Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ελάχιστες Ιστορίες - Οκτώ ποτήρια Vinsanto

Οκτώ ποτήρια Vinsanto ήπιαμε εκείνο το βράδυ.  Καλύτερα να μας άφηνε το μπουκάλι, είπε η στεγνή σερβιτόρα.  Ο κυματισμός σου ασύγχρονος και τα πόδια σου δεμένα στο τσιμέντο.  Ήταν κίτρινο το κόκκινο σε όλο τον κόσμο.  Δεν είχε απομείνει σταγόνα αίμα στη Γη.  Παραμόνο στο Vinsanto που ακόμα πιο επίμονο από σένα, έσταζε.  Ένα ακόμα, κι άλλο ένα.  Είχε κρύο.  Ανάμεσα απ' το στήθος σου κι απ' το στήθος μου.  Το Σινικό Τείχος.  Kι εσύ να τρως με αμείωτη ένταση, και όρεξη πολλή, το κάτω μέρος της Ιταλίας.  Βάλαμε δέκα τραπέζια ανθρώπους να πνιγούν σε μία λίμνη.  Τους φώναξα ανεβασμένος στην καρέκλα μου:  "Ακούστε! Είπε ναι!"  Αλλά αυτοί είχαν δει τα μαύρα πανιά.  (Δεν είχα ξεχάσει να τα αλλάξω.  Όχι.  Το χρώμα τους αστόχησα, κι έλεγα: "μνήστητί μου".)  Λυπημένοι βουτούσαν ο ένας μετά τον άλλον στο πηχτό σκοτάδι της, και πάνε όλοι.  Κανένας μάρτυρας της αφέλειάς μου δεν έμεινε αχάλαστος.  Πως μπλέκει όμως κανείς το άσπρο με το μαύρο;  Το ναι με το όχι;  Το δυνατό με το αδύνατο;  
Οι πλάκες αυτής της πόλης είναι παλιές και πάντα ολισθηρές.  Ποιος γελά και ποιος κλαίει καθώς πατινάρουμε πάνω στο γκρι τους;  Στα κρύα και στα χιόνια γυρίζω ξυπόλυτος.  Πόσο μεγάλη είναι πια αυτή η πλατεία;  Την περπατήσαμε χίλιες φορές πάνω-κάτω, απ' άκρη ως άκρη.  Στη μία μεριά στάθηκε η Αγία Δυάδα.  Στην άλλη δυο άστεγοι παγωμένοι.  Ο ένας νεκρός.  Δεν έχω άλλη αναπνοή.  Αντί για μέλι γεμίσαν πάγο οι κυψέλες των πνευμόνων μου.  Τον σπάω με το στόμα, με τα δόντια μου, αλλά δεν προλαβαίνω να μασάω.  Τρίβονται και τρίζουν και συνθλίβονται οι πάγοι αλλά πιο πολύ και πιο γρήγορα τα δόντια.  Πιο πολύ.  Κι ύστερα τελειώνουν τα δόντια...η αναπνοή.  
Νωρίτερα, το μεσημέρι, κάθησα απέναντι από μια εκκλησία.  Στην ζωγράφισα μα δεν την είδες.  Ξύλιασαν τα δάχτυλά μου να γράφω γράμματα σε ένα τεχνητά παλαιωμένο σημειωματάριο που μου είχες πάρει τον καιρό που είχε νόημα να σου γράφω.  Ακατάσχετες λέξεις.  Σύμφωνα και φωνήεντα, κυρίως φωνήεντα, για τα παλιά, τα καινούργια, και όλα τα υπόλοιπα που δεν εφευρέθηκαν ακόμα γράμματα γι' αυτά.  Μ' έναν ήλιο που απάλυνε το διατρητικό κρύο.  Που ξεγελούσε, όπως κι εσύ αργότερα το ίδιο βράδυ.  Και ήρθα στο ραντεβού στο γνωστό βιβλιοπωλείο για να στο χαρίσω και να φύγω.  Μα δεν βάσταξα.  
Ένα σύννεφο σκίζει την κοιλιά του στην απέναντι βουνοκορφή.  Είναι ένα πελώριο κήτος που κινείται στον ουρανό, κάπου μακρυά από το οπτικό μου πεδίο.  Πληγωμένο κι αδιάφορο.  Δεν βρέχει, όπως τότε.  Έχει όμως το ίδιο κρύο.  Ακούω τα διπλά βήματα στην έρημη πλατεία.  Βλέπω τους μεθυσμένους, τους άστεγους.  Ακούω ένα στέρνο να ραγίζει.  Ακούω το κρύο. Την ησυχία αυτού του πολύβοου τόπου.  Ακούω και τα λόγια που απομαγνητίσαν το άπειρο.  Και σταματώ να ταξιδεύω πια με την σπασμένη πυξίδα μου.