Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Στην ταβέρνα

Αναγκάστηκα.
Να ξαναφανταστώ τον κόσμο
σαν ένα κατσαβίδι.
Τυχοδιωκτισμούς σαν αυτόν,
αν και βροτός,
παλιότερα δεν καταδεχόμουν.

Αναγκάστηκα. 
Να αποδεχτώ
το φως σαν θέρμη,
και του σκληρού άστεος το κλέος,
και των χόρτων την ευλύγιστη χάρη.

Να μην τηλεφωνώ πια
τους πεθαμένους.
Αναγκάστηκα.
Και να μην ακούω
τους ζωντανούς.

Κλείστηκα τελικά κι εγώ στην ταβέρνα
να ντραπώ τον εαυτό μου που περνά απ’ έξω
κι αυτός που ξέρει,
κόλλησε ένα αξύριστο μούτρο
στο βρώμικο τζάμι,
με κοιτάζει
και σαρδόνια σιωπεί.




Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Ο Μπάστερ Σκραγκς

Ο Μπάστερ Σκραγκς αναζητά
την τρυφερότητα του τέλους.
Μα αυτή του κρύβεται.
Μεταλλάσσεται και περιμένει παλιά σαν άνοιξη.

Η λύπη του είναι μια κλωστή
δεμένη στον αστράγαλο της μάνας του.
Δεν κατάφερε να λύσει τον χρόνο.
Δεν κατάφερε ούτε τα χέρια του.

Ο Μπάστερ Σκράγκς παίζει
με τα χρώματα των σκιών
μισεί την ομορφιά του
χαρούμενος
θλίβεται

Στα χρυσάφια του μεθυσμένος
κλαίγεται
ένας μόρτης που σκάβει
ανάμεσα σε ημιθανείς
και πεθαμένους
ως που κάποτε να βρει κι αυτός
τον προσωπικό του θησαυρό.



Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Σπυρίδωνος

Τις μικρές μέρες χειμάζεται
ανάμεσα σε πόδια
παλλινδρομώντας
μετρώντας κερδισμένους ηλιόκυκλους
στο ημερολόγιο του φλεγόμενου κόσμου
άκαυτος
ή τέλος πάντων με εγκαύματα πρώτου βαθμού.

Ενδύεται βαριά σκεπάσματα,
όπως ο παλιός φίλος του με την κάπα,
χωρίς να παίρνει κανέναν δρόμο:
ούτε ασφάλτινο, ούτε ονείρου.
Μόνο καταδύεται,
καθέτως καθεύδειν
χωρίς Μιλτιάδου τρόπαια να τον γελούν
όλα τ’ ανάξια που αξίζουν, ξεχνώντας
ο ευτυχής λωτοφάγος,
αλλά φεύ!
η μέρα αργεί, όμως ξανάρχεται.


Κι έτσι όμοια βυθίζεται
κι η πόλη μας η φτιαγμένη από σκόνη
με σκόνη και πάγο πάνω της
μέχρις οι άνθρωποι να γίνουμε
όλοι μια γραμμή
και να αναστηθούμε.