Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Σαράντα

"οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών"Ομήρου Ζ, 146.


Εν τω μεταξύ μεγάλωσε.
Δεν έγινε ο άντρας που φαντάστηκε.
Φοβάται πάντα στο φως της ημέρας.
Αναρωτιέται πως γράφεται
το παράξενο γκρι στο κεφάλι.

Τα κεντημένα χρώματα του πανιού αποστήθισε με τα δάχτυλα,
χωρίς να καταλάβει τη λειτουργία τους.
Ο δισύλλαβος πατέρας αναγραμματίστηκε εντέχνως, αλλά φευ!
Πυκνά σκουριασμένα μαλλιά σιβυλλικά.
Μόνο το σώμα έγινε βρύση κι όλο στερεύει.

Γραμμένα ήταν στα χέρια, των προγόνων όλα τα ριζικά.
Με αυτό τον χάρτη πορεύεται
και μ' αυτόν χάνεται.
Όλα γραμμένα λεπτομερώς στα χέρια του.
Στο σώμα του συμπερίληψη γενεών επτά,
με αλλαγμένα μόνο τα ρούχα του βασιλιά.

Κάπως έτσι,
το αργόσυρτο βήμα του μονοκύτταρου σύμπαντος,
βλέπει την διαδρομή
απ' την προαιώνια σούπα ως τον ανοιχτό ουρανό.
Αργά, βασανιστικά, ματωμένα.

Σ' αυτό το κυκλικό ταξίδι
μπορεί
μετά από χιλιάδες γεννοθανάτους
να επιστρέψει στην αρχαϊκή του μορφή
ξυπνώντας ένα πρωί στην σαρκοφάγο του,
κατανοώντας στον ύπνο του,
πως η ζωή είναι ένα φύλλο που πέφτει.