Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Δωμάτιο Σκωραμίδων

Φτηνό πλαστικό χωρίζει τους πόνους
Διαδοχικά και εναλλάξ αχ
εκατέρωθεν
του αισχρού παραβάν.
Φθορίζει στα κεφάλια μας η αδυναμία
και αχ ξανά
και βουβαμάρα ύστερα.
Συγγενείς πόνοι.
Πόνοι αγνώστων.
Πόνοι μόνοι.
Σώματα οριζόντια,
στέρνα χαϊδεμένα
Σώματα αβόλευτα,
αχάιδευτα χέρια.
Ζωή στην κλωστή
δένεται, λύνεται,
κι αλλού ξεφτίζει,
κι αλλού ανθίσταται.


Πάλη, πάλι πάλη, ουλές.
Στάζει σαν αίμα
κάποια χαρά παλιά
και ονειρεύεται
το "κάπου αλλού" το ψέμα.
Εδώ που ξενυχτάμε, πόνοι πονεμένοι, πόνοι απόνευτοι και πόνοι μέλλοντες, είμαστε διαφανείς μεμβράνες, υμένες ευτελούς τίποτα που στριμώχνεται και ιδρώνει, που κατουριέται, χέζεται, ματώνεται ασύστολα και πρήζεται.
Που ξεχνάει, που τρεκλίζει και μπουσουλάει αλλά που κυρίως θυμάται, ω πόσο βασανιστικά θυμάται;

Ο φροντιστής θα μπει ουρλιάζοντας βιαστικά θα χώσει κάτι στη φλέβα κάτι στα μάτια μας κάτι στις καρδιές μας.

Κι ύστερα θα αναμείνουμε κεριά
για τα μετρημένα λόγια του άσπρου θεού.
Αυτός θα θρέψει την ολιγάρκειά μας
με λιγοστές ασαφείς συλλαβές
και Κύριε ελέησον.

Και μετά ξανά φριχτές αναμονές.

Παππού, φίλε, πατέρα, άνθρωπε
Πόσο δρόμο βελονιασμένο ν´ αντέξεις;
Και γιατί;