Ψάχνω τις χειρολαβές της
ενώ αποσύρομαι να κρατηθώ
από το ασαφές κάτι
Κοιτάζω εκείνη τη φωτογραφία
στην Επίδαυρο ακουμπισμένη
πάνω μου
αιωνίου κι εφήμερου στο μεσοδιάστημα
με λατρεία και για τα δύο
και μια ιερή προσήλωση
Να μη το λέω αυτό χειρολαβή;
Να το λέω ματαιότητα;
Στρώνω την μεριά της
στο άδειο κρεβάτι
να 'ναι τακτική η απουσία
συμμαζεμένο το απευκταίο
και ξαπλώνω
Θα ξεκουραστεί ποτέ το άδειο χέρι;
Κοιτάζω εκείνη τη μνήμη
υποπόδιο στης μέρα μου
το λαχάνιασμα και προσευχή.
Να μη το λέω αυτό χειρολαβή;
Να το λέω θρησκεία;
Κι αυτή η ελπίδα τέλος
αυτή η πανάκριβη πολυτέλεια
η αδερφή της κάθε κενής πίστης
της κάθε πίστης,
αυτή δεν μας ξεγελά χίλιους αιώνες
τώρα να την περνάμε για χειρολαβή
και να κρατιόμαστε απ' το τίποτα;
Μήπως τελικά άδικα ψάχνω αλλού
τα γυαλιά της γερασμένης πρεσβυωπίας μου
αντί για το στεφανωμένο μου κεφάλι;
Χειρολαβή δεν είναι κι η ατίθαση κόμη μου;