με τα βαριά, πρησμένα χέρια τους,
με τα ματσακόνια, τις σκόνες, τις ραγισματιές,
να δουλεύουν τον θνητό μύθο, σκέφτομαι εσένα.
Και λέω, να ήσουν εσύ ο πετράς κι εγώ η πέτρα;
Να με δούλεψες σιγά-σιγά, σπάζοντάς μου τις άκρες;
Στο καλέμι σου, αυτό με τα δόντια, να με ακούμπησες
και να μου μάσησες τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό σου ήταν το βελονάκι, για την κάθε μικρή λεπτομέρεια;
Κι αυτή την εύπλαστη πέτρα εσύ την μετασχημάτισες
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη σου,
ή μήπως σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;
Και λέω, να ήμουν εγώ ο πετράς κι εσύ η πέτρα;
Να σε δούλεψα σκληρά, σκληρά σπάζοντάς σου τις άκρες;
Στο καλέμι μου, και σε αυτά τα δόντια μου, να σε ακούμπησα,
και να σου μάσησα τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό μου ήταν το βελονάκι για την κάθε σου μικρή λεπτομέρεια;
Κι αν ήσουν εύπλαστη πέτρα εσύ, που σε μεταμόρφωσα
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη μου,
ή σίγουρα σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;