Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Τα σκαπτικά

Η ψυχρή σου σκιά καταστρέφει την γραμματική μου. 
Του σώματός σου ο απόηχος μου διαλύει το συντακτικό.  
Καμπύλες αμείλικτες διαπερνούν τις λέξεις μου 
και σπάνε τις δομές της γλώσσας. 
Η μυρωδιά σου χώνεται στα γράμματα, 
λυγίζει τις μορφές τους,
σπάει τα όριά τους, 
παραμορφώνει τα σχήματά τους. 
Αυτή η γεύση που δεν παλιώνει, τέμνει τα κόμματα, 
ανατινάζει τις τελείες. 

Μοιάζει τώρα το χαρτί μου με πόλη βομβαρδισμένη 
που περιμένει τις μπουλντόζες και τα σκαπτικά. 



Το περσινό καλοκαίρι

Το περσινό καλοκαίρι αποφάσισες
να ασχημύνεις το πρόσωπο σου,
να κυρτώσεις το σώμα σου,
να πετρώσεις το φιλί σου,
είπες
θα είναι πιο εύκολο έτσι
να χαθείς.

Φέτος πήρες το σχήμα της σιωπής.
Ένα σχήμα οξυγώνιο, απόλυτο, φριχτό.
Τριακόσιες εξήντα μοίρες αναερόβιας, ξυραφένιας, κρυστάλλινης σιωπής.

Με άφησες διαδηλώνοντας για ένα παρελθόν,
σαν να ήτανε το παρελθόν μπετό,
και όχι κάτι που πλάθεται κάθε μέρα στα χέρια μας.

Κι εγώ είπα, είπα, είπα.
Μείνανε μόνο τα άφατα να ασφυκτιούν.
Για το πριν και το επέκεινα
και το τίποτα ενδιάμεσα.

Σε κρύβω λοιπόν σε ένα κουτί
πέρα από κει που φτάνει η γλώσσα,
να μην σε ξαναπεί ποτέ κανείς,
ποτέ μη σε ξανακουμπήσει
του γράμματος η πονηρή αφή.


Φέτος το καλοκαίρι είναι φθινόπωρο.
Δίπλα, αντί για εμάς, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων
λύνει σταυρόλεξα
πάνω από τη θάλασσα.
Γελάνε
πάνω από τη θάλασσα.
Εγώ τρίβομαι στα πόδια τους,
τρώω τα αποφάγια τους,
λίγες άσπρες τρίχες,
ένα πνιχτό γέλιο,
το τρία κάθετα.
Η κυρία καπνίζει και με διώχνει με το πόδι της.
Σε μια γωνία της αυλής,
στη σκιά της φλαμουριάς,
έπαιξα το φύλλο μου και περιμένω,
το επόμενο χέρι, σπαζοκεφαλιά,
μήπως μ’ αγαπήσει ο άνεμος.

Δυο με μαγιό κολυμπάνε στα χαλίκια,
μέλισσες βουίζουν
για μια σταλιά τρυφερότητας,
πριν τ’ άγριο χέρι απωθήσει την ελπίδα τους.

Εσύ που παραπονιέσαι.
Πρέπει, λες,
να οριοθετήσουμε τη θάλασσα.
Να ξεχάσουμε κάθε κόκκο άμμου.
Να σβήσουμε κάθε αχτίδα φωτός,
καρφώνοντας ολόκληρη τη σφαίρα αυτή,
με μια πινέζα με μπλε κεφάλι,
στον πίνακα του χειμώνα.
Οργάνωση. Σημειώσεις. Καθήκοντα. Μαρκαδόροι.
Και τα στάχυα που ξεχάστηκαν;
Ποιος θα φροντίσει γι' αυτά;
Ποιο σπλαχνικό μαχαίρι θα τα κόψει επιτέλους;;;

Τρικάταρτο σκαρί πλησιάζει από τον ορίζοντα
ίσια στη στέγη του σπιτιού μου.
Πονάει τα μάτια μου η τόση ομορφιά
σου ζητώ το ελάχιστο έλεος:
μια στάλα μέλι στο πικρό ταχίνι,
μια γουλιά νερό.
Αλύγιστη βέργα ραπίζεις μάγουλα, παλάμες.
Κι εγώ ελπίζω σε κάποιο αόριστο σημείο τήξης.
Να. Τώρα σηκώθηκε αμμοθύελλα.
Να τιμωρηθούν όσοι μόνοι απόλαυσαν αυτή την ομορφιά.
Κάνω να πιαστώ από τη βέργα.
Τα χέρια πρησμένα αστοχούν.
Τα μάτια κλειστά αστοχούν.
Το στόμα καταπίνει άμμο
η τελευταία υποψία καλοκαιριού,
να καρφωθεί στο στήθος μου.