Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η πόλις των τεράτων ΙΙ

Τώρα, των ημερών μου ο χρόνος
με πάει 
σ' ένα δωμάτιο 
μ' ένα κούτσουρο κοπής στην γωνία. 
Πάνω σ' αυτό το καθαρό σφαγιαστήριο
γέρνω το κεφάλι μου
να κοιμηθώ. 
Στον ύπνο μου έρχεται η γιαγιά μου και με ξυπνάει. 
Γιε μου!
Πάρε των ημερών σου τον χρόνο
κι άλλο πια μη πελεκάς ζώντες και νεκρούς 
συνάμα. 

Μια καρότσα γεμάτη αιχμηρές σκουριές 
μας σέρνει οπαδούς και ασχέτους,
λικνιστικά κι άλλοτε βίαια. 
Πού να πιαστούμε, που 'ναι κατάφυτη
λαμαρίνες και τρύπες και καρφόφιλα;

Γιε μου!
Άσε κάτω τον μπαλτά, άσε και τα χέρια σου. 
Πώς θα μοιράζεις τις πίκρες σου αντίδωρα χωρίς;
Και πως θα περπατάς στων ημερών σου το χρέος;

(Κι ύστερα γιαγιά, ύστερα;)
Πώς θα γράψεις το άγραφο και πώς θα κόψεις
τούτο το δέντρο το σοφό 
που 'ναι σωστό θυσιαστήριο;

(Κι ύστερα γιαγιά;)
Πώς θα ετοιμάσεις της ζωής σου το μεγάλο μακελειό
και πώς το ψέμα σου;

Σ' αυτή την πόλη των τεράτων
δεν γνωρίζει κανείς ποια μάσκα είναι πιο τρομακτική:
του διαβόλου, του θεού, ή η δική μας.