Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Ποτάμι

Ξοδεύεται το ποτάμι
στην θάλασσα
σαν να μην τελειώνουν γρήγορα όλα
αφήνεται
στην θάλασσα
που ποτέ δεν 
καταλαβαίνει
και πότε δεν άκουσε
καμιά 
προσευχή

Μεγαλοπρεπής κωφεύει
και το δέχεται σαν τίποτα
και σε τίποτα δεν αλλάζει
εκτός ίσως
από μιαν ανεπαίσθητη γλύκα
στα ρευστά πόδια της

Κι αυτό,
τώρα πια βουβό,
ξοδεύεται
χωρίς φρούδες
ελπίδες ονείρων.



Το δωμάτιο

Με πέταξες σ‘ ένα σκοτεινό δωμάτιο
με τα σβηστά φιλιά σου
κρεμασμένα από το ταβάνι
να σκοντάφτω πάνω σ’ έπιπλα
και τα πεταμένα ρούχα
στο πάτωμα.

Σ’ αυτό το κουτί σαν γάτες
είπαμε ότι υπήρξαμε
επειδή τα φώτα κάποιας πόλης
ήταν αναμμένα
και μια σφαίρα γύρισε μια φορά
ίσα για να πούμε ότι ζήσαμε έστω ένα βράδυ
κι ας μην υπάρχουν βράδια.

Κόκκινο νέον λεπτό ψιθύριζε έξω
απ’ το παράθυρο
κι ακούγαμε την γκρίνια του
να σέρνεται
πάνω στα χάρτινα σεντόνια
στην αγκαλιά της
το στήθος μας ανεβοκατέβαινε
από συνήθεια.

Ύστερα έβρεξε.
Μια βροχή κλισέ
αποδυνάμωσε το κλισέ συναίσθημα
και τρύπησε τα παλιά μου γόνατα.
Δεν μιλούσε κανείς.
Τι να πει;
Με νανούρισαν τα ρυθμικά βήματα
κάποιου υποψήφιου αυτόχειρα
στον ξύλινο διάδρομο.
Τι υπέροχη νύχτα!
Τι ωραίο πάτωμα να περπατήσεις
τα τελευταία σου βήματα.

Ξύπνησα.