Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

...νηπενθές τ᾽ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων (δ221)

είναι ο κόσμος της
ένας κόσμος βιασμένος,
αφημένος να τον εγκυμονεί

ο δικός του φόρτωμα
λιμνάζει στα πόδια
γίναν πέτρες, έμεινε

ο κανίβαλος μέσα του
τελειώνει το γεύμα του
ξεπρόβαλε απαιτητικά

πήρε στο άρμα του
το σώμα και το σέρνει
γύρω απ΄ τα ψηλά τείχη

ένας άνθρωπος
κουρασμένος
μια λύπη παιδική που

κάθε φορά που κλαίει
χρεώνει το νερό
στον παλιό ανεμόμυλο

ακάματη μέλισσα
συνέλεξε και χώνεψε
κιλά μέλι πικρό

ένας κουτσός
με δυο πόδια ολόκληρα
ανεπίδεκτα βαδίσματος

γνώστης της γκάμας
των θλίψεων του
σπασμένου κόσμου

θέλησε να κερδίσει
κάποια αθανασία
στην συνείδηση τους και

πληρώνει τώρα ζωνεκρός
ακούει, γράφει, αναπνέει
τρώει, κοιμάται, πενθεί.


Ελάχιστες Ιστορίες - The mall

Μάρκαρε έναν διάδρομο έξι επί πενήντα. Έβαλε αμφίπλευρα μαγαζιά με βιτρίνες φωτεινές. Πολύχρωμα αντικείμενα. Χαρούμενες πωλήτριες. Ένα καφέ. Είπε θα ζήσει εκεί. Τριακόσια τετραγωνικά. Κόσμος να πηγαίνει και να ´ρχεται. Αποφάσισε να βηματίσει σε αυτή την αρένα για όσο χρειαστεί. Ένα ξύλινο άβολο παγκάκι να ξεκουράζει το παλιό κορμί για το λιγότερο δυνατό. Ένας καφές ή ένα σάντουιτς στο πόδι. Κι ο ακούραστος κι ο κουρασμένος βηματισμός ασταμάτητος. Δεν επέτρεψε στον εαυτό καμία πολυτέλεια. Της στάσης. Της χαράς. Της ξεκούρασης. Της λύπης. Όλα τα πλήρωσε.  Μέχρι δεκάρας. Με άπειρα βήματα σ' έναν φωτεινό διάδρομο γεμάτο ρεκλάμες, στρας, βιαστικούς ανθρώπους, πωλήτριες, και τα βράδια μονάχα ερημιά. Γερνούσε πάνω στα αυτόματα πόδια. Γερνούσε και μίκραινε. Κουβαριάζονταν στο σώμα ενός γερασμένου παιδιού. Φοβόταν όλο και πιο πολύ. Πήρε να ξηλώνει την μπλούζα. Έφτιαξε πετονιά. Έβγαλε με μια τανάλια τον κυνόδοντα. Πάντα περπατώντας, τον έδεσε στην άκρη του νήματος για αγκίστρι. Κι άρχισε να ψαρεύει στο πηγάδι που φύτρωσε στο κέντρο του κύκλου. Κάθε μέρα πιο γυμνό το σώμα. Κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά το αγκίστρι. Τελειώσαν οι κλωστές. Δεν τέλειωνε το βάθος. Κι όλο κατέβαζε το δόντι. Κι όλο γυμνωνόταν. Αν κάποιος έκανε μια σούμα της βόλτας, θα ήταν θόρυβοι, γυαλισμένα παράθυρα και μυρωδιά άζαξ, μουρμουρητά περαστικών, σιωπή μακρά, αγωνία για την κανονικότητα, συντονισμός με τον πόνο, ξηλωμένα σώματα, βγαλμένα δόντια, αίματα στα γυαλισμένα πατώματα. Τα παπούτσια λιώσανε. Τα πόδια λιώσανε ως τα γόνατα, μα εκεί. Να επιμένει. Δεν έμειναν πια πόδια. Κι ύστερα με τα χέρια βόλταρε μηχανικά γύρω γύρω μέχρι που ξέφτισαν οι καρποί και οι αγκώνες κι έμεινε σε μια γωνία να κοιτάζει μέχρι που ξέφτισαν τα μάτια.