε και χάθηκε,
μαζί με την γλυκιά μυρωδιά του ιδρώτα σου. 
Μαζί με την μέγιστη τέχνη της αυταπάτης του έρωτα. 

Έτσι κι η μόνη ατιμία που μου απέμεινε,
η ψευδαίσθηση της αποκαθηλωμένης μνήμης,
πρόφαση κάποιας δήθεν καθυστέρησης,
θα χαθεί κι αυτή,
θα εξαυλωθεί και θα χαθεί,
ηττημένη όπως κι η μυρωδιά σου 
κι ατιμασμένη που κατάντησε μνήμη και λέξεις.