Επιβιώσαντες όλοι τους
Άλλος με το κεφάλι του στην άμμο
Άλλος πήρε ένα τραγούδι κι έφυγε
Άλλος κατάπιε το παλιό ποτήρι της γιαγιάς
Μερικοί με δρεπάνια στα χέρια
θέρισαν τον λαιμό τους και τα χέρια τους
Επιβιώσαντες όλοι τους
βηματίζουν αρμονικά στο παραθαλάσσιο κόκκινο
με ξεσκισμένα ρούχα, με πληγές στα γόνατα,
με μάτια πρησμένα,
κρατούνε κουβάδες με πονεμένα νερά,
σε βιετναμέζικα ξύλα στον λαιμό,
σέρνοντας τα ξυπόλυτα πόδια τους,
πηγαίνουν προς τους βάλτους
Επιβιώσαντες όλοι τους
κανείς δεν γεύεται το ζεστό ψωμί
κανείς βλέπει τον ήλιο και τα απογεύματα
κανείς δεν ακούει τα παιδικά γέλια
κανείς δεν ακουμπά το ζεστό δέρμα της ζωής
κανείς δεν ονειρεύεται μια ανακουφιστική αναπνοή
κανείς δεν επιθυμεί τίποτα
Επιβιώσαντες όλοι τους
η πιο σκληρή λέξη τους, επιβιώσαντες,
στο διαβατήριο θρησκεία “επιζών”
στις σφιγμένες παλάμες στίγμα “επιζών”
στα σφηνωμένα πόδια σαν αλυσίδα
στα βάθη τους εντυπωμένη η λέξη.
Αν κοιτάξεις όμως στα μάτια μας…