Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Τα κορδόνια

πήρα τα κορδόνια των παπουτσιών σου και τα τρίζω στα δόντια μου,
θα ξεδιπλώσω το δώρο των παράδοξων ποδιών στο στόμα
να τους φιλήσω την αγάπη, την υγρασία, την ηδονή,
σαν τον πιστό και τον θεό θα τα σκουπίσω μετά
να τα στεγνώσω από μένα

τα δάχτυλά σου ξεγράφουν μέρα-μέρα τον κόμπο της παλιάς τρέλας,
σαν να μην ήταν Γόρδια και Φρυξ, και σαν να τελειώνει μέσα μας
η όποια αγάπη, η κάθε υγρασία, η παλιά ηδονή,
που πίστεψε πως στο σώμα μας αιώνια
θα κατοικήσει

για ένα κεντημένο χαμόγελο και ένα σώμα που στο κρεβάτι εκτείνονταν
πέρα απ’ τα φυσικά του όρια σαν να ‘ταν μεγάλη ιδέα
έσκυψα τώρα και καθαρίζω τον δρόμο σου
και δουλικά την μέση μου λυγίζω
να περάσει η απόγνωση

από πάνω μου, μα στον άλλον κόσμο, τον διπλανό, βρήκα το κέντρο
της οσμής σου και το κρατάω ξεγελαστικό λουλούδι
ή σαν κάτι βρώσιμο στο στόμα μου
τρίζοντας το μήπως χορτάσω
μ’ ό,τι έμεινε