Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Ελάχιστες ιστορίες - Ο Στέφανος Κνότος εξοστρακίζεται

Ο Στέφανος Κνότος οδηγεί τα πρωινά, πάνω σε γυάλινα φώτα.  Έχει ένα κίτρινο αυτοκίνητο, πολύ αργό, κι όταν πατινάρει πάνω σε φέτες του φωτός, νιώθει πως για λίγο χάνει επιτέλους την πρόσφυση κι έτσι δικαιώνεται ο χρόνιος, άδικος μόχθος του και η τριβή της λίμας του πάνω στα λεία πια ελαστικά.  Κλείνει τότε τα μάτια του κι αφήνεται.

Γεννήθηκε και έζησε, μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, νομάς. Θυμάται τον εαυτό του για λίγο, πολίτη μιας άλλης χώρας, από της οποίας τα σκοτάδια και το λευκό, βίαια εκδιώχθηκε.  Δεν τον ήθελε κανείς εκεί και πάνω σε σπασμένα τζάμια γράφαν όλοι το όνομά του και του το δίνανε απ´ όπου περνούσε, ώσπου μια μέρα η μάνα του του είπε: «Τέλος! Ως εδώ ήτανε! Φύγε! Δεν σ’ αγαπάω πια...»

Τώρα οδηγεί το αμαξάκι του στην καινούρια χώρα που ´χει δρόμους ρευστούς, απαστράπτοντες, τυφλωτικούς και ανθρώπους με ασαφή περιγράμματα, δέρματα απείρως ελαστικά, κι αντί για μάτια κόγχες κενές.  Τα πάντα είναι λουσμένα στο φως και χάνονται μέσα του χωνεμένα.  

Εκείνος, πιλότος Νάγκελ Χάρμπορ, ονειρεύεται τα βράδια βροχές, και νεκροταφεία πολυτελείας, και βιβλιοπωλεία, βιαστικά σκοτάδια και την μακρινή του γραναζόχωρα.  Ονειρεύεται και την αγκαλιά της μάνας του και το μικρό του σώμα ένα κουβαράκι, έναν μικρό κόμπο χωμένο σε αριστερή εσοχή, σαν του υδράργυρου ή του έρωτα το θαύμα να ανυψώνεται.