Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Στην ταβέρνα

Αναγκάστηκα.
Να ξαναφανταστώ τον κόσμο
σαν ένα κατσαβίδι.
Τυχοδιωκτισμούς σαν αυτόν,
αν και βροτός,
παλιότερα δεν καταδεχόμουν.

Αναγκάστηκα. 
Να αποδεχτώ
το φως σαν θέρμη,
και του σκληρού άστεος το κλέος,
και των χόρτων την ευλύγιστη χάρη.

Να μην τηλεφωνώ πια
τους πεθαμένους.
Αναγκάστηκα.
Και να μην ακούω
τους ζωντανούς.

Κλείστηκα τελικά κι εγώ στην ταβέρνα
να ντραπώ τον εαυτό μου που περνά απ’ έξω
κι αυτός που ξέρει,
κόλλησε ένα αξύριστο μούτρο
στο βρώμικο τζάμι,
με κοιτάζει
και σαρδόνια σιωπεί.




Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Ο Μπάστερ Σκραγκς

Ο Μπάστερ Σκραγκς αναζητά
την τρυφερότητα του τέλους.
Μα αυτή του κρύβεται.
Μεταλλάσσεται και περιμένει παλιά σαν άνοιξη.

Η λύπη του είναι μια κλωστή
δεμένη στον αστράγαλο της μάνας του.
Δεν κατάφερε να λύσει τον χρόνο.
Δεν κατάφερε ούτε τα χέρια του.

Ο Μπάστερ Σκράγκς παίζει
με τα χρώματα των σκιών
μισεί την ομορφιά του
χαρούμενος
θλίβεται

Στα χρυσάφια του μεθυσμένος
κλαίγεται
ένας μόρτης που σκάβει
ανάμεσα σε ημιθανείς
και πεθαμένους
ως που κάποτε να βρει κι αυτός
τον προσωπικό του θησαυρό.



Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Σπυρίδωνος

Τις μικρές μέρες χειμάζεται
ανάμεσα σε πόδια
παλλινδρομώντας
μετρώντας κερδισμένους ηλιόκυκλους
στο ημερολόγιο του φλεγόμενου κόσμου
άκαυτος
ή τέλος πάντων με εγκαύματα πρώτου βαθμού.

Ενδύεται βαριά σκεπάσματα,
όπως ο παλιός φίλος του με την κάπα,
χωρίς να παίρνει κανέναν δρόμο:
ούτε ασφάλτινο, ούτε ονείρου.
Μόνο καταδύεται,
καθέτως καθεύδειν
χωρίς Μιλτιάδου τρόπαια να τον γελούν
όλα τ’ ανάξια που αξίζουν, ξεχνώντας
ο ευτυχής λωτοφάγος,
αλλά φεύ!
η μέρα αργεί, όμως ξανάρχεται.


Κι έτσι όμοια βυθίζεται
κι η πόλη μας η φτιαγμένη από σκόνη
με σκόνη και πάγο πάνω της
μέχρις οι άνθρωποι να γίνουμε
όλοι μια γραμμή
και να αναστηθούμε.




Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Περί ροών

Μια ρευστότητα σκοντάφτει 
από κρεβάτι σε κρεβάτι
Σηκώνεται 
ισιώνει τα τσαλακωμένα σεντόνια 
Αναζητά 
το αντικείμενο Εφευρίσκει την εξίσωση 

Μήπως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος; 
Μέσα του η απέραντη θαλπωρή της επανάληψης

Παλιά, ελληνική ταινία 
Θα αφήσει όλα του τα χρώματα 
στο μέλλον 
Το φλεγόμενο πάθος 
δεν είναι βάτος
Κάτι ανατινάζεται καταναλώνοντας το οξυγόνο στο δωμάτιο

Οι εραστές είναι τσίγκινα κουτάκια μπίρας 
σ’ ένα αυτοσχέδιο πεδίο βολής 
εξ επαφής 
τρυπημένοι, τσαλακωμένοι κι άδειοι 
κείτονται

Μήπως ο Σίσυφος ήταν δυστυχισμένος; 
Μέσα του η απέραντη θαλπωρή της επανάληψης


Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Η κούκλα

Τα βράδια ράβω μια κούκλα πάνω μου
και χορεύουμε, μ’ ένα αθόρυβο ακορντεόν,
βαλς και τάνγκο
μέχρι να ματώσουν τα πόδια μου

Οραματίζομαι αίθουσες χορού και φανταχτερά φορέματα,
αρώματα μεθυστικά και ιδρωμένους κόρφους,
άσπρα μαντίλια κεντητά, ονειρεύομαι

Τα έπιπλα του σπιτιού μου είναι όλα καμένα,
καμένα τα ρούχα και τα παπούτσια μου,
τακτικά σε στοίβες στάχτης στον κήπο,
την νύχτα σφυρίζω ρυθμικά κι ο ήχος μου
μοιάζει με βόμβο μοτέρ


Ωστόσο η σύντροφός μου νύχτα ορίζει τα πόδια μου
η σύντροφός μου μέρα δυναστεύει το μυαλό μου
η σύντροφός μου κούκλα αφήνεται νωχελικά
ηδυπαθώς
απεγνωσμένα
στην σίγουρη αγκαλιά μου
κι έτσι ραμμένους και ζαλισμένους
μας βρίσκει η επόμενη ερημιά



Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Μίνθη

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν πόμολα στην θέση των χεριών τους
Οι αφαλοί τους είναι κλειδαριές
κι οι ώμοι τους στερεώνονται στον τοίχο

Υπήρξαν βράχοι βραδυκίνητοι
κι άλλοτε κουρτίνες πίσω από καλοκαιρινά παράθυρα ανοιχτά
τέλη απογεύματος

Στα χέρια τους έπλασαν και λιώσαν την Μίνθη
άλλοτε για χώνεψη κι άλλοτε για συντριβή εκδίκησης

Αυτοί οι άνθρωποι ορθογραφημένοι 
σφυριά
δροσιά φθινοπώρων
χτυπούν
στο κεφάλι μας κακά μαντάτα ευτυχισμένα

Άλλα εγώ
που κοιτάζω εκείνο το σκουπίδι στον δρόμο
λέω
πως θα γινόμουν ίσως κι ο ίδιος άνθρωπος
αν έσκυβα να το μαζέψω.
Και δένω κόκκινη κλωστή να το θυμηθώ
Μα όλο ξεχνάω
Κι όλο θυμάμαι πως ξεχνώ
Κι όλο στην απανθρωπιά των άλλων
εναποθέτω την δική μου απανθρωπιά
ενώ γύρω μας μίνθη θυμίζει
δροσιά στο στόμα
και κατάγματα συντριπτικά.




Μέχρι

Μέχρι να ξαναβρεθούμε,
στην αλλαγμένη γεωγραφία των προσώπων μας
θα περιγράφεται μια ή περισσότερες άγνωστες ιστορίες.

Θα κοιταχτούμε τότε,
ξένοι μεταξύ ξένων στην πόλη,
για να δούμε πως
μοιάζουμε ανάμεσα τους, θα θυμηθούμε
ή θα ξεχάσουμε
τόσα και τόσα,
κυρίως τα παλιά μας πρόσωπα και τις αισθήσεις,
θα χαϊδέψουμε αντανακλαστικά 
τα δικά του μάγουλα ο καθένας,
θ’ αναρωτηθούμε:
είμαι εγώ;

Είμαι ακόμα εγώ;



Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Ξεκούρδιστοι καιροί

Ξεκούρδιστοι καιροί
Στην τύρβη τους αφήνουμε τις αισθήσεις μας να πλέουν μουδιασμένες
Οι μέρες μας είναι τόποι θλίψης, παλιά σανατόρια σε ψηλά βουνά
Μα εσένα, εσένα σ’ αρέσουν τ’ αγάλματα
κι η αλήθεια, τους μοιάζεις
έτσι όπως στέκεσαι σιωπηλή για να προσκυνώ
την πλαστική ακινησία σου

Ξεκούρδιστοι καιροί
Οι παταγώδεις μέρες κυλούν αθόρυβα στις πλάτες και τα μαλλιά μας
Χωριά που ερημώνουν οι χώρες μας, ενώ άγρυπνες ηλεκτρικές μέλισσες βουίζουν
Μα εσύ, εσύ αγαπάς να γυρίζεις σελίδες δέντρων σοφών
κι η αλήθεια, τους μοιάζεις
έτσι όπως ορθώνεις πάνω από το κεφάλι μου
την θροΐζουσα αεικινησία σου



Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Τα καλάμια

Όπως το δέντρο που απάνω του έμεινε
ο περσινός καρπός
και στα κλαδιά του μαύρισε και μαράθηκε
κι ούτε πουλί τον καταδέχτηκε
ούτε χέρι,
έτσι
βλέπω ανθρώπους-ακροβάτες απάνω σε ψηλά κοντάρια
να λικνίζονται στον άνεμο
τα χέρια τους λάμνοντας στον υγρόν αέρα προς κατευθύνσεις κουβάρια,
πότε να σωθούν και κυρίως πότε να πέσουν
σαπίζοντας



Το ποιήμα

Μαράθηκε το ποίημα αδιάβαστο.
Ένα ζευγάρι αδιάκριτα μάτια δεν βρέθηκε
να του ποτίσει την ξερή του κρήνη,
ούτ' ένα να βρέξει νερά να καρπίσει
την άγονη γη του.
Τίποτα δεν βρέθηκε. 
Ούτε ένα χέρι σπλαχνικό να το αρθρώσει.
Μαράθηκε το ποίημα άγραφτο.



Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Το όνειρο

Χτες ονειρεύτηκα πως ήσουν λουλούδι
μόλις ελάχιστα ανθισμένο
κι εγώ προσπάθησα να σταματήσω 
την πεταλούδα πριν καθήσει 
στο έξω του χεριού σου
κι όλο το βράδυ πάλευα με ένα χνούδι
μη σου βαρύνει τα πολύτιμα πέταλα 
και φούσκωνα, φούσκωνα 
να τρομάξω την ακούραστη μέλισσα 
μην σε τρυγήσει 
κι όλο το βράδυ αμήχανος έβλεπα τα τέρατα γύρω σου
ακίνητος έτρεχα λαχάνιαζα 
αλώνιζα το χωραφάκι μέσα μου
να σε βοηθήσω 
κι όλο, αυτά μας κερδίζαν και τους δυο
Κι αέναα άνθιζες εσύ πιο όμορφο από ποτέ




Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Θαλασσινό

Με τα δάχτυλα παραμορφωμένα χτενίζουν
ναυτικοί την ομίχλη απ´ τα γένια τους.
Κι άκοπα κοπηλατούν αόρατες βάρκες χωρίς κουπιά
Αγαπούν την επιθυμία ενός παλιού ανύπαρκτου
Κροταλίζουν τα δόντια και τα σαγόνια τους
Γεμάτες οι λινάτσες των σάκων τους
με ασαφή στίγματα νησιών
κλωστές καπνών αναβρώσκοντων χαμένων
σε ισχνά κουβάρια
καθώς γκρεμίζεται το χέρι τους και το πόδι τους
σε κοφτερούς βράχους
κι άγνωστες θάλασσες οικείες.

Στην ρίζα τους, δίπλα στα λιτά τους κορδόνια,
ξαπλώνει ένα γέρικο δέντρο να κοιμηθεί
μα η αγωνία του κουπί στον αέρα γυρίζει
να πιάσει απ´ τον αέρα,
το νερό, το ψωμί, τον αέρα,
το κάτι, το τίποτα.

Θα μεγαλώσουν το πανάρχαιο σκότος
κι ας είναι γαμψά τα νύχια τους
κι ας τρυπάει το ριζικό τους τον βράχο της ζωής.
Καθώς από πρωταγωνιστές γίνονται μάρτυρες της θάλασσας,
κι όπως τα κουσούρια τους γίνονται όλο και πιο δικά τους,
στην συνήθεια της παλάμης τους
και των θολών ματιών την άρνηση της αποδοχής που ξεθωριάζει.


Προσκυνώ γονατιστός με το σφιχτό σκουφί
μαγκωμένο στο στήθος μου
και καταλαβαίνω
την κάθε μεγάλη αλήθεια και την κάθε μεγάλη παρανόηση
ως προϋπόθεση ομορφιάς
ως συμβόλαιο ζωής
ως κάποιο ψευδώνυμο κάποιου νοήματος.



Παρανόηση

Νόμιζαν πως η αγάπη είναι βουνό
Φύσηξε στα μάγουλα αεράκι και κατάλαβαν
Το πρωί την άφηναν καρφιτσωμένη στον ήλιο
Το βράδυ κάτι κοιμόταν ύπνο χειμωνιάτικο
κι ούρλιαζαν έξω μεσανυχτιάτικα κοπάδια
ποιον να φάνε, ποιον ν’ αφήσουνε.

Ύστερα άνοιγαν το παράθυρο
να μπει στο σπίτι ο καιρός.
Το μπλε του νερού άλλαζε
κι οι μέρες κυλούσαν γάργαρα.

Όμως ο ένας ήταν πάντοτε λιτοδίαιτος.
Με έναν έρωτα κορέστηκε η πείνα του για ζωή, μέσα του
τραγουδούσαν οι χειμώνες.
Σώπαινε η άνοιξη.
Ο άλλος ήταν πάντοτε αχόρταγος.
Γέμιζε κι άδειαζε το σισύφειο στομάχι του, και την Φασγά
ανεβοκατέβαινε μυξογελώντας.
Έκλαιγε πιο σπάνια.

Κοιμήθηκαν και στ’ όνειρό τους
κάτω από ένα μεγάλο θολωτό φιλί
ακούμπησαν για λίγο
μέσα τους κάτι παλιό,
βαθύ,
αγαπημένο,
κι ύστερα μαράθηκε κι αυτό
και γέρασαν αμέσως.

Ήταν λένε το φάντασμα φόβων παλιών
που κάθε τόσο τρυφερά τους αγκάλιαζε
Κανείς δυνατός, κανείς ατρόμητος δεν αγαπούσε
ή ίσως μόνον αυτοί,
μα όπως ξεγελάστηκαν και πίστεψαν,
έτσι ξεμωραμένοι συνέχισαν να ζουν.



Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Το βάζο

Πιο κοφτερή από το ξυράφι
Πιο ανθεκτική από το διαμάντι
Πιο ευμετάβλητη από τον χαμαιλέοντα
Πιο εύθραυστη από το λεπτότερο κρύσταλλο
Πιο ασαφής από ρήση της Πυθίας
Η μνήμη σου κρεμασμένη από μανταλάκι στο περίπτερο
σήμερα θα διαβαστεί από χίλια μάτια
κι αύριο θα τυλίξει το θρυμματισμένο βάζο στο πατάρι.
Τι κατάρα κι αυτή...να μην μπορώ να πετάξω τίποτα!



Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Χιόνι

Είπες "χιόνι" και πείνασα
θυμάμαι τα άσπρα σου χέρια
και τους καρπούς στο στήθος σου
γεμίσανε τα μάτια μου ως απάνω

Είπες "βροχή" και σε θυμάμαι
ήσουν γεμάτη αστραπές και σύννεφα
κι όλα τα μπράτσα σου γραμμές συρμάτων
σε απροσπέλαστο φράχτη

Είπες "χιόνι" κι άσπρισα
μαλλιά βαριά απ’ των χρόνων τα σώματα
κρεμασμένα στο αδύναμο κεφάλι μου
χιόνι, βροχή να λες να σε θυμάμαι



Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

Το κορίτσι

Χώθηκε το τυχαίο κορίτσι σ’ ένα δάσος οστράκων
Περπάτησε το τυχαίο κορίτσι ανάμεσα τους
Χάιδεψε το τυχαίο κορίτσι τυχαία όστρακα
Ακούμπησε το κορίτσι το όστρακο
Κράτησε το κορίτσι το όστρακο
Το κορίτσι κράτησε το όστρακο
Έβαλε το κορίτσι το όστρακο στην αγκαλιά του
Έσφιξε το κορίτσι το όστρακο στον κόρφο του
Το κορίτσι
Στο σώμα του
Το κορίτσι
Το όστρακο
Το κορίτσι
θερμότερο απ’ τον ήλιο
Ο ήλιος
Το όστρακο
Άνοιξε
Το κορίτσι
Το έφαγε



Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Η λύπη

Η λύπη μας είναι κάστρο ψηλό
Στεκόμαστε στις πολεμίστρες κι αγναντεύουμε 
πεδία μαχών να ματώνουν και κορμιά να ξεψυχούν.
Η λύπη μας είναι βουνό ψηλό
Στεκόμαστε στα πόδια του και βαριανασαίνουμε
το σπρώχνουμε, το κλωτσάμε, κλαίμε, μα δεν πάει πουθενά.
Η λύπη μας είναι μαύρο νερό
Πίνουμε, πίνουμε, πίνουμε δεν ξεδιψάμε
Καιγόμαστε, πίνουμε, και δεν μαθαίνουμε ποτέ. 
Η λύπη μας είναι καιρός πολύς
σε λίγο χρόνο μαζεμένος αίφνης που μας πρόλαβε
απροετοίμαστους, μωρές παρθένες, και μας προσπέρασε.



Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Ελάχιστες Ιστορίες - Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων, σελ. 200120

Αυτές τις μέρες τις βαριές, που σέρνονται σαν χειμωνιάτικοι μήνες ολόκληροι, προτιμώ να τις περνώ κλαίγοντας.  Να θυμάμαι τον πόνο του Ανθρώπου και να κλαίω λες γι’ αυτόν, ή έστω για ένα ελάχιστο κομμάτι του αιχμηρό, που τώρα το νιώθω καρφωμένο στο πλευρό μου.  Ξυπνάω με εφιάλτες εγκατάλειψης, έντρομος μπροστά στην δικτατορία του λογικού, παρατημένος στα πόδια των υποθέσεων.  Έχει ήλιο.  Αλλιώς θα πέθαινα από την αβάσταχτη πίκρα στα στημένα κίτρα.  Φυσάει.  Αλλιώς θα πέθαινα από την άπνοια που έπληξε τα πανιά μου και το στήθος μου.

Κοιτάζω τριγύρω με οξυμένες αισθήσεις.  Ακούω περισσότερα.  Βλέπω περισσότερα.  Και πάλι δεν καταλαβαίνω.  Το θρυμματισμένο γόνατο τη ζωής και το ισχνό μου μπαστούνι στις λάσπες αγωνίζονται να τρέξουν τα εκατό μέτρα από το τέλος ως την νέα αρχή.  Το μυδράλιο βάλει με φωτογραφίες, με ήχους.  Μια ταινία παίζει στην οθόνη πίσω από την πλάτη μου κι εγώ νιώθω να τρελαίνομαι μέσα στη μέγκενη μιας θύελλας εικόνων.  

Σου γράφω γράμματα προσωπικά.  Σου λέω καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα και για τον Σαμ που με κοιτάζει κάθε πρωί αντανακλαστικά θλιμμένος και χαϊδεύεται στα πόδια μου όποτε έρχομαι κι όποτε φεύγω.  Στα νύχια του ίσως έχει ακόμα ψήγματα από το νέο σου μπλουτζίν κι ίσως αυτός να σε θυμάται σαν ένα παιχνίδι του δευτερόλεπτου.  Ναι, εφτιάξα το δόντι μου.  Εδώ έχει κρύο.  Χωρίζει ο Βαγγέλης με την Σάρα.  Θέλω να μιλήσω στον πατέρα μου αλλά δεν ξέρω τι να του πω.  Θέλω να μιλήσω στην μάνα μου αλλά πάλι θα με προδώσει.  Ο αδερφός σου πως είναι;  Εκείνο το πρότζεκτ;  Ξέρεις από πόσους δρόμους φτιάχνεται η ζωή; Ξέρεις από πόσα καρφιά σταυρώνεται το κάθε μας όνειρο;  Είδα τις προάλλες το πιο σκληρό σου πρόσωπο.  Μήπως δεν θέλεις πια;  Μήπως δεν αγαπάς;  Έχει κρύο πάνω;  Να μην βγάζεις το μπουφάν στον ήλιο.  Να μην γυρνάς πολύ αργά το βράδυ.  Κοιμάσαι; Πίνεις νερό;

Με μια πεταμένη γόπα λες και κάψαμε όλη την γη.  Σου είπα μια καλησπέρα κι έναν πόνο.  Και ’σύ πήρες το ψαλίδι κι έκοψες ό,τι βρήκες.  Πριν φύγεις ξέχασες να με κουρέψεις. Δεν ξέχασες όμως να με διαλύσεις σαν παζλ χιλίων τεμαχίων που ξεκρέμασες από τον τοίχο.  Με κοιτάζω στο πάτωμα και δεν βγάζω άκρη.  Τίποτα δεν ταιριάζει με τίποτα. Γράφω μόνο μικρούς επικήδειους και τους εκδίδω για μια δραχμή το τεμάχιο.  Το σώμα μου σπαρταράει ξαφνικά από ριπές κρύου.  Παιδικό παιχνίδι.  Ένα μαϊμουδάκι του τσίρκου, μ’ ένα κόκκινο κοντό παντελονάκι, που τρελάθηκε και στριφογυρίζει στο πάτωμα χτυπώντας μικροσκοπικά κύμβαλα που βγάζουν έναν οξύ, φτηνό, τσίγκινο ήχο.

Πιο πολύ κλαίω, που τέλειωσε η αγάπη μέσα σου.



Στον χώρο ανάμεσα

Μεταξύ τους υπάρχει μαχαίρι. 
Εκεί κόβονται όλοι οι πύργοι
ανεξαρτήτως ύψους.
Υπάρχει και μια ακμή 
εκεί κρίνονται όλες πατούσες
στης κόψης τους το βάθος 

Και το πουλί που κρύβει
στο κλουβί του στήθους του
και το κόκκαλο κάτω
απ’ το δέρμα των ποδιών.


Ανταλλάσσουν και κρατούν
καθ’ εκάστην εορτή και αργίαν
παλιές απώλειες 
σε νέες συσκευασίες.

Την ακμή βάζουν ανάμεσα τους 
κι αυτό το κούφιο μαχαίρι της το σκοτεινό. 
Με παλίνδρομες μεταφορές 
μεταξύ στομάχου και στόματος
ασκούν καθήκοντα προπονητού 
και δασκάλου. 

Κάθε μέρα μια παράσταση.
Κάθε νύχτα μια κωμωδία ή μια τραγωδία. 


Άλογα

Στην πίσω αυλή μου φύτρωσαν άλογα
τα βράδια ακούω τα χλιμιντρίσματά τους
μα δεν τα βλέπω ποτέ.

Κλείνω τα μάτια μου κι αυτά καλπάζουν
στο κλειστό μου στήθος ανεμίζοντας τις χαίτες τους
παντιέρες κόκκινες, λευκές, μαύρες.

Στην πίσω αυλή μου τα ταΐζω τα άλογα
μ' όλα τα δηλητήρια στα μήλα μου κι όλη
την πίκρα μου στην ζάχαρη.

Ανοίγω την αγκαλιά μου στον φρενήρη καλπασμό τους
κλαράκι ξερό να με τσακίσουν, μα δεν με βλέπουν,
ούτε πεθαίνουν, να σωπάσει αυτός ο θάνατος.



Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Τα λουλούδια

Κι είπα να 'ρθω να σε βρω
Να σου δώσω κλειδιά, στρατό, γη και ύδωρ
και πριν να χτυπήσω μια Παρασκευή την πόρτα σου, σου 'στειλα
φρούτα από απέραντους οπωρώνες που 'χαν χαϊδέψει οι μέλισσες
μέλι πολύβουο και σιωπηλό που 'χε ταξιδέψει τις εφτά θάλασσες
αλάτι μανιασμένο, τρικυμιώδες, κρουστό που 'χε ευφραίνει βασιλείς και φτωχούς
επαίτη-τραγούδι των πρώτων μου χτύπων την πολύχρωμη μοναξιά
κι έναν κόκκο άμμου απ' του σώματος την ακατοίκητη ερημία  
-αγγελιοφόρους και υποτακτικούς, λέξεις, χρυσά κουτιά στα πόδια σου
δώρα για γιορτή και μαντήλια μαύρα μεταξωτά για μοιρολόι
των συνόρων μου τα κατατρυπημένα συρματοπλέγματα μαξιλάρια να μην κουράζεσαι-
γιατί εκεί που επιτέλους με λεηλατούσες κατά τα ειωθότα,
αίφνης δια ασήμαντον αφορμή, χάθηκες...


Κι είπα να 'ρθω να σε βρω
με δυο ντουζίνες ερωτήσεις λουλούδια, τα πιο πολλά γιατί,
και μια αγκαλιά μεγαλύτερη από όλα.



Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Οι πολυκατοικίες του Μονάχου

Ένας άνθρωπος
κρεμιέται τα βράδια
από το αμίλητο βλέμμα του
στη μέση μιας συστάδας
πολυκατοικιών
και πάνω στα ασύμμετρα
αναμμένα παράθυρά τους
αναμετριέται
με το μη μετρήσιμο
και με το ύψος του

Ήλιοι συνθλίβονται
στο πέτρινο στομάχι
κι η μαύρη τρύπα που τον ρουφάει
από τα πόδια ως το κεφάλι
λουλούδι κυτταρικό ανθίζει
στο σκοτάδι φωσφορίζοντας
με όλα του τα φώτα σβηστά
στύβεται στην κλειστή γροθιά του
και βγάζει αιθέρα και αίμα

Στο σύνορο του δέρματός του η αναπνοή της,
μια στριμωγμένη προσδοκία
πάλλεται σ’ ένα σώμα αλάβαστρο
κι αυτός μια κοιτά το αγαπημένο άγαλμα
και μια μιλά στα κοιμισμένα πουλιά του κεφαλιού της
για το νερό που ταξιδεύει
και την επιθυμία που σκουριάζει,
στα παιδικά γόνατα
και στους γέρους ώμου του

Πλαγιαστοί δείκτες στο χέρι,
κάτι κόκκινα γράμματα
υποφωτίζουν το κουτί τους,
το απέναντι πάρκινγκ αναβοσβήνει ακανόνιστα,
δίπλα του η ζεστασιά της
μαγνητίζει το μεταλλικό σώμα του,
παρέες στους δρόμους
σκόρπιες φωνές γρατζουνούν την νύχτα,
καθώς τα άκρα του, άγρια τριανταφυλλιά,
τυλίγουν την θέρμη της

Ως αύριο προλαβαίνει
να σφίξει τις ανάσες βαθιά στα πνευμόνια του;
Ως αύριο προλαβαίνει
να αποθηκεύσει την ζεστασιά στο παγωμένο μέταλλο;
Ένας μακρύς αναερόβιος χειμώνας
απλώθηκε αιφνίδια στα πόδια του.
Κάλυψε η θύελα παράθυρα, πολυκατοικίες,
κινέζικους κήπους και βαυαρικές παμπ,
το ρολόι στην Marienplatz,
τα μάτια του, τα μάτια του,
το στόμα του μυρίζει χιόνι λασπωμένο
για να ζήσει καταπίνει την χιονόπτωση
αχόρταγα
να φάει το λευκό, να φάει το παγωμένο,
να φάει την πίκρα του χώματος,
ακόμα έναν θάνατο βαρύ
πριν τον θάνατο.

Τώρα στέκει θαμμένος στην βάση
μιας γερμανικής πυραμίδας
Μ’ όλα του τα κτερίσματα στα χέρια
εκείνο το κουτί που μέσα του άφησε τ΄αριστερό πλευρό του.
Το κουτί που κοιτάζει το πάρκινγκ
Το κουτί με το άβολο κρεβάτι
Το κουτί με την αγαπημένη ρουτίνα
να πας στο σουπερμάρκετ για τα καθημερινά,
να πάρεις το τραίνο για μια πόλη μαγική,
να πάρεις το μετρό για μια βόλτα στην αγορά
να γελάσεις στον δρόμο των ποδηλάτων
να πιεις καφέ απ’ το μηχάνημα στο ισόγειο
να περπατήσεις ανάμεσα στις πολυκατοικίες του Μονάχου
να φτιάξεις μια απλή ζωή.



Αινίγματα

Το πρωί εγωπαθές, ιδιοτελές, φτιάχνει ισοζύγια στο παζάρι. 
Το μεσημέρι κτητικό επενδύει κόπους, θυσίες, σπορές.
Το βράδυ τα προϋπολογισμένα και τα κεκτημένα απαιτεί.

Τι είναι;

_________

Το πρωί τρέφει, νανουρίζει, φροντίζει.
Το μεσημέρι χτίζει, προστατεύει, θωρακίζει.
Το βράδυ χαρίζει κι εγκαταλείπεται.

Τι είναι;

_________


Το πρωί ανυποψίαστα γελάει και χαϊδεύεται πονηρά.
Το μεσημέρι απλώνεται μυστικά και κατακτά.
Το βράδυ στον πιο σκληρό βράχο ξυπνάει και πεθαίνει ή ανθίζει.


Τι είναι;

__________



Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Ποτάμι

Ξοδεύεται το ποτάμι
στην θάλασσα
σαν να μην τελειώνουν γρήγορα όλα
αφήνεται
στην θάλασσα
που ποτέ δεν 
καταλαβαίνει
και πότε δεν άκουσε
καμιά 
προσευχή

Μεγαλοπρεπής κωφεύει
και το δέχεται σαν τίποτα
και σε τίποτα δεν αλλάζει
εκτός ίσως
από μιαν ανεπαίσθητη γλύκα
στα ρευστά πόδια της

Κι αυτό,
τώρα πια βουβό,
ξοδεύεται
χωρίς φρούδες
ελπίδες ονείρων.



Το δωμάτιο

Με πέταξες σ‘ ένα σκοτεινό δωμάτιο
με τα σβηστά φιλιά σου
κρεμασμένα από το ταβάνι
να σκοντάφτω πάνω σ’ έπιπλα
και τα πεταμένα ρούχα
στο πάτωμα.

Σ’ αυτό το κουτί σαν γάτες
είπαμε ότι υπήρξαμε
επειδή τα φώτα κάποιας πόλης
ήταν αναμμένα
και μια σφαίρα γύρισε μια φορά
ίσα για να πούμε ότι ζήσαμε έστω ένα βράδυ
κι ας μην υπάρχουν βράδια.

Κόκκινο νέον λεπτό ψιθύριζε έξω
απ’ το παράθυρο
κι ακούγαμε την γκρίνια του
να σέρνεται
πάνω στα χάρτινα σεντόνια
στην αγκαλιά της
το στήθος μας ανεβοκατέβαινε
από συνήθεια.

Ύστερα έβρεξε.
Μια βροχή κλισέ
αποδυνάμωσε το κλισέ συναίσθημα
και τρύπησε τα παλιά μου γόνατα.
Δεν μιλούσε κανείς.
Τι να πει;
Με νανούρισαν τα ρυθμικά βήματα
κάποιου υποψήφιου αυτόχειρα
στον ξύλινο διάδρομο.
Τι υπέροχη νύχτα!
Τι ωραίο πάτωμα να περπατήσεις
τα τελευταία σου βήματα.

Ξύπνησα.