Κάποτε το πρόσωπό σου δε με τρόμαζε
Στο ανέστιο μέλλον μας σκαρφαλωμένα
όλα γυαλίσαν το σκοτάδι σκορπώντας
Σε μια φτηνή στιγμή θεμελίωσα
τα μικρά γόνατά μου
για να ελεώ σε κάθε βήμα μου
τον ζητιάνο χρόνο
απ´ το υστέρημά μου.
Στο ανέστιο μέλλον μας σκαρφαλωμένα
όλα γυαλίσαν το σκοτάδι σκορπώντας
Σε μια φτηνή στιγμή θεμελίωσα
τα μικρά γόνατά μου
για να ελεώ σε κάθε βήμα μου
τον ζητιάνο χρόνο
απ´ το υστέρημά μου.
Απ´ το υστέρημά μου σ´ έφτιαξα κι εσένα
κι απ´ τ´ ακριβότερα υλικά της φαντασίας μου
να ´χεις κεφάλι από χρυσό
να ´ναι τα πόδια σου αρχαία
να έχεις δάχτυλα ασύγκριτα
να είναι οι μέρες σου πολλαπλάσιες.
Όλα σου τα ´δωσα ο Θεός.
Κι ως που να στρέψω το κεφάλι μου
στην τυπική ημέρα,
απώλεσες παράδεισο,
την χάρη,
και του αστήριχτου ονείρου
την μητέρα κεντρομόλο.
Έπαψε πια
το πρόσωπό σου
να μη με τρομάζει
περνώ τις μέρες μου
αποστρέφοντας
το ασυλλόγιστο βλέμμα.
το πρόσωπό σου
να μη με τρομάζει
περνώ τις μέρες μου
αποστρέφοντας
το ασυλλόγιστο βλέμμα.