Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Το ρήμα

Αγάπη ρήμα πτητικό
επανάσταση σπασμένων χεριών
μηχανή πολύστροφη δεμένη
αγάπη θησαυροφυλάκιο γεμάτο,
καμένο
Κολλημένη στην αρχή
μιας αντίστροφης σταύρωσης
αγάπη καρφιά παλιά

Αγάπη τριμμένο ρούχο
ανέγγιχτο πιάτο φαΐ
κορυφογραμμή, σύννεφο, γκρεμός,
αγάπη πτώση
Αγιάτρευτο γήρας ασταμάτητο
ιερό δισκοπότηρο
rara avis όμως,
αγάπη στην άκρη φως

Ενδεχόμενο

Τις νύχτες που λέω
πως η ζωή μου θα ‘ταν τάχα αλλιώς
αν τότε στα είκοσι
στα τριάντα
στα σαράντα μου
είχα διαλέξει εκείνο εκεί αντί
για τούτο δω,
τις κρατάω όλες τους
μέσα σε βάζα με φορμόλη.

Τις νύχτες που πίνω
φτηνό τσάι μετά
το παρηγορητικό δείπνο μου,
μόνος με μια θλιμμένη μουσική
στο φόντο
στα χέρια
και τις πλάτες μου,
τις πετώ όλες τους
μέσα σε κάδο ανακυκλωτικό.

Τις νύχτες που η Κυριακή
ξημερώνει την Δευτέρα,
φοράω την γραβάτα μου
ανάποδα
ώστε να δείχνει
το ταβάνι
και ρίχνω τα πόδια μου
στο κενό μεταξύ
του συρμού και της ζωής μου.
Αυτές τις νύχτες τις κρατώ ζωντανές
για παν ενδεχόμενο.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Άσσος σκέτο

Στις τσέπες του παντελονιού μου βρήκα τον πατέρα μου
σιωπηλός περίμενε να μου πιάσει το χέρι
ανάμεσα στα κρύα κέρματα, τα χαρτονομίσματα και τα μικρά χαρτάκια
Μου 'δωσε τα ψιλά. Ζήτησε να του πάρω τσιγάρα.
Με κομμένα πόδια βρήκα το πιο μακρινό περίπτερο.
Πήρα ένα Άσσος σκέτο.

Αυτό είναι όλο


Σήμερα τι όμορφη μέρα!

Στον εκθαμβωτικό ήλιο παραδομένη. 
Πράσινα λιβάδια πάλλονται στα πόδια μας 
κι ακούμε έναν ήσυχο αχό απ´ τα υπόγεια. 
Περπατάμε ομάδες-ομάδες,
άλλοι πιασμένοι χέρι, 
άλλοι από μόνοι τους,
μιλάμε σιγανά. 
Λάμπουν τριγύρω πεσμένες πόρτες κλειστές,
πίσω τους ζευγάρια χέρια κλειστά,
γύρω τους όμορφα κι άσχημα κηπάρια, 
μικρές φωτιές,
λεπτές γραμμές καπνού γλυκού,
δένουν τους άγνωστους συγγενείς 
μ´ αέρινες κλωστές. 

Περπατάμε κλείνοντας για λίγο τα μάτια
-αυτός ο δρόμος μας πάει μόνος του-
ακούγοντας την ωραία σιωπή, 
πιο κάτω η πόλη δε μας βλέπει
-δε μας βλάπτει-
ακολουθούμε τον χοντρό βαρκάρη
μαύρη παραφωνία στην υπέρλαμπρη ημέρα. 

Σταματάμε σε μια μικρή αυλή. 
Το μαζεμένο κοπάδι μας κραδαίνει 
άσπρα γαρύφαλλα, 
διάφανα νερά αλμυρά, 
λίγη αγαλλίαση, 
στη μύτη του κουταλιού λύπη,
χέρια που θα λερωθούν απ´ το χώμα,
μα όχι ακόμα. 
Πρώτα θα μας πει αυτός μια ιστορία
που θα ´ναι η ίδια και γνωστή. 
Όπως τα πρώτα παραμύθια μας. 
Κι ύστερα θα δώσει το σύνθημα. 
Τελείωσε...

Μια πόρτα ανοιχτή
Μερικές γρήγορες κι αυτόματες κινήσεις
Κουτιά, ξύλα, σχοινιά, όλο το παζλ θα δέσουν. 
Κι ύστερα ο καθένας μας θα κλειδώσει το χώμα από μια στροφή. 
Κι είμαστε πολλοί. 
Πολλές στροφές για να σφραγίζει η πόρτα αμετάκλητα. 
Πολλά λουλούδια υπεροπτικά για να στολίζεται το τέλος. 

Μετά
ενώ θα φεύγουμε
θα κοιτάξουμε τα χιλιάδες φυτεμένα χέρια 
που αντί να είναι αναρωτιόταν
θα κλάψουμε.  θα κλάψουμε λίγο 
την σπορά του μέλλοντός μας.
θα γελάσουμε γιατί όχι ακόμα.  
θα πιούμε κάτι πικρό.
θα φάμε κάτι γλυκό.
θα δικαιώσουμε αυτό που πια δε θα μας βλάψει.
θα φύγουμε για τα ψώνια της εβδομάδας 
ή το καφενείο
ή το σάπιο σπίτι του ο καθένας.

Κι αυτό θα είναι όλο.  

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Οι Δυνάστες

Δε φοβάμαι πια τις ρίζες
τα φύλλα που έθρεψαν
τα παραμορφωμένα κλαδιά.
Μόνο τις υπόγειες πορείες τους
όσα ακόμα δεν είδα κι όσα
θα αναγκαστώ να κάνω
πατώντας αδυνατά πάνω
στα δυνατά τους πόδια.

Τα μισά μάτια
λίγα μου δείχνουν
λίγα μου κρύβουν.
Με σπασμένες εικόνες
αποκρυπτογραφώ
τον σπασμένο κόσμο.

Με κάτι ρίζες καρκινικές
στο σκληρό μου στομάχι,
κάτι φωνές δυναστικές
στα λιωμένα αυτιά μου,
τα βοΐζοντα στρατεύματα
των σφηκών με ράβουν
με κλωστές γύρω απ´ τα χείλη
σαν υπόσχεση σιωπής,
και σαν θυσία ανίερη
οι χρησμοί μου αντηχούν
στα υγρά μου σπλάχνα.

Μέσα σ´ εκείνη τη σπηλιά
που σκάβουν οι ρίζες μου
από την πρώτη μέρα μου
ως την ημέρα που ένας ήλιος
παρηγορητικός θα γκρεμίσει
την μέσα μου βροχή.



Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Το στομάχι

Ζει όλη τη μισή ζωή της
στο στομάχι της.
Μεγαλώνει κ μικραίνει,
σφίγγεται και μπλέκεται κουβάρι,
γεμίζει κι αδειάζει,
μα κυρίως,
κουβαλά
την πέτρα της.



Ο τελευταίος

Η αγάπη ήταν σύμπτωμα
παιδικής αρρώστιας 
που δεν πέρασε. 
Σαστισμένος κι αμήχανος
στη μέση της μέρας 
κάτω από έναν ξεγυμνωτικό ήλιο
παραμιλούσε:
Υπάρχουν άνθρωποι που λένε «ένα χρόνο μετά»,
εγώ θα λέω πάντοτε «πριν ένα χρόνο». 

Τα πουλιά και τ´ αυτοκίνητα 
οι άσπρες λωρίδες στους δρόμους,
τα σκληρά προφίλ των πολυκατοικιών, 
όλα τον κοιτούσαν 
σαν κάτι που μένει 
ενώ όλα φεύγουν, 
και διαλύονται στο φως. 

Πέρασαν σαν τυφώνας
πίσω από την πλάτη του 
με σκόνη, πάταγο, μανία
ως που έμεινε σε τοπίο κατάλευκο
αποστεωμένο, ουδέτερο. 
Εκεί βρήκε τον τελευταίο του καθρέφτη.  



Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Ο Τζο

Ο Τζο περνούσε τα βράδια του στο μπαρ,
την άλλη φυλακή του
Εκεί αναρωτιόνταν
ποιος θάνατος θα τον προλάβει πρώτος

Ο Τζο ήταν κοινός εγκληματίας
Αλλά ο Τζο δεν ήταν ένας κοινός εγκληματίας
Ο Τζο ήταν ένα πείραμα
Είπε ο επιστήμονας:
Ο Τζο θα ´χει συνείδηση και θα ´ναι ασυνείδητος
Ο Τζο βαφτίστηκε Ιανός
κι έγινε ένα αδίστακτο, καλοσυνάτο ανθρωπάκι

Γεννήθηκε μεγάλος
κι ονειρεύτηκε να γίνει μικρός όταν μεγαλώσει
Ο Τζο έζησε κρίνοντας και παρατηρώντας
αντί να ζήσει κάνοντας το απλούστερο:
Να ζήσει.

Ο Τζο κρεμάστηκε τριών χρονών
από τα σύρματα που άπλωνε τα ρούχα
η μητέρα του 
(καταγράφηκε στα χρονικά ως η πρώτη αυτοκτονία ανηλίκου)
στον πέμπτο όροφο του παλιού διαμερίσματος της προίκας της,
κι η προίκα του, μια εγκληματική ύπαρξη,
εφ΄όρου ζωής αβίωτης


Ο Τζο στα πενήντα του χρόνια
περνούσε τα βράδια του στο μπαρ
Εκεί αναρωτιόνταν πως, παρά τον θάνατό του,
κατάφερε να γίνει ένα ευαίσθητο, αλκοολικό καθίκι.



Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Μέλι

Δε μένει τίποτα.
Το ευγενικό μέλι τελείωσε χτες.
Το πρόσκαιρο θαύμα ξεχάστηκε.
Αδιόρατες αισθήσεις στο σπίτι με τα κλειστά παράθυρα.
Παρηκμασμένες μνήμες.
Χοάνη αχόρταγη η επόμενη μέρα ρούφηξε το βροτό.

Που είσαι στα βρώμικα σεντόνια;
Που είσαι στην φωτογραφία στον κήπο;
Που είσαι στις βαρετές διαδοχές στολίδι;

Αγωνίζομαι αλλάζοντας ρούχα.
Κόβω τα μαλλιά μου.
Ξεπλένω τα μάτια μου.
Καίω τα πόδια μου.
Σήμερα θα στρέψω και την καρέκλα να κοιτάζει αλλού
και τίποτα δεν θα είναι αρκετό.



Το μαντέμι

Για να περνάει η κρύα νύχτα
ρίχνω συχνά το σώμα προσάναμμα
στο σκληρό μαντέμι της.


Όταν καώ καλά, ανοίγω
ένα μικρό φινιστρίνι
κάτω απ´ την ξιφοειδή απόφυση.
Ξεχύνονται τότε τα καμμένα μάτια,
τα υπόλοιπα συντρίμμια,
και το έρμα μου όλο.
Το καμένο σώμα
γίνεται στάχτη ελαφριά κι απογειώνεται,
επιτέλους, εξαντλημένο.
Ξεκουμπώνω και στο πίσω της πλάτης
έναν μπερντέ τάχα επικαλυπτικό,
διάβροχο όμως και φτηνό.
Φυσάει στο διαμπερές του
κι όλα τα μέσα ξεκουράζονται για λίγο.

Έχω κι ένα μύλο στο στομάχι μου
που με αλέθει χίλια χρόνια.
Στάχτη κι αυτός!
Απαλλαγμένο απ´ το ασήκωτο βάρος του
το άβουλο σώμα,
παίρνει τη θέση του
στον εκάστοτε ουρανό,
για να λάμψει την ανακούφιση
πιο διακριτικά κι από αναβόσβημα
άστρου νεκρού.
Ακούγεται εκείνο το παρατεταμένο «ααααχ»
σαν τέλος παραμυθιού,
και σαν «ζήσαν αυτοί καλά».

Μέχρι όμως να ‘ρθει εκείνη η ώρα,
μέχρι να παραδοθεί το θλιμμένο σώμα,
πόσες μάχες δίνονται και χάνονται
κάτω απ´ το πολύχρωμο πολυτετραγωνισμένο δέρμα του;!
Στρίβεται, τρίζει, ανεβοκατεβαίνει,
αναδιατάσσει τα χρωματιστά του καρώ,
μήπως και βολευτεί
το κατάμαυρο, στερεογραφικό εσωτερικό.
Τυλίγεται και ξετυλίγεται τον ιδρώτα του.
Συστρέφεται γύρω από μια βέργα της μιας ίντσας
στερεωμένη στο πάτωμα και το ταβάνι.
Συσπάται, κουλουριάζεται, τεντώνεται, στριφογυρίζει
στο Προκρούστειο κρεβάτι του,
για να κερδίσει μια σταλιά Κυριακάτικου ύπνου,
με αντάλλαγμα πότε ένα πόδι, πότε ένα χέρι, πότε μια φωνή.
Όμως εγώ βρήκα το κόλπο.


Για να περνάει η κρύα νύχτα
ρίχνω συχνά το σώμα προσάναμμα
στο σκληρό μαντέμι της.