Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ο δαμαστής

Και τα χέρια του άνοιξε,
όπως κάνουν,
να μετρήσει την σκληρότητά του
με το ύψος της ομορφιάς. 

Τα έκτοπα 
του κόσμου
με τον λόγο που έγινε σάρκα
για να σκίζεται καλύτερα. 

Το ίσον και το όλον
το συν και το πλην
αυτό που όλα τα κάνει ίδια 
και τίποτα το ένα ώσπου να χωνευτεί 
μέσα του. 


Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Η λάμψη

Λάμνει προς την λάμψη
κι όλο λύνονται οι καρποί λιώνουν οι ώμοι
κι όμως γόνατα, πλάτη, νεφρά
όλα τα λιμάρει
πάνω στα σκληρά ξύλα
πάνω στα σκληρά νερά
για το αβέβαιο μιας άλυπης λάμψης.

Μα εκείνη είναι άλλη
κι όταν την φτάνει είναι ήδη αλλού.

Κι έτσι λάμνει προς την λάμψη
κι όλα λιώνουν οι καρποί κι οι ώμοι
λείπουν πια τα γόνατα, η πλάτη, οι ώμοι
σκόνες επάνω στα σκασμένα ξύλα
χαμένα μέσα στα σκληρά νερά
για το γελοίον μιας ανύπαρκτης λάμψης
που πάντα είναι άλλη
και που όποιος την φτάνει είναι ήδη άλλος.



Το χθεσινό φεγγάρι

Αυτό το φεγγάρι μου τράβηξε το αίμα.
Φούσκωσε η μια μου άκρη,
το μέρος κάτω απ’ τα μαλλιά,
έκανε το κεφάλι μου μια υπόσχεση
έκρηξης,
κι η άλλη έμεινε έρημη, ξερή.
Πήρα κολακευτικό καθρέφτη
τί να δω, κρανίου τόπος
από τα μάτια μέχρι τα πόδια μου.

Είπα να πιάσω μιαν άκρη,
ένα μανίκι,
κάποια δροσιστική σκιά
μιας πέτρας έστω να γλείψω
την άκαμπτη υγρασία
- φεγγάρι στυγνό
όπως παίρνεις την εκδίκησή σου
απ´ την νάρκισσω Γη -
μιας βελούδινης φούστας πλισέ
το Ιανό πέλος,
έπιασα αγκάθια υγρά
γλίστρησαν απ’ τα χέρια μου
έπλυνα το πρόσωπό μου
το σώμα μου καλά παντού
βρωμιά δεν άφησα πουθενά,
τουλάχιστον καθαρίστηκα.

Λάμπει τώρα το αρραγές του φως
πάνω στο μπουκέτο του κεφαλιού μου
πάνω στους κόκκινους δρόμους του σώματός μου
πάνω στις στεγνές τρύπες των χεριών
σπάει το αρραγές φως του
κρεμιέται πάνω μου κλωστές
μπλέκει στα ξεσκισμένα ρούχα
μια ρόδα φωτεινή ξεκόλλησε
κυλά από τον ουρανό κι έρχεται
κατά πάνω μου
να ισιώσει την αφελή μου πρόθεση.



Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Τόπος


Στο πίσω μέρος 
του σπιτιού
σχεδόν στην πλάτη του
υπάρχει 
ένα μυστικό δωμάτιο
με κοφτερούς τοίχους
που συναντιούνται 
οι ένοικοι που
θέλουν να χαρακώνονται
Μπαίνουν πάντα δειλά
κι ύστερα με τα χέρια τους
ενίοτε με τις πλάτες τους
μετράνε το μήκος των πλευρών
και το εύλογο βάθος τους.

Κι έξω στην αυλή του

Ένας κρανίου τόπος 
υψωμένος σύμφωνα
με του καθένα τους 
το αβέβαιο ύψος που
καραδοκεί, υπόσχεται, ευημερεί,
μοχθηρός, πονηρός, περήφανος, 
την μερική αντίληψη
με τίμιο ξύλο
με θεωρίες ανάτασης
με ουτοπίες σημιτικές 
ενώ κάθε κλασική λογική
λέει πως αυτό το σπίτι
είναι η ζωή 
κι αυτό δεν είναι. 



Εφημερεύοντα

Το αίνιγμα του σώματός σου
είναι ένα πρόβλημα άλυτο.
Η μια του διάσταση είναι τ´ όνειρο

Το όνειρο του σώματός σου
είναι ένα αίνιγμα άφταστο.
Μέσα στο όνειρο δισδιακρίνεται

Πλησιάζει κανείς το ειδικό του πεδίο
κι η θέρμη του απλώνεται ολόσωμη
Ξετυλίγει το ένα του φύλλο
και μια απαστράπτουσα πανοπλία
το εκτινάσσει στο σύννεφο

Κλείνω τα μάτια μου κι επανέρχομαι
στον γρίφο ακόμα πιο αδύναμος λύτης.
Έγινες τώρα μια καμπύλη αοριστίας
που πλησιάζει με ακρίβεια
το μυθικό μου σύνορο κι ενώνεται
για μια στιγμή όπως
μια πλάτη και το πίσω των ποδιών σου
βρίσκουν την θήκη μου
και με το χέρι που μου λείπει σε χαϊδεύω
όπως χαϊδεύουν τον αέρα όσοι πέφτουν


Κι όταν νικάει η ζωή μου και η μέρα
ως άλυτη ηδονή
του αίματός σου το ρέζους
αναζητώ στα εφημερεύοντα.



Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Τα κορδόνια

πήρα τα κορδόνια των παπουτσιών σου και τα τρίζω στα δόντια μου,
θα ξεδιπλώσω το δώρο των παράδοξων ποδιών στο στόμα
να τους φιλήσω την αγάπη, την υγρασία, την ηδονή,
σαν τον πιστό και τον θεό θα τα σκουπίσω μετά
να τα στεγνώσω από μένα

τα δάχτυλά σου ξεγράφουν μέρα-μέρα τον κόμπο της παλιάς τρέλας,
σαν να μην ήταν Γόρδια και Φρυξ, και σαν να τελειώνει μέσα μας
η όποια αγάπη, η κάθε υγρασία, η παλιά ηδονή,
που πίστεψε πως στο σώμα μας αιώνια
θα κατοικήσει

για ένα κεντημένο χαμόγελο και ένα σώμα που στο κρεβάτι εκτείνονταν
πέρα απ’ τα φυσικά του όρια σαν να ‘ταν μεγάλη ιδέα
έσκυψα τώρα και καθαρίζω τον δρόμο σου
και δουλικά την μέση μου λυγίζω
να περάσει η απόγνωση

από πάνω μου, μα στον άλλον κόσμο, τον διπλανό, βρήκα το κέντρο
της οσμής σου και το κρατάω ξεγελαστικό λουλούδι
ή σαν κάτι βρώσιμο στο στόμα μου
τρίζοντας το μήπως χορτάσω
μ’ ό,τι έμεινε



Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Τα φωτάκια

Όταν μ´ αγαπάς στον παρατατικό
είναι τα μάτια σου θλιμμένα,
δύο σβησμένα κάρβουνα,

Κι αόριστα όταν με κρατάς λέω πως
δεν με κρατούν τα χέρια σου
δύο κίτρινες χειρολαβές

ένα παυσίλυπο σκοτάδι αναζητούν
μες το σκοτάδι και δεν βρίσκουν
στον μεγάλο αόριστο

κρέμονται κοκάλινες, ψυχρές
από σίδερα παράλληλα
στιγμιαία και σημειακά

παρά μόνο στην παραλίγο μητρική
θαλπωρή του στήθους σου
την άστοχη ευστοχία

που κρατήσαμε κι ύστερα χαθήκαμε
ανάμεσα στο βρώμικο πλήθος
δύο ανώνυμα σώματα.

πίσω απ’ τα κλειστά σου παράθυρα
σβηστά λαμπάκια παρατατικά,
θλίψεις υπέρλαμπρες.



Πέτρα

Κλεισμένοι σε μια πέτρα
περάσανε έξι μήνες
οι δυο τους
κι αφήσανε τον κόσμο
έξω από την πέτρα
και μέσα της
τίποτα δεν τους έλειψε
τίποτα δεν τους έλειψε

Κι η πέτρα ο κόσμος τους
έξι μήνες
μεγάλωσαν
ο ένας μέσα στον άλλο
κι η πέτρα τους αγκάλιαζε
και μέσα της
τίποτα δεν του έλειψε
τίποτα δεν του έλειψε

Τώρα κρατάει την άδεια πέτρα στο αριστερό
την κοιτάζει ζάρι από γρανίτη
την κοιτάζει κάτι συμπαγές και οριστικό
την κοιτάζει άλυτο αίνιγμα και κρυστάλλινη γυάλα

Σε λίγο η πέτρα θα κυλήσει
και θα μείνει πιο μόνος κι απ’ αυτήν,
κλεισμένος σε μια πέτρα
κλεισμένος σε μια πέτρα.



Αγία Σκληρότητα

Αγία Σκληρότητα
εις σε προσέρχομαι
ταπεινός και ικέτης.
Σου φέρνω δώρα
δακρυϊκών πόρων
δύσγλωττους πόνους
παιδικά παρακάλια,
χάλκινο το στομάχι μου
και στέρεψε τα μάτια.

Άγια Σκληρότητα
εις σε προσκυνώ
επαίτης και μόνος.
Σου φέρνω ώμους
γειρτούς γόνατα
λυγισμένα μάτια
για όσα είδανε, γέμισε
τ’ άδεια χέρια μου
ψαλίδια και μαχαίρια.



Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Ελάχιστες Ιστορίες - Ο γιατρός

Υπήρξε μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας. Ωστόσο κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  Αυτός αφαίρεσε το στομάχι της Πηνελόπης, ώστε να περιμένει χωρίς να βιάζεται, αυτός και τα μάτια και της Ελένης, ώστε να πάψει να ερωτεύεται.   

Κάθε τόσο, ένα παράξενο θηρίο τον επισκέπτονταν. Το καλωσόριζε και το άφηνε να του τρώει την καρδιά. Εκείνο τον ευχαριστούσε κι ανέβαινε στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσει μέχρι την επόμενη φορά. Ωστόσο, κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  

Μεγάλωσε σ’ έναν τόπο που τα καλοκαίρια είχαν κλαπεί. Οι άνθρωποι ήταν όλοι στήλες που πάνω τους στηρίζονταν άδεια σπίτια και δρόμοι. Χωρίς χέρια. Χωρίς κεφάλια. Μα με ώμους δυνατούς.  Εκείνος τις νύχτες έγλειφε τις πληγές των κομμένων μελών τους. Στέγνωνε η γλώσσα του, κορδελιάζονταν και ξέφτιζε πάνω στα σπασμένα τους κόκαλα κι όταν κάποιοι φύτρωναν καινούργια χέρια ή νέα κεφάλια, τον ευχαριστούσαν, παρατούσαν τα πόστα τους και φεύγαν για τόπους με πιο βολικούς χειμώνες. Εκείνος έκοβε μια λωρίδα απ’ τον μηρό του, την έπλαθε με τσιμέντο και αίμα και την σφήνωνε γερά κάτω από την νέα απουσία, μην τύχει και αφήσει το κουτσό υποστύλωμα κείνο το σπίτι ή τον τάδε δρόμο ανισόρροπο κι επικλινή.  Ωστόσο κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  

Κανείς δεν άκουσε ποτέ γι’ αυτόν. Μόνο μια γάτα κάποτε τον είδε, τον λυπήθηκε και του δάνεισε την γλώσσα της όταν ήταν πια πολύ αργά για να σωθεί ο ίδιος. Μετά το κατάλαβε, την πήρε πίσω, και τον άφησε κάτω από το τελευταίο σπίτι της πόλης. Και κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.



Στην εκκλησία

έβγαλε κάθε πολύχρωμο ρούχο
και βούτηξε σε μια κολυμπήθρα με μελάνι

τα χέρια και τα μάτια χάθηκαν
στο υγρό σκοτάδι χάθηκαν τα χέρια και

τα μάτια μόνο το σκοτάδι τους
κοιτούσαν κατάματα κι έναν σταυρό

που ποιος ξέρει ποιος τον έριξε
σε μια κολυμπήθρα με μελάνι και βούτηξε

γύρισε, απλώθηκε επάνω του
κατάπιε όσο μπόρεσε με τ’ άλλο ντύθηκε

να πιάσει φευ έναν μαύρο σταυρό
κι ήπιε το νερό του καντηλιού που δυο

χρόνια τώρα τον φώτιζε κατάπιε
το φιτίλι κι είπε καλά ήταν όσο και τώρα

ας βουλιάξει αύτανδρο κάθε μου αύριο
και δεν ακούστηκε ούτε ο λυγμός του ούτε

το διάφανο δάκρυ φάνηκε μονάχα των
χεριών η απόγνωση πιτσίλισε μελάνια εδώ

κι εκεί κι ύστερα πια μόνο ο αέρας
χαϊδευτικά επτύχωνε την ατάραχη επιφάνεια



Κορίτσια

Κορίτσια
κορίτσια
με μασήσατε
στα άγουρα αστικά σας
στόματα
Η παγανιστική
αγάπη σας
ω ευχαριστώ σας
εγγραφή σε λογιστικό
ισοζύγιο οι θυσίες σας
στον βωμό μου
προσφορές
καλής σοδειάς
ευγονίας
βολικών νερών
ανέφελων δρόμων
ταξιδίων ζωής κορίτσια
ένα κι ένα
δύο πάντα
ούτε λόγος
γρανάζια και έμβολα
κρυμμένα
στα ζεστά σώματά σας
κορίτσια γλυκά τα χέρια σας
στο κόκαλο
η μηχανική αγάπη
ω ευχαριστώ σας
ρέει ζέστη
απ´τ´ αρθρωτά σας μέλη
το σπιτικό σας όνειρο
μυρίζει βαλβολίνη
κορίτσια
η αγκαλιά σας πρέσσα
αντιγράφει νέα
κορίτσια



Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Ελάχιστες ιστορίες

Μπλέκονται μέσα μου οι φωνές τους
κι οι ιστορίες μας
οι αγάπες στα ανένδοτα δόντια μου
μήλα με την φλούδα τους
μηρυκαστικές βελόνες ραπτομηχανής
κεντούν το δέρμα
της κάθε μιας τους. Μέχρι σπασμού.


Εδώ θα βρεις, κάτω απ΄ τα επίμονα
κόκαλα, αίματα,
αράδες για την επαναληπτική μνήμη
την ξεχαστική,
κεντημένα μαλλιά ξανθά, μελαχρινά,
καστανά όλα
αγαπημένα και δεμένα αναμετάξι τους.


Και πίσω τους, πλέον πίσω τους πια
την ερμητική μου
άρνηση, την ίδια που τις έκλεισε πάντα
στην φυλακή,
του στόματός μου την οριστική έγκλιση
σε ποτήρι
κοκτέιλ να συναντώνται μεθυσμένα.



Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Πρέπει να βρούμε

Πρέπει να βρούμε
-αν υπάρχουν-
νέες συγκινήσεις.
Καθόμαστε στον πάτο
του κάδου ανακύκλωσης
χωρίζουμε την κάθε μέρα
σε πρωινό 
γεύμα 
δείπνο.
Ο κιρκάδιος ρυθμός 
μας απομειώνει
από Παρασκευές
σε Κυριακές
και Δευτέρες
ενώ γύρω μας
κυκλώνες ανακατεύουν
όμοιες σκόνες,
ίδιες βρωμιές. 

Πρέπει να εφεύρουμε
-αν είναι δυνατόν-
νέες μέρες. 
Τις παλιές 
τις ζήσαμε όλες
κατ’ επανάληψιν 
και καθ’ έξιν.
Κρατούμε ρυθμικά
το μπράτσο
του φθαρμένου κουλοχέρη
στην ασπρισμένη παλάμη μας
περιμένοντας
να λιώσει κι αυτό
ή 
να ενσωματώσει το χέρι μας
μπας και γίνει
το λειψό του...
Ένα.



Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Μυστικά

Σε είδα στον ύπνο μου
κρατούσες μυστικό σαν μαχαίρι
στο αυτί μου το γύριζες
και μόνο την μια του κόψη άκουγα.
«Πες μου ξανά...»
κι εσύ ξανάλεγες
μα μόνο τη μια σου κόψη άκουγα.
Με ομορφιά
Με λεπτότητα
Με παραμόρφωση

Σε είδα στον ύπνο μου
κρατούσες μαχαίρι μυστικό
στο αυτί μου ψιθύρισες
και μόνο την διπλή σου ανάσα άκουγα.
«Πες μου ξανά»
κι εσύ ξανάλεγες
μα μόνο την διπλή σου ανάσα άκουγα.
Με ομορφιά
Με λεπτότητα
Με παραμόρφωση



Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Τα τραίνα

Τραίνα πλησιάζονται εκπληκτικά αργά
και απομακρύνονται αστραπιαία
Όλοι οι κόποι τους συμπυκνώνονται
σ’ ένα κρυφό ελατήριο εκτόξευσης
Τα αγκομαχητά τους και τα κλάματα
οι συνεχείς πόνοι των αρθρωτών τους μελών,
τα “λίγο ακόμα” και τα “σχεδόν φτάσαμε”,
όλα τους
καταλήγουν σε θεαματικές εκρήξεις
διασπαστικής μοναξιάς.

Καημένα τραίνα, αεί πλησιάζοντα
αεί απομακρυνόμενα θεαματικώς
κι ανεξαρτήτως προθέσεων προορισμών.
Ιδρωμένα, ματωμένα, ταλαίπωρα
τραίνα σε σκουριασμένες ράγες,
μοιραία τραίνα πλησιάζοντα,
θα περάσει από πάνω σας η ζωή
σαν τραίνο, και εσείς...
το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο.



Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Ο χώρος

ο θάνατος είναι χώρος
σ’ ένα δωμάτιο που στενεύει
γύρω του λουλούδια
και πολλαπλάσια βρωμιά

αν ήμασταν φύλλα
θα ήταν ο αέρας
αλλιώς ένα τρισδιάστατο
άδειασμα εκεί που κάποτε
ένα μπαλόνι κοκκίνιζε
την εκκρεμότητα της ζωής



Δεδομένο

Πόσο εύθραυστο είναι το κάθε δεδομένο
που φουσκωμένο με αέρα υψώνεται!
Πόσο λεπτό κι ασθενικό το κάθε ύψος!

Ένας επαναληπτικός αυτόχειρας
ξαναπαίρνει τις κυλιόμενες για τον πρώτο
κι ύστερα καταλαμβάνει
τον γραμμικό χώρο της νομής του.

Πόσο ευτελή όλα τα “απόψε το βράδυ”
απόψε το βράδυ που εκτινάσσεται
ύπουλο έλασμα πιεσμένο
να μας βγάλει τα ανυποψίαστα μάτια!

Ένας επαναληπτικός αυτόχειρας
ξαναπαίρνει τις κυλιόμενες για τον πρώτο
κι ύστερα καταλαμβάνει
τον γραμμικό χώρο της νομής του.

Παρηγορητικές μου πέτρες σκεπάστε
το ακέλυφο σαρκίο μου, όταν
το αμφίβολο καθαρτήριο του έρωτα
ρωτά και επιμένει:
Πόσο εύθραυστο το κάθε ανθρώπινο;
Πόσο σπασμένο!



Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Τα καπνά

Ένας λαγός χοροπηδάει
εκατέρωθεν
της λευκής γραμμής σου
Κατά κύματα μου επιτίθεσαι
Εγώ, οχυρώθηκα στην κορυφή
της μακριάς σου βλεφαρίδας
Συσπώνται τα χείλη σου
μ´ εκρηκτικό μηχανισμό
Στο Τσαούς-μοναστήρι
κρώζουν τα παγόνια
κι η κραυγή τους σπάει την πόλη
ενώ σου ετοιμάζω δείπνο τυφλό
σε ένα απέραντο τραπέζι
να 'σαι ο απέναντι ήλιος
να περπατάς σφαιρικά
στη μεταλλική σου επιφάνεια
προσδοκία περιοδική
σε κοίλο κινέζικο βασανιστικό

Ένας λαγός χοροπηδάει
εκατέρωθεν
της λευκής γραμμής σου
χαράζουν οι κνήμες σου
μια αρχαία πύλη
χιονίζεις με τ’ ακροδάχτυλα
τ’ ανθισμένα χωράφια
της μνήμης μου
οι κερασιές σου βιάζουν
τις ρινικές κόγχες
Σε ξαναβρίσκω χαραγμένη
στα χέρια κάποιου
αγρότη στα καπνά
Τώρα το χάδι του
θα μου γυαλοχαρτάρει
τα μαλλιά κι εσύ γελάς
που βρίσκεται η χαμένη πληγή
στην υπόκωφη πλάτη μου





Παλιές αγγελίες

Μεγάλη ανάγκη δαίμονος.
Εγκαταλελειμμένο σώμα
αφήνεται να ρημάξει άνευ.
Ζητούνται έτοιμα ή
καινά δαιμόνια.
Τεχνικές αυτοφυούς
δημιουργίας
θα εκτιμηθούν
και αμειφθούν
αναλόγως.



Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Κάθε φορά

Κάθε φορά που σκύβω μέσα μου
μια φωνή μου λέει
είσαι καλός, κοίτα να κάνεις το σωστό
Κάθε φορά που σκύβω μέσα μου
δυο φωνές μου μιλούν
η μια μου λέει είσαι κακός, κάνε ό,τι θες
Κάθε φορά που σκύβω μέσα μου
τρεις φωνές μου φωνάζουν,
η τρίτη μου λέει
Ποιος είσαι;

Κάθε φορά που σκύβω μέσα μου
μία φωνή μου λέει
Δεν είσαι.



Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

αναπνέοντας

μέσω
επίπονων
ρηγματώσεων
στα πλευρά
διαδοχικών
εφιαλτών

μέσω
ημερών
κατολισθητικών
με κόκκινη
ομπρέλα
στα χέρια
μοναχός
ψωμί
νερό

λευκά
οστά
στον ήλιο
βότσαλα
λευκά

ζωή
κύμα
ηρεμία
βυθός
κύμα
βυθός
νερό
ηρεμία
βυθός
βυθός
βυθός



Barolo

Στα αμπέλια της Ανδριανής
ένα σκυλί περπατά 
στο στερνο του κόσμου 
κοντοστέκεται, 
μυρίζει, αναζητά 
την μονότονη μοίρα 
κελαηδάνε τα χώματα 
στις ζεστές του πατούσες 
τρίζουν, 
τρίζουν οι λαγόνες του
χέρια σταφύλια και χείλια 
χίλια φύλλα 
χαϊδεύουν 
φώτα, βουίσματα, 
μύγες ακούραστες τα χρόνια 
το τρυγήσανε
Στα αμπέλια της Ανδριανής
ένα σκυλί μόνο
ξαπλώνει και λούζεται
στην γη που βρέχει
στον ζεστό ουρανό
το κλίμα το τυλίγει
να γίνει γουλιά
και ζάλη



Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Συνομιλίες

Εξήγησέ μου το ανεξήγητο:
Γιατί μιλάνε οι άνθρωποι;
Νομίζω πως το να σιωπώ
είναι το πιο καλό μου ποίημα
και πως το να διψάσω
θα είναι 
η πιο σωστή μου απάντηση.



Οι σκύλοι

Στους δρόμους που αφήνει κανείς
τα αρθρωτά του μέλη
τριγυρνούν τα βραδιά
αδέσποτοι σκύλοι.

Αδιάκριτες μύτες ρουφούν μυρωδιές
ημερών γελαστών
ακριβών αγγιγμάτων
δακρύων στα ζεστά ακροδάχτυλα
λεπτών ανατριχιασμάτων.
Νύχια, δόντια σκίζουν μαύρες σακούλες
πεταμένες
κι αρπάζουν την εκάστοτε απομείωση.
Στόματα γεμάτα σάλια
με λύσσα γλείφουν
φιλούν
δαγκώνουν
καταπίνουν
ό,τι αφέθηκε κάποτε ευλαβικά.
Κι άλλοι προηγούμενοι,
που τον παλιό πόνο των ακρωτηριασμένων
δεν ξεχνούν,
μαζί με τους σκύλους σκυλεύουν
ημέρες γελαστές
ακριβά αγγίγματα
δάκρυα στα ζεστά ακροδάχτυλα
λεπτά ανατριχιάσματα
συμπληρώνοντας απ´ τα σκουπίδια
ένα λειψό χέρι
μια λειψή καρδιά
ένα ποδάρι μισό
τις κόρες των ματιών τους.

Ένας στρατός σακατεμένων σκυλιών
ουρλιάζει τα βράδια κάτω απ´ τα παράθυρα
των ολόκληρων ανθρώπων.
Ουρλιάζουν τον ακέραιο ύπνο τους.
Ουρλιάζουν και παρελαύνουν
σ´ εκείνους τους δρόμους
που μπορεί ο κάθε απόγονος
Φρανκενστάιν ν´ αλλάξει
ένα χέρι παλιό με κάποιο νεότερο
ένα ζευγάρι αυτιά να μην ακούει πια
μια λύπη παλιά για μια καινούργια λύπη.



Πλατύ ανοίγει δρόμο η κιθάρα

τίποτα δεν μας πήρε το καλοκαίρι
που δεν το ´χε θερίσει ήδη η άνοιξη
ένα σκοτεινό δαχτυλίδι
σε δύο δάχτυλα
νερό πνιγμένα
έναν Θεό που αναρωτιέται
πώς θα ´ταν ο κόσμος
αν ήταν αλλιώς
εμένα που άστικτα θεεύομαι
να ζωντανέψω την μαύρη επιφάνεια
νεκρών συμβόλων
τίποτα δεν μας πήρε το καλοκαίρι
όλα τα πεθαμένα γεννιούνται την άνοιξη



Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Το ολόκληρο

ένας κοντός άνθρωπος
θέσει ένα μέτρο
φύσει δύο μέτρα
κάθιδρος
στο υψοφοβικό του ανάστημα
ακινητεί επιτυχώς
αναρωτώμενος
για το παράδοξο
της αναντιστοιχίας

γραπωμένος
στο ελάχιστο
χερούλι
μικρότερο
από την χούφτα
με το μάγουλο
στην επιφάνεια
μισού ασφαλούς
βήματος
ξάπλωσε και
βαριανασαίνει
λες και με το βάρος
της η ανάσα του
θα τον σώσει

στ΄ άλλο μισό του
βήμα το κενό
εκείνου του παιδικού
ονείρου
της πτώσης
ζωντανεύει
και μέσα στ’ όνειρο
τα δυο μισά
ένα ολόκληρο
τίποτα



Το γράμμα

ξεχάστηκε σαν πατρικό χάδι
και σαν παιχνίδι θαμμένο
σ´ ακατοίκητο εξοχικό
σκονίστηκε επαρκώς
δίπλα στα ψίχουλα Μιράντα
η παλιά γλύκα ξεθώριαζε
στ´ αμνήμονα δόντια
που γερνάνε έκτοτε

Ποια βόλτα, ποιο γέλιο φως;

Σαν ακόρεστη δίψα
κραταιά η ανάγκη
μεταλλάχθηκε σ´
απαστράπτουσα παρακμή
και ποιητές υψηλών
ή χαμηλών
κορυφών ματαιοδοξίας,
της άχαρης ζωής
του αμήχανου «είναι»
βιογράφους
μεταφραστές-προδότες
της αενάου αγωνίας
ευτελιστές
τυμβωρύχους
νεκρόφιλους
σκουλήκια
βρυκόλακες
και κόλακες
αυτιστικούς

Ω μοίρα, των ακαμάτηδων ρούχο



Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Συμμετρία

Μου κληροδότησε 
έναν πόνο στο στήθος
και έρχεται συχνά 
λαβωμένος
και ζητά
την αισθητική 
της συμμετρίας 
μιας αντανακλαστικής 
επανάληψης.

Ο λυγμός μου 
είναι ρυθμός
επαναλαμβάνει 
τον κόμπο του κόσμου
κι ενός σχοινιού 
οδύνης
από την καρδιά
ως το παράθυρο
κάθε νύχτα.

Το πρωί 
ισόποσα αμείλικτο 
σπρώξιμο βίαιο 
στην πλάτη 
μετωπική 
με τις φριχτές 
γωνίες του ήλιου. 

Η ποίηση στο πάτωμα
με ανοιχτά τα έντερα της 
σπαράζονται οι λέξεις της 
στα δόντια μου
τα δόντια μου 
στον αφαλό της 
κοκκινίζουν. 

Και εκείνος 
που θέλω 
να του κόψω τα νύχια 
μα δεν μπορώ 
με κρατά 
αναμμένο κερί
στη μέση 
του σκοτεινότερου δωματίου
στη μέση 
της φωτεινότερης μέρας. 



Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Ανθρωπάκι

Είμαι ένα ανθρωπάκι του Keith Haring
Μαύρο, κατάμαυρο, στρογγυλεμένο
Στέκομαι αμήχανα στο ‘να μου πόδι
Κουνάω δυο χέρια αδάχτυλα,
ηλεκτρισμένα
Σκέφτομαι, μαύρο και κατάμαυρο
τι να γυρεύω μέσα σε τόσο χρώμα;

Αδειάζω χρόνια στο στήθος
και το στομάχι μου πιθανότητες
κι αναρωτιέμαι πως αντέχει
αυτή η σουπιέρα να βαθαίνει
πέρα απ’ το όριο της πλάτης μου
καμπούρα που οξύνεται προς
το παρελθόν και το μέλλον
ερήμην μου πια και να ‘μαι
τώρα ένα κέρας συμπαντικό
αεί επεκτεινόμενο, με σημειακή
βάση που αγγίζει την άκρη
του πρώτου σημείου.

Αδειάζω χρόνια στο στήθος
και το στομάχι μου πιθανότητες
μέχρι που γίνομαι ένα ανθρωπάκι
του Keith Haring, μέχρι που
ένα ποτάμι φωτός με διαπερνά,
παρασύροντας το στομάχι
το στήθος, την σουπιέρα και
τις πιθανότητες, αφήνοντας μόνο
ένα ποτάμι φωτός στο στομάχι
και το στήθος μου και γίνομαι
στολίδι μαύρο στ’ ασημένιο
βραχιόλι του σύμπαντος κόσμου.



Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Μήπως

Σκέφτομαι θάνατο
προσφιλή
Αλλάζω θέση
Κουνιέται το σύμπαν
Να ένας άλλος κόσμος!

Παρηγοριά έως.
Σκέψη ανήκουστη
σκέφτομαι κι άλλοτε
μένω καρφί.

Βλέπω κι αυτό κι εκείνο
δεν πωλείται τίποτα
Μα εγώ θέλω να αφήσω
μια καρτούλα στο παρμπρίζ
«Μήπως είστε προς πώληση;»



Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Οι κρεμασμένοι

Πριν καλά καλά
ξημερώσει
ένα πυκνό μεταλλικό 
κουκούλι
σκέπασε τη μέρα
ύστερα σφίχτηκε 
πάνω μας
σαν γάντι τόσο 
ταιριαστό
λες και μεγάλωνε 
μαζί μας
φτιάχνοντας
του σώματός μας
δεύτερο όριο
σύντομα ξεχάσαμε
το φως
κι όσοι καταραμένοι
κράτησαν δυο αμυδρές
αναμνήσεις του
έπρεπε ν´ ανοίγουν
με τα νύχια
ή τα δόντια τους
χαραγματιές και 
ελάχιστα
ανοίγματα
ίσα να 
επιβεβαιώνουν
την αναμνηστική τους
τρέλα
πάνω στις γραμμές
φωτός ή τις αστρικές
σκιάσεις αν
τύχαινε να πέσουν
επάνω στον κύκλο
της νύχτας. 
χλωμοί απαξάπαντες
λιπόσαρκοι έπειτα
άσαρκοι 
το αρνητικό μαύρο 
μιθρίλ
αφήσαμε να
αντικαταστήσει
το ζεστό μας δέρμα
οι πιο άτυχοι
αυτοκτονούντες με
χάπια νεοράλ
κι ενέσεις φωτονίων
στις πικρές τους
παλάμες και στα
ραβδία. 
ύστερα δεν
τραβήξαμε 
για πουθενά.



Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Τα κουδουνάκια

Κάτι αθύμιστο κουδουνίζει μέσα μου
μέσα στον ήχο αυτού που αγαπώ. 
Κάτω απ’ την παλιά του ομπρέλα,
βρέχεται η επιθυμία μου απροστάτευτη. 
κλείνω κι εγώ τα μάτια μου
και με γυρτό κεφάλι αφήνομαι
στο απροσπέλαστο παρελθόν. 

Ξεθωριασμένη παιδική κούνια
λικνίζεται ο ασταθής έρωτας
και το πουκάμισο που φορώ
και τ’ αγαπημένα μου παπούτσια
τα ξαναπατώ κυκλικά
κι έρχονται οι έρωτες σαν μόδα
και παρέρχονται να συναντήσουν 
την πρώτη εικόνα τους, την σβησμένη.

Κι εσύ φόβε μου πατέρα ποιος ξέρει 
πότε πρώτη φορά σε φοβήθηκα
κι έμαθα να σε συναντώ κρυφά 
και φανερά στην μύτη των ποδιών μου.
Ταλαντώνεσαι όπως το φως ίδιος
σκοτάδι, σκοτεινός και ανερμήνευτος,
κι εγώ εκεί, στ´ άδειο τραπέζι με το αίμα.

Κι εσύ ανάγκη μου μάνα ποιος άλλος
να σου φέρνει τα παλιά μου ρούχα
και ποιος να παίρνει το καινούργιο φαγητό
χρόνια αλλαγμένα κι απαράλλαχτα,
και ποιος τυφλός με το αλκάλιο
της αγάπης σου μπορεί να χορταστεί,
αν όχι η τέλεια αντανάκλαση του χρόνου
που μ´ αρρωσταίνει κάθε μέρα.




Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Ελάχιστες Ιστορίες - Το παγωτό

Το οικόσιτό μου, όποτε η διάθεσή μου με εγκαταλείπει (όλο και συχνότερα τελευταία) το αφήνω να λιμοκτονεί. Φτάνοντας στην πόρτα μου το κοιτώ να με περιμένει με λαχτάρα. Τρίβεται στα πόδια μου και κουνάει χαρούμενα την ουρά του. Περιμένει τα χάδια μου και τα αποφάγια της προηγούμενης μέρας. Το χαϊδεύω ενίοτε για λίγο. Ίσα να μην ξεχνάει την αίσθηση του χεριού. Ίσα να του ανοίγω την όρεξη και να ελπίζει σε περισσότερα χάδια, σε παιχνίδια, σε τρυφερότητες. Ίσα να βλέπω την ελπίδα αυτή στα μάτια του. Ύστερα συνήθως το κλωτσάω μακρυά μου, ανοίγω την πόρτα μου και μπαίνω μέσα. Κλειδώνω με μανία κι αηδιασμένος τρέχω στο μπάνιο να ξεπλύνω τα χέρια μου. Νιώθω τα ευγενικά του μάτια κάθε φορά ξαφνιασμένα, υγρά και καρφωμένα στην πλάτη της πόρτας μου. Να αναρωτιούνται και να την σκάβουν περιμένοντας. Και το στομάχι του να πιέζει τον λαιμό του, λίγο από την πείνα και πολύ από το παράπονο. “Αύριο! Αύριο θα σε ταΐσω άθλιε ζητιάνε. Να περιμένεις…” φωνάζω με μίσος οχυρωμένος πίσω της.

Κι ενώ αυτό δεμένο στο δέντρο αδυνατίζει με τον καιρό, το χαϊδεύω άτακτα. Και το ταΐζω όλο και λιγότερο. Περιμένω την ημέρα που θα πάψει να ζητάει το χάδι και θα τολμήσει να δαγκώσει το χέρι μου. Καμία αγάπη δεν είναι άνευ όρων. Όλοι το ξέρουν αυτό. Παίζω στο μυαλό μου ταινία σε λούπα, την στιγμή που το σπάω. Που αποκαλύπτει τον πραγματικό εαυτό του. Την ώρα που του δίνω το λιγοστό μου χάδι και ανοίγει, το τεράστιο στόμα του. Το ίδιο που τόσο καιρό κρατά κλειστό και τάχα ταπεινό. Το λεπτό που φαίνονται τα κάτασπρα, πεινασμένα δόντια του. Κοφτερά από την αγανάκτηση της προσμονής και της εκπαίδευσής μου την σοφή λίμα. Την στιγμή που σπρώχνει τις άκρες τους στο κρέας και τα κόκαλα των χεριών μου, κλειδώνοντας τα σαγόνια του, τινάζοντας το κεφάλι του πέρα δώθε.  “Μαύρε! Αυτός είσαι…” να του ουρλιάζω και να γελάω με την ψυχή μου μπροστά στην σπασμένη μάσκα του… Τον τελευταίο καιρό, αυτή η εικόνα καθώς και πέντε ευρώ παγωτό κάθε βράδυ, είναι οι μόνες μου διασκεδάσεις.



Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Μυθολογία

Δώσε μου το σπασμένο σου χέρι
Έχω ένα σπασμένο χέρι
Ίσως μπορέσουμε να μην κρατηθούμε
δώσε μου λοιπόν το σπασμένο σου
στόμα έχω μια τρύπα στα αυτιά
μου ό,τι και ν´ ακούσω και τι
να δω όταν μου δείχνεις μία
τρύπα στα πλευρά σου ο τυφλός;

Ακούμπησε τον ώμο μου ελαφρά
είναι μια πόρτα που πάντα θα κλείνει
για σένα άκου πως τρίζει
το μέλλον σου βυθισμένο ουρλιαχτό
κάτω απ´τη θάλασσα
πάψε ν´ ακούς όλα είναι ψέματα.
Μύθος τα σπλάχνα,
μύθος και τα βλαστάρια
τα σπλάχνα θέλουν αίμα
τα βλαστάρια νερό
άνυδρος κι άνανδρος
κι ασυνέχιστος
στην τιτανομαχία αυτή
με τη σειρά σου χάνεις
πριν από μένα.



Το χάδι

Ο προηγούμενος κουβαλάει
πάντα στα χέρια του
και προσφέρει
ένα αφρόντιστο 
παιδικό κορμί.
Ένα κοκαλιάρικο αδέσποτο
ροκανίζει τον αστράγαλο. 
Κανείς δεν χορταίνει
όλοι κουτσαίνουν. 

Τα σκληρά χέρια
το άκαμπτο σώμα
δεν θα ακουστούν.

Σέρνει μια παλιά
ευτυχία 
δεμένη στο σακατεμένο
άρμα γύρω
απ´ το άπαρτο κάστρο. 

Περάστε κόσμε!
Ιδού η μικρότητα
της εκδίκησης. 
Ιδού κι η οριστικότητα
της επανάληψης. 



Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

16 Αυγούστου

Στην μεταποκάλυψη
των άδειων δρόμων
λιγοστοί άγνωστοι
εναπομείναντες
σπαστικά κινούμενοι,
αποκόμματα σαυρών.
ανάμεσα τους αναπνέοντες,
εκλιπόντων των
ανθρώπων,
της μήνης των πόλεων,
της μήνης της ζωής,
της θορυβώδους ανυπαρξίας.
Ποιος κουνά τα σταυρωτά ξύλα;
Ποιος το σαρκίο κινεί;
Η μαύρη μέγκενη της πόλης
με τα χίλια μάτια
με τα χίλια χέρια
κι ένας κακόμοιρος
του δρόμου επαίτης,
που όταν φεύγει διακοπές
η εκδίκηση του, ζει.




Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Άτιτλο

Ασημένιες πνοές
ποτάμια αφόρητα
αθώρητες λέξεις
πληγώνουν τον ύπνο

Ένας ελέφαντας
με πόδια βελόνες
με γυάλινα
σπασμένα μάτια
προσεύχεται
στα ρέοντα
κουφά νερά

Όσοι ακούν
τις φωνές
των δέντρων
ακούν
το παρελθόν
με τις εννιά ουρές
στην πλάτη τους

Αποβαίνουν
οι θλιβερές ιστορίες
κι ανταλλάσσονται
στη μέση των πάρκων
στα άδεια παγκάκια
στα ξερά φύλλα
που πέσαν
στα στόματα

Οι νομάδες
κρεμασμένοι
σε λάθος δέντρα
οι βράχοι κελαρυστοί
αβέβαια χέρια
τα παπούτσια
στα κύματά τους

Χριστούγεννα
του ειδικού φωτός
Ιούνιος
των κλασμάτων
εποχές σπατάλης
εποχές πείνας

Κι οι από εδώ
φιλέρημοι
κι οι από ‘κει ανήδονοι
όλοι καχύποπτοι
χαρές παραμονεύουν
τύψεις θυμούνται
αναμονές μόνες
στα ξύλινα τραπέζια
πάνω στην ψάθα
στις καρέκλες
δίπλα στα κοντά ποτήρια
στους φτωχούς μεζέδες
δίπλα στις αδέσποτες
γάτες που λιμοκτονούν
δίπλα στα μάτια
τα προπατορικά

Άντε να ζήσεις




Περί κινήσεως

κίνηση, μοναδικό αίτημα
συλλαβισμός
καλπασμός
κύμα
θρόισμα
πτώση
σύγκρουση
ανάσα
κόκκινη κύλιση

κίνηση, κωμικό αίτημα
βουή
άφιξη
αναχώρηση
ανασάλεμα
έκρηξη
διασκορπισμός
βροχή
απορροφητικό χώμα

κίνηση, απολογητικό σκυλί
σύρσιμο
ουρλιαχτό
πείνα
επαιτεία
ταπείνωση
νύχτα
προφυλακτήρας
βροχή



Vessel

Στα χέρια του κρατώ ένα δοχείο
ένα καράβι, έναν κωπηλάτη,
εκτελούν μεταφορές,
μια αντανακλαστική επιφάνεια
στο κέντρο μιας μάταιης σφαίρας
κουδουνίζει μεταλλικά.
Βλέπει να κρατώ στα χέρια του
ένα δοχείο, ένα καράβι,
μια μάταιη σφαίρα,
ακούει μια μεταλλική
σερενάτα να καίει τα κεριά του
σε κάθε της σύγκρουση
με το καινούργιο φως.
Κάτι τρέμει
λες και τα πράγματα συντονίζονται
με τα χέρια του νωθρού καραβιού
λαμνοκοπώντας υστερικά
στα πόδια ανάποδης χελώνας.
Ο Ρασκόλνικωφ είναι
ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο.
Κι αυτός είμαι κρυμμένος
στο μισό κοίλο του ωμέγα του.
Μια σκέψη μέσα στην σκέψη,
στο κόμμα μια τελεία,
η σιωπή μετά την ανάσα
στην μόνη άκρη του σύμπαντος.



Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Στιγμιότυπο γυναίκας VII

Μία κοπέλα περπατά μ’ ένα μαχαίρι χαμηλά στην κοιλιά
και μια γραμμή πέρα ως πέρα
σαν το φτερό μαύρου αετού
μια καμπυλώνει μια κυρτώνεται
στων βημάτων της το λίκνο
Μια καμπυλώνει μια κυρτώνεται

Μία κοπέλα προχωρά μ’ ένα φιλί ψηλά στην πλάτη
και μια οπή πέρα ως πέρα
σαν το κιάλι του πειρατή
μια να κοιτάει και μια να κρύβεται
στων βημάτων της το λίκνο
Μια να κοιτάει και μια να κρύβεται

Μία κοπέλα σταματά με μια φωνή δυνατή στον ύπνο της
και μια αστραπή πέρα ως πέρα
σαν το χάδι του θανάτου
μια την φωτίζει και μια που καίγεται
στων βημάτων της το λίκνο
Μια την φωτίζει και μια που καίγεται



Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

Στιγμιότυπο γυναίκας VI

Όταν πεθάνουμε
θα γράψουμε ένα βιβλίο
θα μιλήσουμε για ένα καράβι
τα πανιά του θα εγκυμονούν
οι άγκυρές του θα ´ναι χιλιάδες
θα κινείται σχεδόν ακίνητο
θα ρέει κατάμαυρο
μέσα του

Όταν πεθάνουμε
θα πάψουμε να ακούμε
κι αυτή η φριχτή δωδεκάφθογγη 

συμφωνία θα πάψει να κεντάει
τον καμβά στις παλάμες μας
κι εκείνα τα χέρια μας
κάποιος θα τα ξεβιδώσει
απ´ τα ματωμένα
αυτιά μας 

Πριν πεθάνουμε
θα με αφήσεις να κοιμηθώ
στα πόδια σου
χωρίς να με ρωτήσεις
τ´ όνομά σου;




Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Στιγμιότυπo γυναίκας V

Η κυρία Χ. ανατινάχτηκε.
Η κυρία Χ. με το μεγάλο στόμα
κατάπινε μια χειροβομβίδα άπαξ ημερησίως.
Η κυρία Χ. με το γαλβανισμένο στομάχι,
ρώτησε να σου πουν,
πόσες ημέρες κοιμόταν χορτασμένη.
Η κυρία Χ. αγαπούσε το κάθε τι.
Μια μέρα ερωτεύτηκε έναν πυροκροτητή.
Κι αυτός.
“Κυρία μου,” της είπε.  “Σας αγαπώ.”
Και σε μια στιγμή την εξαφάνισε.




Η ουρά

Βροχές, πτωχεύσεις,
συμβιβασμοί,
έριξα σε μια πλαστική σακούλα
τα καθημερινά, πλυμένα
αδιέξοδα κάποιος περνά
πέντε ορόφους κάτω
και σταυροκοπιέται ένα σκυλί,
κοιτα τα άχρωμα παράθυρα -
τι άλλο μένει να κάνει
κανείς σ´ αυτόν τον κόσμο;

Έφτασε η ώρα της αγρύπνιας.
Πεινάει ο ύπνος της πόλης
κι αποκοιμιέται πάνω
απ´ το κεφάλι μου
στο κάδρο πλαισιωμένος
ο φόβος δίπλα στον Εσταυρωμένο
σταγόνες ιδρώτα
σε κάθε κατάποση
πιο σφιχτά η αγκαλιά
έτσι να μοιάζει ο θάνατος
με κάποιο παιδικό παιχνίδι
που εσύ το τράβηξες απ´ το καλάθι
και το κοιτάς λυτρωτικά,
χρωματιστή κουδουνίστρα
δονεί το χέρι
και τ’ αυτί σου
Μπορεί να ήταν
η ουρά του φιδιού.



Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Περί παραλλαγών και παραλογών

Για να ζήσεις την προσωπική σου ιστορία
πρέπει να ξεχάσεις την προσωπική σου ιστορία.
Τις τερατώδεις αναμνήσεις, τις κρυφές και τις φανερές,
το παλιό παιδί, τους νέους προγόνους.
Πρέπει να κατανοήσεις πως απελευθέρωση
είναι η στιγμή της πιο βαθιάς φυλακής σου
και πως καμιά εποχή δεν είναι εποχή της αγάπης
και πως γνώση σημαίνει θάνατος
και πως καμιά αγάπη δεν θα σε ξανακάνει παιδί.
Αλλά αν τα γνωρίζεις όλα αυτά...
τι σημασία να έχει πια, η προσωπική σου ιστορία;



Ο άνθρωπος γάτα

Ο άνθρωπος εκείνος
μια αδέσποτη γάτα
έπινε το νερό του
έτρωγε την τροφή του
πάνω από τον ώμο του
με σηκωμένες
τις τρίχες του σβέρκου
Του ανθρώπου εκείνου,
του πλούσιου,
αγωνιώδη νομίσματα
οι γεμάτες τσέπες
κουδούνιζαν,
περπατούσε τρεκλίζοντας
τρικυμιώδεις ευθείες
Εκείνος ο άνθρωπος
με τα τρύπια χέρια
λες να είδε ποτέ;
λες να άκουσε;
λες να κατάλαβε τίποτα;
Ακόμα καταπίνει
το σκληρό του νερό
με σπασμένο λαιμό
και ρετρό μάτια.

Αν τον πετύχεις
ν’ ακροβατεί
σε πράσινο κάδο,
μην κάνεις θόρυβο.



Ελάχιστες Ιστορίες - Στιγμιότυπο γυναίκας IV

Οντένσε - Κοπεγχάγη. Κοιτάζω τα πράσινα και τα γκριζομπλέ.
Διαβάζω τον Ματωμένο Γάμο και ακούω Τσιτσάνη. Αγαπώ τα τραίνα. Το λίκνισμά τους. Τις ακρογιαλιές και τα δειλινά του Τσιτσάνη. Τα πράσινα λιβάδια και τα γκριζομπλέ λόγια του Γκάτσου. Αγαπώ την βρωμιά των τραίνων. Που παρά το λικνιστικό τους βήμα δε σε αφήνουν να απλωθείς άνετα στο λερωμένο στομάχι τους. "Θα σε κουβαλήσω. Θα σε νανουρίσω. Αλλά μην περιμένεις περισσότερα".

Ο κόσμος γύρω μιλάει ακατάπαυστα. Βουή και βρωμιά. Τενεκεδένια κουτάκια αναψυκτικών ανοίγουν σποραδικά εδώ κι εκεί σαν μικρές νάρκες. Χάρτινες συσκευασίες φαγητού. Φάτσες ξανθές και μαύρες. Φαλάκρες που ξεχωρίζουν πάνω από τον ορίζοντα των καθισμάτων. Σκυμμένα πρόσωπα πάνω από κινητά. Κανείς δεν βλέπει την γκρίζα θάλασσα. Το τραίνο πετά τώρα πάνω από την θάλασσα. Δυο σημαδούρες ραγίζουν το γκρι του νερού. Η ξανθιά κοπέλα ανατινάζει τη βρωμιά του τραίνου. Αταίριαστη με όλα. Απαλές, λεπτές, σχεδόν αδιόρατες τριχούλες στα πόδια της. Αυτό το υπέροχο χνούδι.

Μισώ τα στατικά ταξίδια των αεροπλάνων. Στενόχωρα καρφωμένοι στις δεμένες θέσεις κοιτάζουμε ενοχικά πλαγίως τον διπλανό μας. Πεδίο περιορισμένο. Πόδια ασφυκτιούν. Μεταλλικά κουτιά. Κακοντυμένες αεροσυνοδοί. Στρίμωγμα και έλλειψη αέρα. Ενώ στο τρένο μπορεί κανείς να δει μια γκρίζα θάλασσα, δυο πορτοκαλί σημαδούρες, κι ένα ζευγάρι πόδια με ξανθό χνούδι.



Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Στιγμιότυπο γυναίκας ΙΙΙ

Σε αχαρτογράφητο τοπίο
μπερδεύεται η γλώσσα του
ψάχνοντας να ξεδιαλύνει 
ανήκουστα γράμματα, 
υγρασίες, 
πόρτες ηδονής, 
το νέο και το παλιό, 
παλεύει με βάθη σπηλαίων,
με άκακους 
τρομακτικούς μονόφθαλμους, 
με μουσικές καταστροφής 
σπαρακτικές, 
με ἴδια δεσμά, 
συντροφικές λεπίδες, 
με το πικρό νερό που όλο κυλάει
προς την μακρύτερη εγγύτητα
του ποθητού, 
μάταιου, 
αέρα αναθρώσκοντα. 
Όμως γυρίζει.  
Ατεμάχιστος. 


Στις αποβάθρες
πάντα
τρίζουν τα ζωντανά σχοινιά,
ουρλιάζουν τ’ άλμπουρα
κι εκείνη καρφωμένη
ταξιδεύει και συναντά
χίλια περισσότερα θηρία
στα αχανή πεδία της
πάνω
στην άβρεχτη καρέκλα,
πλέκοντας κλωστές, 
πλέκοντας θρύλους,
καρικώνοντας εδώ,
μπαλώνοντας εκεί, 
την αταξίδευτή της μοίρα, 
που τσακίζεται, 
πέφτει, 
ξανασηκώνεται σε κάθε
άγνωστη γη
την κάθε μέρα της,
πες μου ποιος ταξίδεψε πιο πολύ
αν όχι αυτός που έμεινε;



Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ο αμήχανος

Κύκλωπα, Κύκλωπα
ποιος αμήχανος να σου βγάλει το μάτι;
Κύκλωπα, πόσο ακόμα
για να γίνει ένας κάποιος κανένας;
Κύκλωπα, ο κύκλος
της ζωής μου, ξεφτίζει το φτηνό πανί μου.
Κύκλωπα, με το καλό σου μάτι
αντί να με κοιτάς, έλα να με φας.



Στιγμιότυπο γυναίκας ΙΙ

Στις 16 Ιανουαρίου 1976 στην Τεχεράνη.
Με μαύρο παλτό.  Μαύρο μπερέ.
Δερμάτινες μπότες ψηλές.
Αν ήταν μια γυναίκα στην Avenue des Champs-Élysées,
κανείς δεν θα την πρόσεχε.
Αν ήταν 1976 ή 2018.

Μαύρο μεσάτο παλτό τριών τετάρτων,
μπερέ, μπότες στο γόνατο και τακούνι έξι εκατοστών.
Με βήμα σίγουρο και βλέμμα θηλυκό.
Με μάτια μαύρα και βλεφαρίδες μακριές.
Πετάριζαν και σήκωναν λίβα μες τον χειμώνα.
Η μαύρη ομπρέλα της με την δαντέλα
και το μακρύ χερούλι από όνυχα.
Ήταν όμως 16 Ιανουαρίου, 1979.

Η περαστική γυναίκα πέρασε για πάντα
όπως περνάει το φως από μια χαραμάδα πριν δύσει ο ήλιος.
Το βρώμικο γένι του θεού σκίασε για πάντα
τα κόκκινα χείλη και την μύτη της.
Έκοψε τους λοβούς με τα μεγάλα μαργαριτάρια.
Της άφησε μια γραμμή για να κοιτά τον κόσμο.
Χωρίς χέρια.  Χωρίς μαλλιά.  Χωρίς σώμα.
Με δυο παπούτσια φθαρμένα κι αδιάφορα.
Της σταμάτησε τον χρόνο στις 15 Ιανουαρίου, 1979.
Κι ο χειμώνας της κρατάει από τότε.



Στιγμιότυπο γυναίκας Ι

Έριξε τα μαλλιά στην ποδιά και έβρεχε, έβρεχε,
Πήρε το δάκρυ έναν δρόμο στο χώμα και έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε. 
Βρήκε ο στεναγμός μπαλόνι.  Να! Τώρα ίσως πετάξει.

Φύτρωσαν στα λευκά της δάχτυλα κισσοί και κληματόφυλλα.  
Στο σκυφτό κεφάλι άνθισε ο χρόνος και τα αειθαλή ψέματα,
το ένα επάνω στο άλλο. Να! Τώρα ίσως θαφτεί. 

Έριξε το κεφάλι πίσω γέμισαν τα μάτια της κλωστές
σκίστηκε ο κόσμος φύλλο χαρτί.  Πάνω γραμμένη η τιμωρία,
εκατό φορές η λέξη “άρδην”.  Κι ό,τι έβλεπε το τεμάχιζε. 



Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

Τρένο αρ. Μηδέν

Στις αναχωρήσεις, στον πίνακα ανακοινώσεων,
καρφώσαμε την πρόθεση των παγιδευμένων.
Δίπλα στην ικανότητα των ακίνητων.
Για τον λιγόλογο τόπο
με τον βροχερό ορίζοντα,
τους αόρατους ανθρώπους,
τρένο αριθμός μηδέν,
πλατφόρμα χι,
εισιτήριο δραχμές τριάντα.
Ταξιδιώτης με μαύρο καπέλο
ονειρεύεται όνειρο
έστω μιας ημέρας
έστω μιας μόνο μη αδιάφορης ιστορίας,
τέτοια που να τον ορίσει,
ανάμεσα στους αδιάφορους,
ανάμεσα στις ίδιες,
που δεν θα ‘χε όμοια
ανάμεσα στις τόσες όμοιες,
ονειρεύεται,
να μάθει ποιος είναι,
να μάθει να είναι
ένα τραπέζι και στο βάζο
ένα τριαντάφυλλο Αβησσυνίας
ανθισμένη πληγή να κοιτάζει
το αμείλικτο μπλε,
στο δωμάτιο με τ’ ανοιχτό ταβάνι,
ονειρεύεται στο βρώμικο παγκάκι
της αποβάθρας, με το καπέλο στο πρόσωπο,
ένα μολύβι που σβήνει το ημερολόγιο του
μέρα με τη μέρα,
ζώντας σβήνει κάθε ίχνος ζωής
αντιστροφικά.
Προς τα δεξιά η ζωή
προς τα αριστερά η ακύρωσή της
κι αυτός αποκοιμισμένος στο παγκάκι
κι εμείς θεατές της παράστασής του,
πίσω από γυάλινα προπετάσματα
κοκτέιλς βροχής, γυαλιού, λυγμού.
Το νεύμα της αναχώρησης
σταθερό σε κάποια στενή
κουπαστή, σαν ξηλωμένο απ’ τον ώμο χέρι,
κάτι που αιωρείται
καθώς φυσάει
το κενό που το τραίνο φέρνει,
αφήνει,
καθώς ο σταθμός ακινητεί
σε μια σκονισμένη φωτογραφία
μέχρι στο τέλος να θερίσει
ένα κουνούπι
τον εύθραυστο ανθό του ονείρου του
που το νόμισε για ζωή.




Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Σκρα

Περπάτησα αργά.
Άφησα την πόλη
να ρεύσει γύρω μου
ακούμπησα στο κύμα της
την πλάτη μου.
Ένας Σίμωνας Κυρηναίος
μου φίλησε δυο ανάσες
ανάμεσα σε σπίτια, αυτοκίνητα
κι ανθρώπους ασταμάτητους.
Ίσως να ´ταν κι ένας φίλος
στο απέναντι πεζοδρόμιο,
που κοντοστέκεται ν´ ανάψει,
με μια κίνηση που την γνωρίζω
σαράντα χρόνια, το τσιγάρο του
και τον καμπουριασμένο του κάματο.
Να τον δω από μακρυά
και να ντραπώ να πω γεια,
ξέρω επιστρέφει στο πατρικό του.
Να, αυτή είναι η πόλη μου.
Η Σκρα, το βρώμικο μήκος της
που περπατώ επίμονα,
εμένα άραγε με γνωρίζει κανένας
με το βήμα μου;




Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Πύρρειο

Οι πεθαμένες μπότες μου
κείτονται εδώ
σ´ αυτόν τον τόπο που άλλο
δεν χρειάζεται να αποφασίζεις.
Στην γη αυτή
της επιβεβαιωμένης κούρασης,
η επιβράβευση
άχρονη απονία.
Οι άνθρωποι που αγάπησα
στέκονται μέσα μου δέντρα
καμμένα στύλοι που ακόμα
καπνίζουν οξυμένοι και οξύμωροι,
ως τον ουρανό.
Θυμάμαι να αγαπώ
όπως ο ακέφαλος χορευτής
με την ψιχαλιστή του Γιουδήθ
στη μεγάλη Βιενέζικη σάλα.
Ξεχνάω το φτηνό κέρμα
της ζωής μου
στην τσέπη
βγαίνω να ξεβοτανίσω
τον κήπο με τα σκονισμένα χέρια.
Σπασμένα οστά παντού
μου θυμίζουν ό,τι δεν ξέχασα
κι έπειτα
να πιω ένα πικρό καφέ
στο καφενείο του Πύρρειου
με τα διαβρωμένα
αμίλητα γερόντια
κι έπειτα
δυο τσίπουρα κι έναν ανόνειρο
ύπνο εκεί που
δεν χρειάζεται πια
ούτε πανιά
ούτε κουπιά
ούτε χέρια
ούτε μάτια
ούτε όνειρα.

Το απόγευμα θα σε ξυπνήσω
στο κίτρινο κουτί
με το ρόδι
να τανυστείς ζεστή
επιθυμία και εποχή και αίσθηση
ανεπίστρεπτη.
Άνοιξε ο καιρός.
Απ´το πατάρι μου
θα κατεβάσω τα καλοκαιρινά
για να ξανάβρω το ξανθό νήμα
και την στάθμη μου
θα σ´ ακούσω σαν τραγούδι
μέσα στη μήτρα
θα σε τυλίξω κουβαράκι
στην τσέπη
και θα βγω βόλτα απένταρη,
χρεοκοπημένη.

Πάντοτε ήμουν ο φόβος μου
όμως εδώ, στο Πύρρειο,
δεν είμαι παρά ένας άγνωστος
ανάμεσα σε λουλούδια και
ανθρώπους που ξέρουν
πως να ανασαίνουν.
Κι άλλο πια δε με γνωρίζω.
Μονάχα ένας κόμπος πόνου
ενοχλεί το αργό μου βήμα
στο ύψος του μηρού
και του θυμίζει
πως ο τόπος αυτός δεν ήταν
προορισμός όπως ήλπιζε.
Ξυπόλυτα θα πατήσω
όλα τα βραχέα κυκλώματα
και θα αφήσω αυτό το μέρος
που ποτέ δεν έφτασα
για εκείνο που πάντοτε ήμουν.



Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Συνάντηση μετά από 30 χρόνια

Βρήκα μια παιδική πλάτη
και της χάραξα σαρανταδύο
χρόνια οδοντωτά, μέρα και δόντι
νύχτα και τριγμός.
Άνοιξα το στόμα,
λύγισα το γόνατο,
μετάλαβα απ’ το καρφί
στο χέρι μου.
Σφίγγει εξ αρχής, τα βράδια,
το στόμα στη γροθιά του
τα δόντια μου, κι εγώ τώρα πια
σε μια γωνιά κλαίω και συγχωρώ
τους ζωντανούς μου,
ασυγχώρητος.
Ποζάρω βέβαια, στην κάθε μου λέξη,
κι όλες τους σιγοντάρουν
ένα αόρατο ψιλόβροχο.
Βυθίζομαι στη λάσπη,
από το κέντρο ως την Πυλαία,
εκκρεμώ στα στενεμένα περάσματα
από το σπίτι ως το στέρνο μου.
Φτιασιδώνομαι μπροστά στον θάνατο
μη τυχόν με δει ατημέλητο και με λυπηθεί.

Εσύ
όμως, αντί προσχήματος,
φοράς δυο κόκκινες τρύπες σκοτεινές
στην θέση των ματιών σου
και την φθαρμένη ρόμπα σου
κρατάς με τ´ αριστερό κλειστή στο στήθος.
Στις κόγχες, σε άτακτη υποχώρηση
για την κιβωτό του κρανίου σου, μάτια.
Ποιος θα 'θελε να βλέπει τέτοια τελευτή;
Λέγεται ζωή
αυτό που από μέσα σου
ρουφάει όλη την ζωή σου.
Λέγεται ημέρα
αυτό που συρρικνώνει το σώμα σου,
και που γραπώνει τα πόδια σου σφιχτά
στους αστραγάλους
όπως φτάνεις στο τέλος των βημάτων,
και γίνεσαι ολόκληρη δυο κόκκινες κόγχες
και λίγα δόντια πεταμένα στο στόμα
σαν ζευγάρια δίκαια ζάρια.



Αντί

Μέσα στο πέτρινο σπίτι
γυμνός
ψαρεύει με το χρυσό ρολόι
για δόλωμα
του
η λίμνη ολόκληρη
ξημέρωμα του Απρίλη
γυμνός
κοιτάζει ένα δέντρο
φυτρωμένο
στο σαλόνι
εκκωφαντικά θροΐζουν
τα ασημένια φύλλα
εκστατικά μπρος
στην ορυκτή του δύναμη
το σπίτι
οχυρό ανυπεράσπιστο
κλείνει τους τοίχους του
μα η αγκαλιά του
τρύπια
αχ και να ‘ταν πέτρα
η άμμος του
αχ να ‘ταν εκείνος κόκκος
αντί πέτρα



Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Μωβ

Κάποτε δρόσισες τα πόδια μου.
Μια απαλή κίνηση.
Χριστέ,
πιο ύψιστη απόδειξη αγάπης
δεν γνώρισα.
Κάποτε δρόσισες τα πόδια μου.

Θα σε βρίσκω πάντα σ' έναν μωβ καναπέ.
Θα οργώνεις το κεφάλι μου στην ποδιά σου.
Νέα μαλλιά θ΄αναπνεύσουν στα χέρια σου.
Έτσι αμίλητα θα τελειώνει πάντα η ιστορία.
Φοβάμαι όμως,
πως πριν από κάθε τέλος της,
τίποτα απ’ αυτά δεν θα ‘χει σημασία.

Μονάχα πως κάποτε δρόσισες τα πόδια μου.
Μια απαλή κίνηση.
Χριστέ,
πιο ύψιστη απόδειξη αγάπης
δεν γνώρισα.
Κάποτε δρόσισες τα πόδια μου.



Οι επιβιώσαντες

Επιβιώσαντες όλοι τους
Άλλος με το κεφάλι του στην άμμο
Άλλος πήρε ένα τραγούδι κι έφυγε
Άλλος κατάπιε το παλιό ποτήρι της γιαγιάς
Μερικοί με δρεπάνια στα χέρια 
θέρισαν τον λαιμό τους και τα χέρια τους

Επιβιώσαντες όλοι τους
βηματίζουν αρμονικά στο παραθαλάσσιο κόκκινο
με ξεσκισμένα ρούχα, με πληγές στα γόνατα, 
με μάτια πρησμένα, 
κρατούνε κουβάδες με πονεμένα νερά, 
σε βιετναμέζικα ξύλα στον λαιμό, 
σέρνοντας τα ξυπόλυτα πόδια τους, 
πηγαίνουν προς τους βάλτους 

Επιβιώσαντες όλοι τους
κανείς δεν γεύεται το ζεστό ψωμί
κανείς βλέπει τον ήλιο και τα απογεύματα 
κανείς δεν ακούει τα παιδικά γέλια
κανείς δεν ακουμπά το ζεστό δέρμα της ζωής
κανείς δεν ονειρεύεται μια ανακουφιστική αναπνοή
κανείς δεν επιθυμεί τίποτα 

Επιβιώσαντες όλοι τους
η πιο σκληρή λέξη τους, επιβιώσαντες, 
στο διαβατήριο θρησκεία “επιζών”
στις σφιγμένες παλάμες στίγμα “επιζών”
στα σφηνωμένα πόδια σαν αλυσίδα
στα βάθη τους εντυπωμένη η λέξη.  
Αν κοιτάξεις όμως στα μάτια μας…



Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Όψομαι

Νύσσον και τέμνον όργανο
μάνα ιδιοτελώς ερώμενη
ιδιοτελώς εράστρια
τίτλος και υποσημείωση
και σχόλιο
Τέσσερις συν μία λαμαρίνες
και λίγο χώμα από κάτω
κίτρινα ασθενικά φώτα
μια λεκάνη μισογεμάτη
τραχιά πετσέτα περασμένη στο λαιμό
άνθρωποι κοιτάζουν
έξω από τα βρώμικα παράθυρα
του καφενείου
κανείς δεν μπαίνει
κρατούν ομπρέλες
ποτέ δεν βρέχει σ´ αυτό το μέρος
μονάχα αυτοί
«-Πως είσαι πατέρα;
- Σαπίζω»
Κάτι υποφωτίζει την σκιά της ζωής
φοράμε στενά παπούτσια παλιά
μας σφίγγει ο καιρός
Το εκδικητικό αίμα,
ο αρχαίος φόνος
στο κατάσαρκο πουκάμισο.
Σπλαχνική μου νόηση
πέθανες στα νιάτα σου.



Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Ένας ήσυχος

Ένας ήσυχος άνθρωπος
με τα χέρια του ξεχασμένα
στο δεύτερο συρτάρι
κάτω από τις κάλτσες
δίπλα στο κρυφό μοσχοσάπουνο
στα ανοίκεια μάτια του
όλα τα κουμπιά του πουκαμίσου
ανοιχτό το προτεταμένο στήθος
λυγισμένο το στραβό του γόνατο
ακίνητη εκκίνηση
ατέλειωτος τερματισμός
ένας ανήσυχος
δεν έχει τίποτα να πει
δεν έχει ούτε ένα χρωματισμό
να διαθέσει μονάχα
γκρι σύννεφο το στήθος του
ένας στύλος υπό
κατάρρευση οδόντων
τροφή αγνώστου θεού
πιστός γνωστού θανάτου
καλού-κακού κουδούνι
τυλιγμένο στο λεπτόλαιμο
άφωνο συντακτικό του
ένας ήσυχος άνθρωπος
απερπάτητος
παραδομένα εμμένει
στην παλέστρα
επίμονα θυμάται
τα χέρια του στο συρτάρι
με το καθαρό μοσχοσάπουνο
βουτάει στο ταλκ το κεφάλι του
και το στριφογυρίζει
μέχρι να κοπεί και
υπόκωφα να κατρακυλήσει
εν είδει κίνησης τελικής



Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Το σακάκι

Γέρασε μέχρι τη φωνή του. 
Το στόμα του δεν απορεί.
Δεν επιθυμούν οι πόροι του.
Τα μάτια του δεν προβάλουν. 
Σκέφτεται να πάρει την ψυχή του 
και να φύγει. 
Να αφήσει το σώμα του πίσω
όπως το παλιό σακάκι στην ντουλάπα.
Είναι δεν είναι μια γάτα 
σε μαύρο κουτί.
Περνάνε φίλοι, 
γνωστοί χτυπούν αν ζει. 
Απαντά δεν απαντά.
Κανένα επίθετο 
δεν του ταιριάζει πια.



Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Κατερίνα

Όμορφη δεν είναι η ζωή, Κατερίνα,
όταν ξαπλώνω και ξαπλώνεις στον ώμο μου
όταν κόβουμε στη μέση ένα βιβλίο του Κάρβερ
και μοιραζόμαστε την πίκρα του,
μια σελίδα εσύ,
μια σελίδα εγώ,
ένα ανθρώπινο αναλόγιο,
δυο μισά ζευγάρια χέρια,
τρεις ήσυχες νύχτες που ουρλιάζουν,
τέσσερα μαξιλάρια νοικιάρικα σκληρά
πέντε πήχες κουβέρτα φαγωμένη σκιά μας;

Όμορφη δεν είναι η ζωή, Κατερίνα;
Τα μπλεγμένα χέρια μας δεν γνωρίζουν
για τις χτεσινές και τις αυριανές συντριβές μας.
Μόνο την αφή καταλαβαίνουν.
Σκληρή,
Απαλή,
Ιδρωμένη,
Αδιάφορη,
Αγωνιώδης,
Τρεμάμενη,
Πονετική,
Ψυχωμένη,
Ήσυχη.
Δεν ξέρουν τίποτα από τα κατάγματά της
όμορφη δεν είναι η ζωή, Κατερίνα. Καλή είναι.



Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Αγκίστρια

Τα μαλλιά σου ήταν πουλιά παγιδευμένα. 
Τώρα αυτοκτόνησαν. 
Τέσσερις ήλιοι που θέλαν να τα κάψουν αρρωστήσαν όλοι τους βαριά. 
Κι έτσι αδύναμη και άφτερη που έγινες,
με τούβλα αρχαία από τερακότα και αίμα
σου κλείνω το οπτικό πεδίο,
κι ότι βλασταίνει στους τρούλους σου
το λέω ανάμνηση.
Τάλισμαν στην τσέπη μου
Αρισμαρί στα δόντια μου
Δυο ιδρωμένα ζάρια στα χέρια μου
να τα ρίξω να σε χάσω
κι ύστερα να προσκυνήσω τη βρώμικη κουβέρτα,
με κλειστά τα μάτια
να τα αναζητήσω με τη γλώσσα,
και να τα καταπιώ. 

Μυστικά λόγια κυλάνε
στο μέσα των πηχών
βράζουν και λιώνουν
και αναδύονται απ´ τους πόρους σου,
κι εγώ σε καρτερώ σαν περσινό χειμώνα. 




Οι ομφαλοσκόποι

ομφαλοσκόποι,
ρηγάδες σημειακών βασιλείων
αυτέρωτες, 
συνεπώς κατακτημένοι 
άνευ βαρβάρων 
βαρβαρικοί,
άνευ ανεμόμυλων 
ηττημένοι
όμως κατά βαρβάρων δωρούμενοι, 
τσακισμένοι 
ενίοτε κατά φαντασίαν,
τσακισμένοι 
ενίοτε και κατά κράτος,
όσο και να κοιτάτε
το σημείο παραμένει σημείο
και είναι ο ομφαλός του κόσμου σας
και δεν είναι ο ομφαλός του κόσμου.

κι όσοι γεράσατε 
και θέλετε να πεθάνετε 
εσείς
που αρπάζετε το πιάτο του φεγγαριού
και το μασάτε 
και σβήνετε τη νύχτα
αντιγραφείς της αιώνιας νύχτας σας
παραπαίδια του εαυτού σας
μικρομέγαλοι, μεσαίοι, 
Ηρωδιάδων σύζυγοι, 
αγωνιών εραστές, 
αποκυήματα θλάσεων εν εξελίξει,
τιμητές, δικαστές, τιμωροί, 
της αυτοπροσωπογραφίας σας, 
όσο και να σβήνει η γόμα,
η μουντζούρα σας σθεναρή κι 
αδιόρθωτα ασήμαντη σας στοιχειώνει. 



Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Αυτός

Αυτός ο λυγμός κατοικεί στα ανοιχτά χέρια
του μικρού ρολογιού στο αριστερό.
Περνάει τον χρόνο του στην αγκαλιά του χρόνου.
Ονειρεύεται να γίνει κλάμα.
Αυτός ο λυγμός όλο μεγαλώνει,
ποτέ δεν ξεσπά,
όλο πνίγεται
κι όλο με λουλούδι ολάνθιστο μοιάζει
όπως γίνεται λυγμός βηματοδότης,
ρυθμιστής των πραγμάτων κι ένα ζεύγος γυαλιών για να βλέπει κανείς τον αόρατο κόσμο.
Ο λυγμός βρίσκει τον λόγο του ποιητή ακριβώς στο κέντρο του.
Του ξεριζώνει την καρδιά του.
Βγάζει το μέσα δέρμα της έξω
την ισιώνει με το τακούνι του στα πεζοδρόμια.

Αυτός ο λυγμός δεν έχει τίποτα δικό του.
Δανείζεται τον πόνο απ´ τα αδίκως ψαλιδισμένα μαλλιά σου,
την δίκαια φρίκη από το πρόσωπο και την πίκρα απ´ τα καμένα χέρια μου,
νερό από την κάθε ματαιωμένη ανάσα μας
αλλά δεν πέφτει στο πάτωμα.
Είναι βιδωμένος στο άκοφτο μέρος των μελών που κρατάνε σφιχτά
τον πρόσφατο χορό του πριονιού σε κάθε χιλιοστό τους
στις ακμές εκείνες που συγκεντρώνεται
όλος ο πόνος της ύπαρξης
του λυγμού η αστείρευτη αντοχή παραμονεύει
σχεδόν απάνω στης γλώσσας το βουβό σύνορο
αλλά ποτέ δεν έσπασε τα δόντια μου να δραπετεύσει.





Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Το παιδί

Έφτασε ο καιρός που ζω χωρίς γεγονότα.
Η αδιάφορη φασαρία του κόσμου σώπασε.
Ακούω μονάχα την εσωτερική ομοιοκαταληξία.
Ένα μονότονο τραγούδι αναπηδά στ’ αφτιά.
Είναι τα μάτια μου μαύρα κουτιά βελούδα.

Οι τελευταίες μέρες αυτού του άλογου σύμπαντος φεύγουν
- παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα -
αθόρυβα.
Καμία έκρηξη.
Καμιά φαντασμαγορία.
Τίποτα θεαματικό.
Μια βουβή παραίτηση μορίων αποσυνθέτει καταιγιστικά,
κι ό,τι υπήρξε περνά στην ανυπαρξία απλά,
αδιαμαρτύρητα,
σαν μια σαπουνόφουσκα που σκάει ένα παιδί
με το παχουλό του δαχτυλάκι.



Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Μια σκύλα

Μια σκύλα σε οίστρο
δαγκώθηκε από πορφυρά μέλη,
τα βυζαίνει,
τους σπάει τα κόκαλα και τα φτύνει.
Η αήττητη εποχή με στόμφο
ανθίζει, καρπίζει, ομορφαίνει
για να θερίσει την ψηλότερη ώρα.  
Κι όλα, σχεδόν, ξεγελασμένα και μακάρια
χαίρονται, μες την απέραντη μωρότητά τους,
μπροστά στο σίγουρο τέλος τους.

Μόνο ένα δέντρο δυστυχές βουίζει
στο έμμεσο φως του απογεύματος,
κι όπως αυτή περνά σαν χειμώνας
και σαν αποφορά ελπίδας σαπισμένης,
τα λουλούδια του τρέμουν και τραγουδούν
μυστικά το ένα στο άλλο:

«Άνοιξη, νεκροζώντανη κόρη,
απ´ τη μήτρα του Άδη ξεγλιστράς,
παρθένα και πόρνη αμέσως,
γεμίζεις τα ανύποπτα δέντρα
παιδιά βιασμού,
κλειδώνεις κάθε ελπίδα θανάτου
στο πράσινο συρτάρι σου.
Άνοιξη, κυρά των γελοίων ερώτων,
των φαιδρών στεναγμών,
μάγισσα της πλάνης της ζωής,
τα σάπια δόντια σου τα κρύβεις πίσω
από αστραφτερά χαμόγελα,
μα εμείς μυρίζουμε την αναπνοή σου
και δεν μας ξεγελάς,
και δεν μας ξεγελάς»



Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Το ατύχημα

Συνετρίβη
μετά από ήττα που παραδέχτηκε
Καρφώθηκε
με το κεφάλι του και τη φόρα του
Μεταμορφώθηκε
λένε σε άμορφη μάζα λόγω λένε
Υπερβολικής
ταχύτητας έπρεπε λέει να τρέχει
Λιγότερο
να προσέχει περισσότερο να μην
Πίνει
ν´ ακούει, να προσέχει, να σκέφτεται
Πολύ
να κρατάει πισινή, να κρύβεται λένε
Περισσότερο
τώρα όλα είναι αμείλικτα, τα μαλλιά του
άσπρισαν 
με τον ήχο ξερών χόρτων που καίγονται ο
Χρόνος
παράτησε τα προσχήματα και τον σάρωσε
Νύχτα 
μία μονάχα πέρασε από πάνω του και τον
Γέρασε 
με μιας. 


Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Η Αλεξάνδρεια

Η Αλεξάνδρεια είναι μια πόλη αραχνιασμένη
βαμμένη πάντα σε χρώματα ερειπίων και σκουριάς
οι πέτρες ευδοκιμούν στα ρημαγμένα πεζοδρόμια
άπειρες σαν τα καλοκαιρινά στάχυα
και σαν στάχυα αναρριγούν
στο πέρασμα χαρούμενων βημάτων
για να τιμωρείται εκεί, η χαρά, δια λιθοβολισμού.

Στην Αλεξάνδρεια δεν υπάρχει χρόνος
μόνο μια κλεψύδρα, χωρίς ίχνος κόκκου,
διαθλά το άρρωστο φως του γκρεμισμένου φάρου
οι σελίδες των βιβλίων της είναι στάχτη
και τα ράφια τους κοφτερά
η γνώση κόβει χειρότερα από τον θάνατο
για να τιμωρείται εκεί η γνώση με άχρονη ζωή.

Της Αλεξάνδρειας τα κρεβάτια είναι όλα δισδιάστατα
δεν θέλουν σώματα ζεστά θέλουν θυμιάματα
οι ντουλάπες έχουν μονάχα ένα ρούχο λευκό
κι είναι περιέργως καθαρό μες τη βρωμιά της
κι είναι το μόνο καθαρό το μόνο ανέπαφο
στην πόλη αυτή που όποιος δίψασε
για να τιμωρείται εκεί η δίψα, ήπιε ποτήρια άμμου.

Αλεξάνδρεια, πόλη βρικολάκων, πόλη σκιά,
στο στομάχι σου κοχλάζει το καζάνι της κόλασης
τα γεμάτα σου στήθη τρέφουν τους φόβους
τα ανοιχτά σου μέλη καταπίνουν το φως
έχεις στο στόμα και μασάς σαράντα αιώνων δάκρυα
και τα φτύνεις, φτύνεις τα δάκρυά μας
για να τιμωρείται στα δόντια σου ακόμα και το κλάμα μας.



Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Η νύχτα πρέπει

Η νύχτα πρέπει να μεγαλώσει 
Η νύχτα είναι ένα ποτήρι δικαιοσύνης 
στον συντριπτικό ωκεανό του κόσμου
Στο φως ο χρόνος απλώνεται ανελέητα 
γίνεται πρέσα με λεπταίνει σαν φύλλο 
Τη μέρα κυλάει η ζωή στην ακμή 
ενός καλοακονισμένου λεπτοδείκτη
Μελετάει το σώμα μου
Συναντά τα πιο αδύναμα κόκαλά μου
Χαράζει πάνω τους ονόματα, εικόνες, 
ενδεχόμενα
Τη μέρα κυλάει η ζωή 
σαν αναμονή μεγάλου χειρουργείου 
Λευκό δωμάτιο 
Πράσινα ρούχα, κόκκινες κηλίδες
Αστραφτερά νυστέρια, λαβίδες, διαστολείς
Η νύχτα πρέπει να μεγαλώσει 
Η νύχτα να γίνει μήτρα ξανά 
να συσκοτίσει τον εκωφαντικό θόρυβο του κόσμου. 



Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Ο άνθρωπος βέλος

Ταξίδεψα στους δρόμους των φλεβών μου
για να εξηγήσω πως κοιτάζεται η θάλασσα
μέσα από μια έναστρη σχισμή 
και δεν βρήκα καμία απάντηση.

Άγναφη η ζωή μου
νύχτα με επισκέφτηκε
τη φωτοφόρα της υπόνοια φύτεψε ιό,
κι αν άνθισε φρόντισε με έναν κανένα 
να με τυφλώσει κι ούτε είδα ούτε άκουσα. 

Το μόνο που επιθύμησα λοιπόν,
να τροχίσω το σώμα μου. 
Με την αιχμή να εκτιναχτώ
σε ένα οποιονδήποτε σκοτεινό ουρανό. 
Να ενώσω δυο σημεία τεθλασμένα. 
Να ξαναβαφτιστώ στο κενό. 
Ν´ απαλλαγώ από το αμάρτημα του ζην. 
Κι έπειτα αμνήμων κι ανύπαρκτος
να γίνω 




Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Ο στρατός

Ο στρατός των φαντασμάτων της πόλης μεγάλωσε τουλάχιστον κατά έναν απόψε.
Όλοι αυτοί οι νεκροζώντανοι που περπατούν ανάμεσα από χαμόγελα περαστικών
ανάμεσα από τα δεμένα χέρια των ερωτευμένων ζευγαριών
από τις φωνές, τα κλάματα και τα γέλια των παιδιών,
σκιές ανθρώπων διάφανων που ξεγλιστρούν μπαινοβγαίνοντας τάχα
σε σπίτια και μαγαζιά
σε γραφεία και σε λεωφορεία
σε τραπέζια φιλικά και σε σινεμά,
πρώην άνθρωποι που τάχα τρώνε
τάχα μιλάνε και υπάρχουνε
πιστοί στρατιώτες
της μεγάλης στρατιάς της ανυπαρξίας
στον οριστικό της προθάλαμο, την ζωή,
ποντίκια σε τροχό και αέρινοι κουβαλητές
πετρών λάτρεις της νύχτας ηθοποιοί
στον ρόλο των ζώντων κατάσκοποι
ανάμεσα στους ανυποψίαστους
στεγνοί, αναίματοι, βαλσαμωμένοι,
όλοι αυτοί με τα δήθεν χέρια, δήθεν πόδια, δήθεν σώματα υποδέχονται με βουβές πολεμικές ιαχές
ακόμα έναν δικό τους.

Ένα δαφνοστεφανωμένο κορίτσι υβρίδιο,
ένα ημίαιμο παιδί
μισό κόκκινο μισό ασημένιο
με μια κλωστίτσα αδιόρατα λεπτή
με μια εύθραυστη τριχούλα απ´ τα μαλλιά της
με μια ελαφριά αναπνοή της αθόρυβη
προσφέρει μια σταγόνα αίμα για να ξεγελάσει τον στρατιώτη,
λες και μπορεί να κρατηθεί ένα ολόκληρο κορμί από μια σταγόνα κι από μια κλωστή.
Αυτός παλεύει την πιο σκληρή μάχη
ανάμεσα στην κλωστή και το άπειρο
ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο.
Ένα παιδί που δεν ξέρει ακόμα τι είναι
που θα μάθει κι αυτό κάποτε ξαπλωμένο στις μυλόπετρες της ζωής του
ένα παιδί που αύριο κι αυτό θα δικαστεί
για μια σταγόνα αίμα που κάποτε πρόσφερε για να ανακόψει
την ασυγκράτητη ορμή του ανίκητου στρατού.

Πάντοτε ειρωνικά ένα πουλί κελαϊδάει στον αόρατο ώμο
πουλί με γλώσσα ανάποδη που αντίστροφα λαλεί:
“γλυκειά που είναι η ζωή, κι ο θάνατος μαυρίλα.”



Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Το πρωί

Το πρωί είναι ένα θηρίο θανατηφόρο χωρίς δόντια.
Αρπάζει τα μαλλιά μου από την ζέστη αγκαλιά της νύχτας
και με τραβάει σέρνοντάς με στο φως του.

(Μια φωνή μου ζήτησε πριν μήνες 
να αφήσω μακριά μαλλιά
για να με γραπώνει τώρα αυτό με άνεση. 
Μια φωνή μου ζήτησε πριν μήνες 
να λεπτύνω το σώμα μου,
να εκθέσω τα κόκαλά μου,
να έχω σημεία ανυπεράσπιστα)


Το πρωί,
με κραδαίνει από μιαν άκρη μου
και με παλινδρομεί στον μεγάλο τρίφτη του
από ξυράφι και χαλίκι λεπτό.
Πότε με περνάει στην μεταλλική του πλευρά και μου κόβει φέτες τα μαλακά μου πόδια,
πότε από την πέτρινη για να ματώνουν τα πλευρά μου τα αιχμηρά χαλίκια του.
Πληρώνω, που λες, την μητρική ασφάλεια του σκότους,
με χιλιάδες συντριπτικά πηγαινέλα βασανιστικού φωτός
κι ό,τι αναπόσβεστο απομένει από μένα, κρύβεται πανικόβλητο μόλις πέσει ο ήλιος
με την μάταιη ελπίδα να μην το ξαναβρεί ο θηρευτής.
Όμως το φως επιστρέφει πάντα άσπλαχνα.

Καημένο πρωί κι εσύ!
Θηρίο κουρασμένο!
Πόνεσαν τα χέρια σου να λεπταίνεις το άτυχο κορμί που σου 'τυχε για τροφή σου.
Αν μου ´χαν μείνει έστω ένα χέρι, θα χάιδευα στοργικά το φριχτό σου κεφάλι.
Αν μου ´χε μείνει λίγη γλώσσα, θα σου ψιθύριζα ιδρωμένο μου και πεινασμένο πως
τα βάσανά μας τελειώνουν σύντομα και να μην στεναχωριέσαι.



Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Οι βαλίτσες

ξεκίνησα ξανά να φτιάχνω τις βαλίτσες μου.
σ' αυτό το ταξίδι χρειάζεται άριστη οργάνωση!!!
να ανασκοπηθεί η κάθε άχρηστη λεπτομέρεια.
να ενημερωθούν
επίγονοι
πρόγονοι
και αυτουργοί.
να κλείσει κάθε αδιάφορη εκκρεμότητα.
να ολοκληρωθεί ο παραλογισμός της ισχυρής ανελευθερίας.
να τονιστεί σωστά το ουσιώδες τίποτα.

πόσα να αδειάσει κανείς για κάτι τόσο μακρινό;
τι να πρωτοβγάλει;  ευγνωμοσύνες, ενθυμήματα, απολογίες;
πόσα χρειάζεται να είναι κανείς καλά γδυμένος;
τι μέγεθος κενού για να μην είναι υπέρβαρος;


πόσο χαρούμενος είμαι!
πάντα με κούραζαν ταξίδια και βαλίτσες!
γι' αυτό θα πάρω την μικρότερη!!
ό,τι χωράει στην τρύπια παλάμη μου!!
πιο πολλές μυρωδιές κι αισθήσεις
παρά το χοντρό μου παλτό για το μεγάλο κρύο
πιο πολλές τυφλές εικόνες
παρά τα γυαλιά για τον έκθαμβο ήλιο
πιο πολλά τραγούδια βουβά
παρά των ανθρώπων το απάνθρωπο βουητό
λέω
μόνο ένα φύλλο Δάφνης
στο δεξί μου χέρι κι άλλο τίποτα.

τι υπέροχοι κόσμοι ανοίγονται μπροστά μου!
τι άγνωστα μέρη περιμένουν το περίεργο βήμα μου!
πόσα πρώτα βλέμματα και ακροάσεις και μυρίσματα!
αστρικών γεννήσεων!
αβαρών μουσικών!
αχρώματων χρωμάτων!
χρυσόσκονης!
εξερώτων!

Δώσε μου Θεέ μου άνεμο ούριο
Δώσε μου νερά σιδερωμένα και φιλόξενα
Δώσε μου το θάρρος να κοιτάζω την ανυπαρξία σου
Δώσε μου δύναμη να σηκώσω το βάρος του φύλλου της.




Να ήμασταν

Να ´μασταν λέει πουλιά
Να πετούσαμε τα ανήμπορα σώματά μας
πάνω από τα τσιμέντα, τα σίδερα, τα σπασμένα γυαλιά που πολλαπλασιάζουν το άπειρο φως

Να ´χαμε βάρος ελαφρύ και κούφια τα κόκαλα μας
να ´ταν το μέτρο μας μια στάλα
μα ν´ ακουμπούσαμε ένα ύψος που έφτιαχνε τον κόσμο αόρατο
και τον συμπαγή όγκο μας αδειασμένο θησαυροφυλάκιο


Να ´ταν τ´ανίκανα χέρια μας να τεντώνονταν τόσο
ν´ απλωθούν τόσο που να γίνονταν διάφανα πέπλα πάνω απ´ το σάπιο σώμα της ζωής
σ´ αυτή την πόλη
που η οσμή μας τρυπάει μεθοδικά το υπεργάστριο
σαν πέπλο λευκό αγιόκλημα αποφορά σάβανο
η αναναστημένη πόλη ντυμένη από τα πόδια ως τα μαλλιά της νυφούλα
όμορφη με τ´ άδεια της μάτια και τ´ άσπρα της δόντια χαμογελά
κι από το άδειο της κεφάλι πετούν πουλιά
προς άγνωστες κατευθύνσεις
αναπνέουν όλο το οξυγόνο του κόσμου
πουλιά με στόματα χοάνες
ρουφούν πελώριες αναπνοές
όλες δικές τους μ´
αντλίες χωμένες στα ανοιχτά μας μάτια
ξεδιψούν αχόρταγα αξεδίψαστα
κι όλα τα νερά δικά τους
να μην ήμασταν ούτε πουλιά
να μην ήμασταν ούτε πέπλα
ούτε να ήμασταν
Ανυπόστατε ούτε να ήμασταν



Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ο μέτοικος

Επιστρέφει διαρκώς
σ αυτή την άγνωστη γη
καθηλωμένος
δεμένος απ´ το λαιμό σε μια άνυδρη ερημιά.
Λίγο πιο πέρα
σ´ ανασφαλή απόσταση
το αξεδίψαστο ποτήρι.
Πλακωμένο κάτω από τα συντρίμμια
των σάπιων φτερών του
βιδωμένο πάνω στα λιμαρισμένα του γόνατα
το παιδί με τα λευκά μαλλιά
πίνει ξανά το αίμα του.
Ποιος ξέρει τι χρησμούς θα παραδώσει
υπό την αλκαλική επήρεια.



Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Τα μαλλιά

Μαύρισες τα μαλλιά σου και τα ´ριξες στο πρόσωπο
μήπως δεν σε αναγνωρίσω μέσα στο ξερό πλήθος
Άφησες απαλά τα αγαπημένα χέρια στα γόνατα
εξέθεσες την αγάπη σου στη βιτρίνα της ποδιάς σου

Σε κοιτάζω με έκπληξη πρώτη φορά όπως κάθε φορά
Σε ακούω να με ευχαριστείς όταν σου προσφέρω
ένα ποτήρι δροσερό νερό, ευχαριστείς μα δεν θα πάρεις λες

λες και θα λιγόστευαν οι θάλασσες αν έπινες
ένα ποτήρι δροσερό νερό απ´ την στεγνή πηγή μου.



Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Τα του Θεού

Ανοίγουν τις πύλες οι μελλοθάνατες
Χαιρετούν μεγάφωνα στην αρένα
Χαίρε! Χαίρε! Χαιρετούν και μπαίνουν
να θεριστούν οι νεοανθισμένοι πόνοι τους
τα τρυφερά τους χέρια
και τα τα γόνατα

Στο κέντρο της αρένας οι μελλοθάνατες
Χαιρετούν τον ευφάνταστο Καίσαρα
Χαίρε! Χαίρε! Χαιρετούν τον μόνο θεατή,
θεό, κριτή, τον Κύριο του μικρού θανάτου τους,
τα τρυφερά τους μάγουλα
ξεδιψασμένα χαίρουν

Και γύρω απ´ το κέντρο τους γυρίζει
χαιρετά ο δορυφόρος Καίσαρας
Χαίρε κι εσύ εαυτέ και χαίρετε!
Οποίος στον κύκλο κινείται χαίρεται
ως μελλοθάνατος
που δεν πεθαίνει.