Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ελάχιστες Ιστορίες - Αναζητείται... ιδιοκτήτης

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτής της θλίψης;
Πήγα κι έβαψα τα μαλλιά μου κι η μπογιά αυτό το γέρικο, κίτρινο γκρι που συναντά κανείς στους τοίχους των νοσοκομείων, στα βρώμικα τραπεζομάντηλα των καφενείων ή στα νύχια παλιών καπνιστών.   Ένας κάμπος καπνά, άφιλτρος Άσσος σκέτο, τυλίχτηκε στο κεφάλι μου κι η αμμωνία του μου 'καψε τα ρουθούνια, κι οι χρωστικές του ρουφήχτηκαν με μανία από τους θύλακες των τριχών μου για να ξεραστούν από κάθε μία τους, αλλάζοντάς τους όψη και ουσία, σε μια νύχτα.  
Δεν είναι μονάχα η ήττα του χρόνου, που συνθλίβει το κάθε σώμα.  Είναι πιο πολύ μια σύγκρουση συντριπτική, ακαριαία.  Μια προσπέραση, μια έξοδος στο αντίθετο ρεύμα κι ένας εκκωφαντικός κρότος από σπασμένα γυαλιά, τσαλακωμένες λαμαρίνες, πλαστικά παραμορφωμένα, καμένα λάστιχα.  Είναι η ταχύτητα της πτώσης, ο ρυθμός του γήρατος, το αστραπιαίο, η καμπή, το οριακό εκείνο που μεταλλάζει το ζωντανό μαύρο σε άσπρο σκληρό, ατσάλινο, πεθαμένο.

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτού του αίματος;
Τραβώ γραμμές στον μηρό μου κάθε πρωί πριν σηκωθώ απ' το κρεβάτι.  Σαν φυλακισμένος μετρώ τις μέρες μου μ' ένα ξυράφι απελπισμένου κοριτσιού.  Λένε οι ειδικοί πως χρειάζομαι νέες νευρικές συνάψεις, άσκηση και διατροφή.  Μα εγώ σκέφτομαι τα αυτοκόλλητα κρεμαστάρια πίσω από την πόρτα.  Το πουρί της λεκάνης.  Τον δρόμο με τους κάδους ανακύκλωσης.  Το σπασμένο ράφι στο ψυγείο κι ότι θα χρειάζεται πάλι απόψυξη.  Το δικτυωτό μπαλκόνι και το καινούργιο αποτύπωμα στο κρεβάτι.  Τα έρημα ρούχα μου.  Στο τελευταίο συρτάρι.  
Οι νύχτες είναι ήσυχες μα το ξημέρωμα, με το πρώτο φως ξεκινάω πάντα την ραπτική.  Περνάω με μπεταντίν το καθαρό δέρμα.  Γράφω τη γραμμή της ανατέλουσας μέρας στο μηρό, κι ύστερα με μια καμένη βελόνα ράβω επιδέξια το καινούργιο άνοιγμα.  Κοιτάζω μετά τα χτεσινά ή κάποια παλιότερα ράμματα, σκαλίζω άτσαλα και σπάζω μερικά και με τα λερωμένα χέρια μου σκεπάζομαι και βυθίζομαι στο προηγούμενο, το καθεβραδινό μου όνειρο.  

Σε ποιον ανήκει το βάθος αυτού του χρόνου;
Σκάβω το στομάχι μου και το φτυάρι βαθαίνει τόσο που δεν υπάρχει πια ενδεχόμενο φωτός ή επιστροφής.  Λένε οι φίλοι πως είναι λάθος η κατεύθυνση.  Κι εγώ παρακαλώ να είναι λάθος γιατί τα χέρια μου μόνο στο βάθος αυτό συντονίζονται κι αλλιώς τρέμουν.  Δεν μιλάω στη βροχή ούτε την ακούω πια.  Δεν μυρίζω τον άνεμο.  Τα μάτια ξεθώριασαν.   Το καινούργιο μου παλιό βασανιστήριο εφαρμόζω.  Μιλάω στον εαυτό μου κι είναι τα λόγια μου δάχτυλα λερωμένα που σπάζουν ράμματα και χώνονται να δροσιστούν σε παλιές και νέες πηγές.
Το κινέζικο προξενείο, μια στάση άχαρη, ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα αισθήματα, φαρδιοί δρόμοι απλόχωροι, έχει συνήθως παγωνιά στο στομάχι μου, έχει συνήθως πέτρες στα πόδια μου, πρέπει να πάρω το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ-λαμπατέρ στο κομοδίνο μου, μα που να το πάω;  Που να το παρκάρω;  Η Πλάτωνος με ρωτάει αν έκανα αυτοσυντήρηση; Πόσος καιρός, πόσο μελάνι, σε ποιον ανήκουν όλα αυτά;