Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Το κίτρινο σπίτι

Αν ήμουν
ένας ευαίσθητος άνθρωπος
θα ταξίδευα μ´ ένα πουλί
μες το κλουβί του
Θα ήμουν ένα νησί
και η λίμνη γύρω του
κι άνθρωποι
που θα μπάλωναν
τα ματωμένα ρούχα τους
στα λειψά χώματά του

Αν ήμουν
ένας ευαίσθητος άνθρωπος
εκεί
οι ψαράδες θα με πετούσαν,
ψάρι μισοφαγωμένο
κι εγώ θα 'πεφτα στο νερό
και θα κολυμπούσα
χαρούμενα όπως πάντα

Φοβάμαι πως
αν ήμουν άνθρωπος
θα αγαπούσα τα κίτρινα σπίτια
που φεύγαν
για το μέσα του πελάγους
Εκεί που ό,τι σαπίζει
ανθίζει
που όσοι τολμούν
απελπίζονται
όσοι ζητάνε να πεθάνουν
ζουν
κι όσοι μπορούν να ζήσουν
φεύγουν



Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Ο αχινός

Ο αχινός είναι μια παλιά καρδιά
Στο πρώτο πιθάρι του κόσμου
το πρώτο μέλι του
συλλεγμένο σταγόνα μαύρη
μαύρη σταγόνα
βρέθηκε σκοτεινό να περιμένει

Τυμβωρύχοι ψαράδες
ανυποψίαστοι λουόμενοι
τυχοδιώκτες αυτόχειρες
μεταξωτοί ατσάλινοι
ανόρεχτοι καυλωμένοι
όλοι βουτάνε τα χέρια τους
στο μαύρο

Γνώση απρόσημη ο πόνος
κι οι ευανάγνωστες σελίδες της
πίσσα κι αυτές
φλεγόμενες βουτηγμένες
στο κέντρο του
εκεί που όλα τ´ αγκάθια
αντιστράφηκαν
σημειακά κι ηρωικά



Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Η ομπρέλα

Ο πατέρας δεν κοιτάζει
πια την θάλασσα
μπροστά του
με αυτόματες κινήσεις βουτά
το τάσι του πότε μέσα της
και πότε στην ομίχλη
για να μην ξεδιψάει ποτέ
ο καινούργιος λαιμός

Πήρε μια γόμα
και σβήνει αργά
το πρόσωπό του
Από τα μάτια
ως τα πρησμένα πόδια του
λίθινος και συνεπής,
μουσαφίρης διακριτικός
σε περασμένη ώρα

Εγώ ιδρώνω και κρυώνω εναλλάξ
αφήνοντας πάνω μου τον καιρό
με δίχως την σιγουριά
μια μαύρης ομπρέλας
ξεχαρβαλωμένης
κι εκείνος περήφανος
με κοιτάζει κάτω απ´ τα πόδια του
να γίνομαι το χώμα
πάνω στο οποίο θα ανθίσει



Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Η καντέντσα της Άνοιξης

Λ.Π

Το κεφάλι του ήταν γεμάτο
μεταλλικά ελάσματα.
Αγαλβάνιστοι σωλήνες έστελναν
τα αίματα εδώ κι εκεί.
Κοχλάζανε λάδια, υγρά, βενζίνες
άφριζαν το στόμα και τα μάτια.
Κάθε φορά κάτι σκούριαζε
κι ένας με ματσακόνι
αφήνονταν να του χτυπάει ρυθμικά
τα πλευρά του.
Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουγε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης
και δεν την καταλάβαινε ούτε μία.

Στο σώμα του συμβίωνε
ένας άγνωστος
κι αυτός τον κοιτούσε κάποτε
με μάτια απορημένα κι άλλοτε κενά.
Έψαχνε μέσα του ατέλειωτες
πεδιάδες ερημικές.
Χώρες εχθρικές τριγύρω της έσω
επικράτειας, σκύλες,
σειρήνες και βράχια.
Ψιλαφούσε τα ασαφή όριά του
πίσω απ΄ το διαμπερές δέρμα.
Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουγε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης
και δεν την καταλάβαινε ούτε μία.

Μάζευε συχνά την ζωή
στα γρήγορα,
σε δύο χάρτινες κούτες.
Έπαιρνε στα χέρια την μισή.
Την άλλη την άφηνε όπου.
Σε γεμάτα σπίτια, σ' άδεια γραφεία.
Σε κενά γράμματα.
Διαπίστωνε ελλείψεις συντονισμού.
Ετεροχρονισμούς στιγμών ξεκούρδιστων.
Μια ζωή η ζωή ένα βήμα μπρος του
ή πίσω.

Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουσε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης.
Δεν την κατάλαβε ούτε μία.



Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Το δαχτυλίδι

Στον χώρο ανάμεσα στους δυο,
κατοικεί ένα παράξενο σύμπαν
Κατά την διάρκεια του φιλιού
συστέλλεται σε μια σημειακή
επιφάνεια μηδενικού χρόνου
κι ύστερα συνθλίβεται από
μια κλωστή που παρεμβάλλεται
μεταξύ τους.

Κρύβονται σ´ ένα γιαπί χωρίς
παράθυρα να φτιάξουν κάτι
που να θυμίζει οτιδήποτε
ολόκληρο κι έτσι να βάλει
το απρόφερτο όνομά της
προμετωπίδα και πούντο
πούντο το δαχτυλίδι
δεν το βρίσκουν ποτέ.

Προσευχήθηκαν στον χρόνο
να προλάβουν μόνο να σώσουν
μια μέρα γονάτισαν να
ζητήσουν μια μέρα
κι αν κανείς τους άκουσε
ή τους είδε θα έμαθε
πως από τα χέρια των ευχών
στάζουν τα πιο όμορφα μάτια
στα πιο στεγνά μαντήλια.

Θα έρθει κάποτε ένας χρόνος
που ο χρόνος θα γλυκάνει
το πρόσωπο όπως θα αντιστρέφεται
μέσα του κι όπως συστέλλεται
την ίδια μέρα που ο παππούς
φιλάει τον εγγονό εαυτό του
μ’ ένα φίδι στο στόμα του
και μια ουρά στο στόμα αυτού
κι έτσι αυτό το φιλί
θα κλείσει τον κύκλο.



Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Τελεία

Η ζωή πέρασε
χτες βράδυ
σειρά ακίδων, 
πολύχρωμοι καμβάδες 
τα μπράτσα της,
ανέμισε στα μαλλιά της 
σφοδρή η νοσταλγία 
Μεγάλη Τρίτη να ´τανε
να κλάψουμε, Δέσποινα, 
στο Τσαούς Μοναστήρι
Μάκη, 
να μεγαλώσουμε 
να γίνουμε ποιητές. 

Σκυφτός 
σ´ ένα συρτάρι σας 
μελετάω
το σβέρκο μου γάμμα
η πλάτη τοξωτή
το σώμα μου πέτρα 
ακύλιστη πια
Η ζωή Σειρήνα, 
μας ξεγέλασε σαν 
εκείνη
την άνω τελεία.