Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Ο στίχος

Το δέντρο φυτρώνει στο στήθος
Ο στίχος φυτρώνει στο στήθος
Το δέντρο χυμάει προς τον λαιμό
Ο στίχος χυμάει προς τον λαιμό
Το δέντρο απλώνει κλαδιά που μπλέκονται στα μαλλιά
Ο στίχος απλώνει κλαδιά που μπλέκονται στα μαλλιά
Το δέντρο φουσκώνει και ξεφουσκώνει στο στήθος
Ο στίχος φουσκώνει και ξαναφουσκώνει στο στήθος
Το δέντρο πνίγεται στον ιδρώτα
Ο στίχος πνίγεται στον ιδρώτα
Το δέντρο είναι χρυσό και πλατινένιο, δεν φθείρεται
Ο στίχος είναι χάρτινος και μπακιρένιος, σακατεύεται
δώσε μου πίσω το δέντρο μου
να σου δώσω κι άλλο στίχο, κι άλλο στίχο


Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Ελάχιστες ιστορίες - Ο Στέφανος Κνότος εξοστρακίζεται

Ο Στέφανος Κνότος οδηγεί τα πρωινά, πάνω σε γυάλινα φώτα.  Έχει ένα κίτρινο αυτοκίνητο, πολύ αργό, κι όταν πατινάρει πάνω σε φέτες του φωτός, νιώθει πως για λίγο χάνει επιτέλους την πρόσφυση κι έτσι δικαιώνεται ο χρόνιος, άδικος μόχθος του και η τριβή της λίμας του πάνω στα λεία πια ελαστικά.  Κλείνει τότε τα μάτια του κι αφήνεται.

Γεννήθηκε και έζησε, μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, νομάς. Θυμάται τον εαυτό του για λίγο, πολίτη μιας άλλης χώρας, από της οποίας τα σκοτάδια και το λευκό, βίαια εκδιώχθηκε.  Δεν τον ήθελε κανείς εκεί και πάνω σε σπασμένα τζάμια γράφαν όλοι το όνομά του και του το δίνανε απ´ όπου περνούσε, ώσπου μια μέρα η μάνα του του είπε: «Τέλος! Ως εδώ ήτανε! Φύγε! Δεν σ’ αγαπάω πια...»

Τώρα οδηγεί το αμαξάκι του στην καινούρια χώρα που ´χει δρόμους ρευστούς, απαστράπτοντες, τυφλωτικούς και ανθρώπους με ασαφή περιγράμματα, δέρματα απείρως ελαστικά, κι αντί για μάτια κόγχες κενές.  Τα πάντα είναι λουσμένα στο φως και χάνονται μέσα του χωνεμένα.  

Εκείνος, πιλότος Νάγκελ Χάρμπορ, ονειρεύεται τα βράδια βροχές, και νεκροταφεία πολυτελείας, και βιβλιοπωλεία, βιαστικά σκοτάδια και την μακρινή του γραναζόχωρα.  Ονειρεύεται και την αγκαλιά της μάνας του και το μικρό του σώμα ένα κουβαράκι, έναν μικρό κόμπο χωμένο σε αριστερή εσοχή, σαν του υδράργυρου ή του έρωτα το θαύμα να ανυψώνεται.


Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Ο φράχτης

Σε έχω περιφράξει με σύρμα αγκαθωτό
και δεν μπορώ να μπω, και δεν μπορώ να 'ρθω,
μπορώ όμως να σε δω.

Σε έχω περισώσει με πάθος περισσό
και, δεν μπορώ να πω, βαθιά σε συντηρώ, 
και θέλω να σε βρω.

Σε έχω καθελκύσει με σύρμα αγκαθωτό
και δεν μπορώ να δω, μπορώ όμως να πω,
δεν θέλεις να σε βρω. 

Σε έχω καθηλώσει με πόνο περισσό
κι απ' το πηγάδι αυτό, ούτε μπορώ να πιω, 
ούτε και να πνιγώ. 


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Οι μάστορες

Όταν βλέπω τα μαστόρια της πέτρας
με τα βαριά, πρησμένα χέρια τους,
με τα ματσακόνια, τις σκόνες, τις ραγισματιές,
να δουλεύουν τον θνητό μύθο, σκέφτομαι εσένα.

Και λέω, να ήσουν εσύ ο πετράς κι εγώ η πέτρα;
Να με δούλεψες σιγά-σιγά, σπάζοντάς μου τις άκρες;
Στο καλέμι σου, αυτό με τα δόντια, να με ακούμπησες
και να μου μάσησες τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό σου ήταν το βελονάκι, για την κάθε μικρή λεπτομέρεια;
Κι αυτή την εύπλαστη πέτρα εσύ την μετασχημάτισες
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη σου,
ή μήπως σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;

Και λέω, να ήμουν εγώ ο πετράς κι εσύ η πέτρα;
Να σε δούλεψα σκληρά, σκληρά σπάζοντάς σου τις άκρες;
Στο καλέμι μου, και σε αυτά τα δόντια μου, να σε ακούμπησα,
και να σου μάσησα τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό μου ήταν το βελονάκι για την κάθε σου μικρή λεπτομέρεια;
Κι αν ήσουν εύπλαστη πέτρα εσύ, που σε μεταμόρφωσα 
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη μου,
ή σίγουρα σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;


Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Η οσμή

Στην καινούργια μου γραφή συμπυκνώνω τα γράμματα
έτσι ώστε οι λέξεις να καταρρέουν στον πυρήνα τους.
Τα παλιά νοήματα υποχωρούν στο παρασκήνιο 
γίνονται τεθλασμένες γραμμές χρώματος 
κι οι προτάσεις ευθείες που τις κοιτώ από μακριά 
σαν αποτέλεσμα ριπών σε πεδίο βολής. 

Στην καινούργια μου γραφή δεν γράφω, ζωγραφίζω 
στο χαρτί, για να κρύβω πιο βαθιά της, το άρρητο.
Τα παλιά σύμβολα κατεδαφίζονται και τα υλικά
προωθούνται σε παλιατζήδες για να πεταχτούν 
ή να χρησιμοποιηθούν πια σε νέες μορφές, 
ολόκληρα, σπασμένα, ή αλεσμένα από μηχανές κιμά. 

Στην καινούργια μου γραφή, μιλώντας για ο,τιδήποτε
σκιτσάρω ένα δέντρο, μια βάρκα, μια πιθανότητα.   
Φέρνω τα γράμματα πιο κοντά, ενώνω τις λέξεις, 
χωνεύω τις τελείες, ρίχνω τα κόμματα σε έναν πολτό
που αν τον πάρεις στα χέρια σου και τον στύψεις, 
στο έλαιό του θα με βρεις να επιπλέω χωρίς οσμή.  


Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Λευκή τρύπα

Προσπαθώντας να συνδυάσω 
το αιχμηρό με το γλυκό
συνθλίφτηκα. 
Πριονίδια στο πάτωμα, 
γυαλιά σε σκόνη, 
απομεινάρια ρινίσματα και ρανίδες. 
Σύγκρουση συντριπτική 
με ευγενείς προθέσεις. 
Κι αν ο σκοπός της ήταν η υπόκωφη ταχύτητα,
κι αν προτίθετο το αδιαχώριστο,
κι αν προφασίστηκε 
μια αξεδίψαστη πληγή
και το παλιό εν είδει λαβίδας 
για την κοινωνία της κοινής σάρκας, 
σχάση το τελικό αποτέλεσμα
και μια λευκή τρύπα 
που δεν θα τη διαπεράσει τίποτα πια. 


Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Η μεγάλη στολή

Ύστερα φόρεσες ένα φύλλο συκής
κι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.
Έσφιξες με τα μπράτσα σου το στήθος και τα πλευρά σου.
Με τις γροθιές σου υψωμένες προστάτευσες το χαμόγελο,
το πρόσωπο.

Τα πόδια σου κουράστηκαν να φέρνουν το κουλούρι και τον εσπρέσο.
Τα δάχτυλά σου κουράστηκαν να στολίζουν τα μαλλιά μου.

Φόρεσα κι εγώ την μεγάλη, αγκαθωτή στολή, με τα παράσημα.
Έτοιμος και για γάμο και για κηδεία, ό,τι ήθελες.
Και κηδέψαμε πολλά. Πάρα πολλά. 
Κι έμειναν ακόμα πιο πολλά ακήδευτα.


Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Τη Ρώμη

Πρέπει να κόψω τον Ισθμό,
κι είναι αυτό ένα έργο μεγάλο. 
Αιώνες κυκλικών πλεύσεων με σακάτεψαν. 

Πρέπει να κάψω και τη Ρώμη.  
Την αιώνια πόλη.  Ό,τι πιο όμορφο στον κόσμο! 
Πρέπει να κάψω τη Ρώμη.  


Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Το όχι τόσο καινούργιο

Αν κάνω πολλά χρόνια να σε δω
θα 'ναι σαν να σε βλέπω πρώτη φορά
κι ίσως αυτό προσφέρει μια λύση
στο πληγωμένο μου δράμα.

Δίπλα στο αλίχτισμα ένα λαϊκό λαχείο κλήρωσε 
τη νύχτα μαξιλάρι αγκαθωτό ανάμεσά μας. Το δέχτηκα. 
Φορούσες μαύρα γάντια όταν με άφησες στο κρύο,
και μύριζε ο λαιμός σου χέρι ξένο.  
Τι την ήθελες, έρμε, τη φωτογραφία στον σταθμό;

Από τότε ψάχνω την συνάρτηση που θα μου δώσει
μια νέα γέννησή μου.  Ωστόσο,
βράζεις ακόμα μέσα μου, κοχλάζεις, χύνεσαι, καις. 
Αποφάσισα να βγάλω τα μάτια μου.  
Τους πιο πιστούς προδότες. 
Να τα στείλω να επισκευαστούν στο κοντινότερο ναυπηγείο. 

Κι εσύ που θέλω να πεθάνεις αμέσως, που θέλω
να χωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου,
τώρα έρπειν τολμάς να γελάς μ' όλα σου τα ψεύτικα δόντια 
αστραφτερά απ' το καινούργιο σπέρμα.  


Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Κουτί

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Μπορεί να είναι μια αποσκευή στον έλεγχο του αεροδρομίου. 
Μπορεί και το παράθυρο ενός τρένου.
Μπορεί να είναι το μελάνι που κρύβεται σ' ένα μικρό τετράδιο. 
Μπορεί και το τετράδιο σκέτο, άδειο.  

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Μπορεί να είναι ένα ρολόι σ' έναν κουρασμένο καρπό.
Μπορεί και ο παφλασμός της θάλασσας. 
Μπορεί να είναι η ψάθινη καρέκλα ενός καφενείου. 
Μπορεί και το κάστρο της Νυρεμβέργης. 

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Κράτα το στα χέρια σου.  Κούνησέ το.  Άνοιξέ το αν θες!  
Μπορεί να είναι ένα χάδι.  Που δόθηκε.  Που δεν δόθηκε. 
Μια αγκαλιά την ώρα που κάποιος ξεσπάει σε κλάματα.  
Παρηγορητικής αδιαφορίας εγγύητητα. 
Μπορεί κι η ασφαλής απόσταση του τέλους.  

Όπως και να 'χει, ένα κουτί πόνου έχει δέρμα και μαλλιά. 
Ακόμα κι αν το ανοίγεις, και το κοιτάς, και δε βλέπεις
παρά μόνο ένα άδειο κουτί.  


Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Τι πάθος ατελείωτο, ατελείωτο...(Μ.Β.)

Αυτή η σιωπή μου ξεσκονίζει κάθε παλιά πληγή.
Αυτή η πλατιά παρένθεση στο πρόσωπό σου
που 'χει σηκώσει τα χέρια εκστατικά στον ουρανό. 
Τύμπανα χτυπούν σκοπούς ομφαλοσκοπικούς.
Τα μάτια. Αχ, τα μάτια, τρις ισόβια!  
Δηλητήρια στον πρωϊνό καφέ.  Τα δόντια.
Τι έφταιξα;;  Ποιος ξεγέλασε την καλή μου μοίρα;
Κάθε μέρα κι αυτή κι εγώ μαζί σ' αυτόν το θάνατο. 

Αυτή η πληγή με εκδικείται για κάθε παλιά σιωπή. 
Τρύπα με. Σαν κραυγή εγκατάλειψης "λαμά, λαμά;"
που κανείς δεν απαντά.  Τα χέρα κομμένα στη γη. 
Τρομπέτες τρυπούν τσιρίδες τύμπανα και κοχλίες. 
Να μην ακούω.  Τις λέξεις σου.  Την γειτονίτσα σου. 
Τα κύτταρά σου.  Τον Γιόβιτσα και τον κάθε τυφλό,
την Αμερική, την νύχτα εκείνη που έσπασα στα δύο. 
Ξεφλουδίζομαι στην άκρη του προσώπου, του χρόνου.  
Μαρτύρισα και πλήρωσα όλα μου τα αρχαία χρέη.  

Μα είμαι κι εγώ εδώ.  Έζησα. Έσφαλα. Ευστόχησα. 
Κι αν έπλεξα το σάββανο του πατέρα σου,
με χίλια πλεχτά κορμιά πάνω μου, κάτι κρυμμένο μέσα 
περιμένει, όπως ο Άργος, να πεθάνει στα πόδια σου. 
Κάτι κρυφό μέσα μου περιμένει, ναι κι εσύ Εύμαιε! 
κράτα με να αναλυθώ σε κλάματα λύτρωσης στα χέρια σου.  
Κάτι βουβό περιμένει, να σου πλύνω τα σκονισμένα πόδια
εγώ που σε μεγάλωσα, ναι, και να στα φιλήσω.  
Κάτι πικρό περιμένει να ξεμπλέξω τον μέγιστο μύθο σου, 
να σκοτώσεις τους μνηστήρες μου, και να με ξαναγαπήσεις.   


Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Το δέντρο

Ζωγράφισα ένα δέντρο
πάνω στο στήθος σου.
Δέντρο χρυσό
με κορμό ασημένιο.
Να σε κρατάει δροσερό το καλοκαίρι.
Στο κρέμασα από λεπτή αλυσίδα.
Να σε βαραίνω ανεπαίσθητα.

Φριχτό δέντρο.
Φριχτά κοιτάζει τώρα
το απέναντι στήθος σου.

Ζωγράφισες ένα σπίτι
πάνω στο στήθος μου.
Σπίτι μισό. Χωρίς πόρτα.
Δίχως κλειδί. Απροσπέλαστο.
Το δέχτηκε η ολιγάρκειά μου.
και το ξεσκόνιζε όπως μπορούσε.

Μετακόμισες από κει
κι εγώ τώρα πρέπει να το βάλω
σε ένα άλμπουμ
με ψεύτικες φωτογραφίες,
δίπλα σ’ εκείνη τη θάλασσα
που τη νόμισα κάποτε ολόκληρη δική μου,
μα δεν είχα ούτε ένα της βότσαλο,
ούτε ένα κύμα.