Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Οι κήποι

Αυτή η κοπέλα με το άυλο σώμα
σκοντάφτει κάθε τόσο στα κλειστά μου μάτια.
Το κοραλλένιο γέλιο της κυλάει στα σκοτάδια μου σαν κέρμα ακριβό και τ' ανοίγει.
Το βλέμμα της γεμίζει ξέχειλα την κανάτα μου κρασί βελούδο κόκκινο.
Έρχεται σαν λέξεις διάσπαρτες, κρυστάλλινες, σ' ερημικά τοπία άνυδρα.
Μοσχοβολάει η μνήμη και γίνονται όλα ένα κι ολόκληρο.
Χώρα φιλόξενη. Κρεβάτι μαλακό. Δροσερό ποτήρι νερό.

Φτάνει το βράδυ.  Υπαινίσσεται ένα καλοκαίρι που έπεται στα σίγουρα.  Ακόμα και για τους ανέτοιμους.  Ακόμα και για τους ανάξιους.  Τους ψεύτες.  Τους απατηλούς.  Αυτή η κοπέλα. 

Χρυσές κλωστές αφήνουν οι φλόγες των μαλλιών της.  Σχήματα ακανόνιστα που ορίζουν το περιβάλλων σκοτάδι. Μια αεικίνητη μυθοπλασία.  Μια θάλασσα ανερμήνευτη.

Αυτή η κοπέλα εισβάλλει κάθε τόσο στους καμένους τόπους μου.
Παίζει την Περσεφόνη στα θέατρα που στήνω σε κάτι τεράστιες κι άδειες σκηνές που ανοίγω στον αφαλό μου.  Χωρίς σκηνικά.  Χωρίς ηθοποιούς.  Χωρίς φλύαρους θεατές.  Κι όταν το έργο πάει να τελειώσει, βρίσκω ένα όνειρο μέσα στο όνειρο, μια βαθύτερη παραμυθένια παραμυθία, κι αφήνομαι να με τραβήξει πιο κάτω.  Κι όλα τα καίω.  Όλα, για να συναντιόμαστε σε κάτι τεράστιες κι άδειες σκηνές που ανοίγω στον αφαλό μου.  Και να μ' ανθίζει όλο βαθύτερα.