Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Το μοτέρ

Βουίζει το μοτέρ του ψυγείου
Ζέστη αφόρητη 
Πονάνε τα μάτια μου
Άφησα μια γλάστρα έξω να ξεραίνεται 
Ακούω τα φύλλα της να πέφτουν 
Άφησα κι ένα δέντρο μέσα να μεγαλώνει
Ακούω τις ρίζες του να τρίζουν πάνω στα κόκκαλά μου. 

Το μυαλό μου αναπηδά στους τοίχους σαν μπάλα από καουτσούκ. 
Σκουπίζω τον ιδρώτα με την πλάτη του χεριού 
Το βουητό πλαισιώνει την ασφυξία μου
Είναι όμως μια τρυφερή ώρα αυτή
Θ´ αγκαλιάσω τα μαξιλάρια μου κι ίσως...

Θέλω να ονειρευτώ την άρση 
Το τελευταίο κύμα της τρικυμίας
Έναν χορό με το παλτό μου


Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Φωτογραφία στα Κύθηρα

Τι υπέροχο που είναι να περιμένεις τον εραστή σου
για να καθρεφτιστείς όμορφη στα μάτια του!

Τέσσερις και τέταρτο.
Σε δυο αιώνες θα φανεί!!
Θα κρατάει μέλι στα χέρια του
και ένα κεφάλι λιονταριού θα ´χει καπέλο.

Θα του δοθείς, όπως η άνοιξη στη γη.
Θα σε θερίσει μ´ ένα σκουριασμένο εγχειρίδιο.

Έχουν τα χέρια του λέπια.
Και τα μάτια του ανοιγοκλείνουν νωχελικά.
Κουβαλάει δυο τσουβάλια γεώμηλα
ριγμένα αμφίπλευρα στις πλάτες του.
Βλέπει κόκκινο τον κόσμο.
Και μαύρη, τόσο μαύρη, 

την δική του αντανάκλαση
σε όλα τα στιλπνά αντικείμενα.


Ααααχ, τι όμορφο το χαμόγελό σου
όταν του κρατάς τα μαλλιά!!

Δώσ' του τα δικά σου να πνιγεί.
Δεσ' τα κόμπο γύρω από τον κλειστό,

τον άχρηστο λαιμό του.
Ας τον να κρεμαστεί απ´ το μπαλκόνι σου.
Πλύνε το σώμα του μετά.
Καθάρισε όλα του τα βάρη.
Βάλτον σε στοίβα ξύλινη και κάψε τον.


Είναι αργά.
Ησύχασε ο κόσμος.
Αναπνέεις απαλά, παραδομένη.
Όμορφη!  Όμορφη μέσα στον ύπνο σου!
Όμορφη και μυρωδάτη δίπλα στο σώμα του.

Νεκρός, καμένος, σχεδόν στάχτη εκείνος,
ακόμα σ´ ονειρεύεται.
Κουνιούνται τα μάτια κάτω απ´ τα κλειστά του βλέφαρα.
Κοιτάζει την φωτογραφία σου.
Αυτή που του στέρησες.
Αυτή με τα ριγμένα καστανόξανθα μαλλιά που κρύβαν το μισό πρόσωπό σου.
Θυμάσαι;
Θυμάσαι.


Κάποτε θα πάρεις το απατηλό στιλέτο
Θα το περάσεις από το ένα του αυτί στο άλλο
Θα του σβήσεις όλες του τις μνήμες
Θα του σβήσεις όλες του τις αισθήσεις
Θα του αφήσεις μόνο ένα όνομα
Και τα μαλλιά σου.
Μέχρι τότε θα καίγεται.

Κι εσύ θα χαμογελάς στον άλλο.
Θα καθρεφτίζεσαι όμορφη στα μάτια του.
Θα είναι πάντα τέσσερις και τέταρτο.
Θα τραφεί για λίγο κι αυτός από τον ιδρώτα σου.
Αυτόν ξόδεψέ τον.  Δεν πειράζει.  

Τάιζε για λίγο το ασήμαντο δίπλα. 


Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Καφενείον "Λουξ"

Τι ψάχνει να βρει, η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα;
Τι θα βγάλει από εκεί;

Ένα λεπτό χέρι χορεύει στα σπλάχνα της.  
Κάποιον αναπτήρα;
Μα δεν καπνίζει. 
Ένα στυλό για κάποια σημείωση;
Μα δεν έχει τίποτα σκεφτεί και τίποτα δεν θα ακούσει. 

Τι ψάχνει να βρει, η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα;
Τι παλεύει ν' ανακτήσει;

Κάθεται μόνη στο μαρμάρινο τραπέζι με τις ψάθινες καρέκλες. 
Ανακατεύει μια ξεφούσκωτη, πολυκαιρισμένη τσάντα. 
Ο κόσμος του καφενείου την κοιτά. 
Μήπως το κινητό της;
Μα δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα. 
Είναι 1960. 
Και είναι ανήκουστο για μια γυναίκα να κάθεται μόνη, 
σ´ ένα μαρμάρινο τραπέζι με ψάθινες καρέκλες. 

Τι να κρύβει η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα της;
Ποιο μυστικό την τυραννά;

Ψάχνει και ψάχνει, 
(κάνει περίεργους θορύβους το τίποτα)
με απόγνωση σχεδόν κι ύστερα να!!!
Βγάζει ένα κόκκινο μπουμπούκι τριαντάφυλλο 
και τ´ ακουμπάει στο άσπρο μάρμαρο. 


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Οι σκλάβοι

Είναι δυο άνθρωποι δεμένοι μεταξύ τους. 
Όχι με σχοινί.
Ούτε με αλυσίδα.
Έχουν μια βέργα μεταλλική και άκαμπτη, δυο μέτρα μήκος.
Έχουν χοντρούς μεταλλικούς κρίκους στο λαιμό.
Και την βέργα ανάμεσά τους.

Οι άνθρωποι αυτοί,
κάποιας μορφής ιδιότυπης σκλάβοι,
ζουν χρόνια ο ένας κοντά στον άλλον
σε αυτή την σταθερή απόσταση.
Δεν πλησιάζουν.  Δεν μπορούν άλλωστε.
Δεν αποχωρίζονται.  Δεν μπορούν να χωριστούν.

Ζουν, μεγαλώνουν, τρώνε, κοιμούνται, κάνουν σεξ
κοιτάζοντας πάντα ο ένας τον άλλον.
Άλλοτε με αποστασιοποιημένο βλέμμα.
Άλλοτε με πολλή αγάπη.
Και πάντα με απόγνωση.

Πολλές φορές ο κρίκος στον λαιμό στενεύει και τους πνίγει.
Τότε,
πάνω στον πανικό τους,
πότε προσπαθούν να απομακρυνθούν
και πότε παλεύουν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον.
Να αγκαλιαστούν.  Να κλάψουν.

Όταν κρίκος είναι πιο χαλαρός καταλαγιάζει η απελπισία.
Και ζουν στα σπίτια και τις δουλειές τους.
Βγαίνουν με τους φίλους τους ο καθένας και διασκεδάζουν.
Πάντα δίπλα-δίπλα βέβαια.
Είναι σιαμαίοι αλλά δεν έχουν καμία σωματική επαφή.

Ψέματα!
Θυμάμαι κάποιες ελάχιστες φορές που τους είδα
- θεϊκή συγκυρία -
σε κάποιο οριακό λύγισμα του κορμιού τους,
σε σχεδόν αυτοκαταστροφικές διατάσεις των χεριών και των ώμων τους,
να αγγίζονται ελάχιστα, με τ' ακροδάχτυλά τους.
Σε εκείνες τις άπειρα μικρές στιγμές πίστεψα ότι υπάρχει Θεός.

Όμως κοίτα να δεις ειρωνεία!
Αυτές οι στιγμές ακριβώς, αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει.  


Αφού έτσι είναι...

Σε περίμενα σε πείσμα των καιρών.
Ξεραμένος ως τη ρίζα, αλλά ελπίζων. 
Ήρθαν μύριοι. Φύγανε. Δεν ήρθες. 

Σε περίμενα σε πείσμα του εαυτού μου. 
Ηττημένος, εμπαθής, ειρωνικός. 
Κύματα οι μέρες. Φύγανε. Δεν ήρθες. 

Σε περίμενα Μεσσία και λυτρωτή, έλα. 
Ακατάλυτη η ενοχή μου, σώσε με. 
Ξέφτισε τ´ αισθήματα ο αέρας. 

Δεν θα ´ρθεις.


Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Σαν μωράκι

χαρακίρι κάνει κάθε νύχτα
εκπαιδεύει τον πόνο της
μ' ένα στομωμένο στιλέτο στο στομάχι

το πρωί σηκώνεται
κι είναι όλα στην θέση τους
κι αναίμακτα

όμως κάθε βράδυ λούζει το κρεβάτι της στο αίμα
ακονίζει τα σπαθιά της στις φλέβες της
σπάει ένα ένα τα δόντια της πάνω στα κόκκαλά της

Υστερα, κοιμάται ελαφρά σαν μωράκι


Αμνήμων έρωτας

Ο έρωτας δεν έχει μνήμη.
Δεν έχει παρελθόν. 
Ζει είτε άχρονος, 
είτε σ´ ένα μαρτυρικό παρόν. 

Ο έρωτας δεν έχει απόσταση. 
Στέκεται δίπλα σου. 
Ακούραστος, άγρυπνος  
Είτε είσαι μόνος ή με παρέα. 

Ο έρωτας δεν έχει σχήμα. 
Δεν έχει όριο. 
Είναι μια ακαθόριστη υπόσταση. 
Μια ευμετάβλητη αοριστία που καταλαμβάνει τον υπάρχοντα χώρο. 

Ένα παιδί είναι ο έρωτας. 
Άγραφο. Εριστικό. 
Απροστάτευτο. 
Μόνο. 


Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Φωτάκι

Κάθε βράδυ εκπέμπω
Γίνομαι ένας πομπός απελπισμένος 
Γίνομαι ένα αδύναμο φωτάκι κόκκινο 
Κι εκπέμπω προς το άγνωστο 
Ψάχνω έναν οποιονδήποτε δέκτη
Ένα μάτι φιλεύσπλαχνο 
Ένα αυτί πονετικό
Να φωτίσω το ανάλγητο σκοτάδι ψάχνω 

Κάθε βράδυ αρνούμαι 
Να κλείσω τα μάτια αρνούμαι με πάθος
Να κλείσω τα χέρια αρνούμαι με πάθος

Είμαι μια σημαδούρα χωρίς σχοινί
Παρασυρμένη στη μέση μιας μαύρης θάλασσας
Ξεθωριασμένη από τον ακούραστο ήλιο των ημερών 
Αποφασισμένη να σημάνει
Αλλά τι;  Για ποιον;  Και γιατί;
Τσαλαβουτάω
Δεν βουλιάζω και πάω παντού και πουθενά
Δεν έχουν τιμόνια οι σημαδούρες
Δεν έχουν προορισμό

Κάθε βράδυ διαλέγω από την κάβα μου το πιο ακριβό μου μπουκάλι κρασί
Αδειάζω το κρασί στο νεροχύτη 
Τρυπάω στο σώμα μου ένα μήνυμα
Με τυλίγω και με ρίχνω στο μπουκάλι
Βάζω τον φελλό μη ξεθυμάνει η πίκρα μου
Με πετάω στη θάλασσα

Δεν είμαι σώμα
Είμαι χαρτί

Δεν είμαι σώμα
Είμαι μια έρημη σημαδούρα 

Δεν είμαι σώμα
Είμαι πομπός

Ένα αστείο φωτάκι μικρό
στην καρδιά μιας αιώνιας, πυκνής νύχτας
που ξαγρυπνά ακούραστα. 


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Ένα ποτήρι

Να κρατάς τα χαμόγελά σου για το βράδυ. 
Να τα αφήνεις τότε και να φωτίζεται ο τόπος.
Μην τα ξοδεύεις, τα γυαλισμένα καλοκαιρινά πρωινά.
Χάνονται στον ήλιο κι είναι κρίμα.

Να πικραίνεσαι τις πίκρες σου την ημέρα.
Στο φως να τις απελευθερώνεις να αλαφραίνει το μέσα σου.
Πάντα τη μέρα.  Συρρικνώνονται.  Μαραζώνουν.
Τα βράδια θεριεύουν και γραπώνονται σφιχτά απ' τον λαιμό σου.

Να σε κοιτάζω, τόσο λαμπρή και διάφανη, και ν' αναρωτιέμαι
μιας τέτοιας Χάριτος ποια μοίρα της ταιριάζει πιο πολύ;
Να την απατήσεις με μια επόμενη; 
Ή να την απατάς, σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα,
με τον εαυτό της;

Αλλά πάλι, τι με αφορούν εμένα αυτά τα ερωτηματικά κι αυτές οι σκέψεις;  
Εγώ είμαι ένα ποτήρι πήλινο. 
Πιες ένα κρύο νερό και πέταξέ με στο χώμα να σπάσω. 


Τοπογραφικό

Τα άλογα να σωπάσουν.
Φτάνει τόσος και τέτοιος καλπασμός.
Τόσος ιδρώτας και φλέβες πεταγμένες.
Φτάνει τόσος αγώνας.

Τα σκυλιά να σωπάσουν.
Όχι άλλα ουρλιαχτά στη μέση των νυκτών.
Τόση αγωνία, τόσοι λυγμοί απ´ τα βάθη των λαιμών τους.
Όχι άλλη πείνα ακούραστη.

Τα πουλιά να σωπάσουν.
Να τους βγάλουν τα εύηχα λαρύγγια τους.
Να τους βγάλουν τα έγχρωμα φτερά τους.
Να σταματήσει η γλύκα τους να ρέει αχρέωτα στον κόσμο.

Τα σκουλήκια να σωπάσουν.
Τα άκοπα δόντια τους να στομώσουν.
Τα ευλύγιστα σώματά τους να παγώσουν.
Να πάψει πια το μέσα της γης να οργώνεται έτσι αναίμακτα κι οδυνηρά.