Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Του Μπωντλαίρ

Και κάτι ανύποπτα απογεύματα
παίρνω ένα πιστόλι και πυροβολώ τη ζωή μου.
Αυτό το λιγότερο που απομένει
το ξαναονοματίζω.
Πεθαίνω όσο καλύτερα μπορώ.
Όσο γίνεται να πεθάνει κανείς πριν πεθάνει.
Βρικολακιάζω και ξαναζώ.
Σε διήρη σκηνικά κωπηλατώ μόνος, ανισόρροπα,
μάταιους κύκλους.
Τι να θέλω; Και τι έχει σημασία;

Λουλουδάκι του κακού ολάνθιστο και ακμαίο.
Μια μυρωμένη κόλαση.
Τη δηλωμένη ανθοφορία ταράζουν κάποτε τα καθαρά νερά.
Αλλά δεν πτοούμαι.
Τα λασπώνω και συνεχίζω να ανθίζω και να καρποφορώ.
Τα εύκρατα εδάφη σας να τα προστατεύετε.

Δεν είναι παίξε-γέλασε η ασυγκράτητη φύση μου.


Το αγόρι που δεν είχε χέρια

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα μικρό αγόρι
που δεν ήξερε πως ν´ αγκαλιάσει. 

Μια ιστορία για ένα αγόρι 
χωρίς χέρια. 
Κι ένα πουλί με μάτια μαύρα 
τυφλά. 

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα σκυλί 
που τρόμαζε τους ανθρώπους.

Μια ιστορία για ένα σκυλί
φοβισμένο. 
Κι ένα μαχαίρι με αίματα 
δικών. 

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα χάπι αυπνίας 
κι ένα φωτάκι νυκτός,

αλλά αυτή είναι μεγάλη ιστορία...