Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Η λύπη

Η λύπη μας είναι κάστρο ψηλό
Στεκόμαστε στις πολεμίστρες κι αγναντεύουμε 
πεδία μαχών να ματώνουν και κορμιά να ξεψυχούν.
Η λύπη μας είναι βουνό ψηλό
Στεκόμαστε στα πόδια του και βαριανασαίνουμε
το σπρώχνουμε, το κλωτσάμε, κλαίμε, μα δεν πάει πουθενά.
Η λύπη μας είναι μαύρο νερό
Πίνουμε, πίνουμε, πίνουμε δεν ξεδιψάμε
Καιγόμαστε, πίνουμε, και δεν μαθαίνουμε ποτέ. 
Η λύπη μας είναι καιρός πολύς
σε λίγο χρόνο μαζεμένος αίφνης που μας πρόλαβε
απροετοίμαστους, μωρές παρθένες, και μας προσπέρασε.



Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Ελάχιστες Ιστορίες - Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων, σελ. 200120

Αυτές τις μέρες τις βαριές, που σέρνονται σαν χειμωνιάτικοι μήνες ολόκληροι, προτιμώ να τις περνώ κλαίγοντας.  Να θυμάμαι τον πόνο του Ανθρώπου και να κλαίω λες γι’ αυτόν, ή έστω για ένα ελάχιστο κομμάτι του αιχμηρό, που τώρα το νιώθω καρφωμένο στο πλευρό μου.  Ξυπνάω με εφιάλτες εγκατάλειψης, έντρομος μπροστά στην δικτατορία του λογικού, παρατημένος στα πόδια των υποθέσεων.  Έχει ήλιο.  Αλλιώς θα πέθαινα από την αβάσταχτη πίκρα στα στημένα κίτρα.  Φυσάει.  Αλλιώς θα πέθαινα από την άπνοια που έπληξε τα πανιά μου και το στήθος μου.

Κοιτάζω τριγύρω με οξυμένες αισθήσεις.  Ακούω περισσότερα.  Βλέπω περισσότερα.  Και πάλι δεν καταλαβαίνω.  Το θρυμματισμένο γόνατο τη ζωής και το ισχνό μου μπαστούνι στις λάσπες αγωνίζονται να τρέξουν τα εκατό μέτρα από το τέλος ως την νέα αρχή.  Το μυδράλιο βάλει με φωτογραφίες, με ήχους.  Μια ταινία παίζει στην οθόνη πίσω από την πλάτη μου κι εγώ νιώθω να τρελαίνομαι μέσα στη μέγκενη μιας θύελλας εικόνων.  

Σου γράφω γράμματα προσωπικά.  Σου λέω καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα και για τον Σαμ που με κοιτάζει κάθε πρωί αντανακλαστικά θλιμμένος και χαϊδεύεται στα πόδια μου όποτε έρχομαι κι όποτε φεύγω.  Στα νύχια του ίσως έχει ακόμα ψήγματα από το νέο σου μπλουτζίν κι ίσως αυτός να σε θυμάται σαν ένα παιχνίδι του δευτερόλεπτου.  Ναι, εφτιάξα το δόντι μου.  Εδώ έχει κρύο.  Χωρίζει ο Βαγγέλης με την Σάρα.  Θέλω να μιλήσω στον πατέρα μου αλλά δεν ξέρω τι να του πω.  Θέλω να μιλήσω στην μάνα μου αλλά πάλι θα με προδώσει.  Ο αδερφός σου πως είναι;  Εκείνο το πρότζεκτ;  Ξέρεις από πόσους δρόμους φτιάχνεται η ζωή; Ξέρεις από πόσα καρφιά σταυρώνεται το κάθε μας όνειρο;  Είδα τις προάλλες το πιο σκληρό σου πρόσωπο.  Μήπως δεν θέλεις πια;  Μήπως δεν αγαπάς;  Έχει κρύο πάνω;  Να μην βγάζεις το μπουφάν στον ήλιο.  Να μην γυρνάς πολύ αργά το βράδυ.  Κοιμάσαι; Πίνεις νερό;

Με μια πεταμένη γόπα λες και κάψαμε όλη την γη.  Σου είπα μια καλησπέρα κι έναν πόνο.  Και ’σύ πήρες το ψαλίδι κι έκοψες ό,τι βρήκες.  Πριν φύγεις ξέχασες να με κουρέψεις. Δεν ξέχασες όμως να με διαλύσεις σαν παζλ χιλίων τεμαχίων που ξεκρέμασες από τον τοίχο.  Με κοιτάζω στο πάτωμα και δεν βγάζω άκρη.  Τίποτα δεν ταιριάζει με τίποτα. Γράφω μόνο μικρούς επικήδειους και τους εκδίδω για μια δραχμή το τεμάχιο.  Το σώμα μου σπαρταράει ξαφνικά από ριπές κρύου.  Παιδικό παιχνίδι.  Ένα μαϊμουδάκι του τσίρκου, μ’ ένα κόκκινο κοντό παντελονάκι, που τρελάθηκε και στριφογυρίζει στο πάτωμα χτυπώντας μικροσκοπικά κύμβαλα που βγάζουν έναν οξύ, φτηνό, τσίγκινο ήχο.

Πιο πολύ κλαίω, που τέλειωσε η αγάπη μέσα σου.



Στον χώρο ανάμεσα

Μεταξύ τους υπάρχει μαχαίρι. 
Εκεί κόβονται όλοι οι πύργοι
ανεξαρτήτως ύψους.
Υπάρχει και μια ακμή 
εκεί κρίνονται όλες πατούσες
στης κόψης τους το βάθος 

Και το πουλί που κρύβει
στο κλουβί του στήθους του
και το κόκκαλο κάτω
απ’ το δέρμα των ποδιών.


Ανταλλάσσουν και κρατούν
καθ’ εκάστην εορτή και αργίαν
παλιές απώλειες 
σε νέες συσκευασίες.

Την ακμή βάζουν ανάμεσα τους 
κι αυτό το κούφιο μαχαίρι της το σκοτεινό. 
Με παλίνδρομες μεταφορές 
μεταξύ στομάχου και στόματος
ασκούν καθήκοντα προπονητού 
και δασκάλου. 

Κάθε μέρα μια παράσταση.
Κάθε νύχτα μια κωμωδία ή μια τραγωδία. 


Άλογα

Στην πίσω αυλή μου φύτρωσαν άλογα
τα βράδια ακούω τα χλιμιντρίσματά τους
μα δεν τα βλέπω ποτέ.

Κλείνω τα μάτια μου κι αυτά καλπάζουν
στο κλειστό μου στήθος ανεμίζοντας τις χαίτες τους
παντιέρες κόκκινες, λευκές, μαύρες.

Στην πίσω αυλή μου τα ταΐζω τα άλογα
μ' όλα τα δηλητήρια στα μήλα μου κι όλη
την πίκρα μου στην ζάχαρη.

Ανοίγω την αγκαλιά μου στον φρενήρη καλπασμό τους
κλαράκι ξερό να με τσακίσουν, μα δεν με βλέπουν,
ούτε πεθαίνουν, να σωπάσει αυτός ο θάνατος.



Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Τα λουλούδια

Κι είπα να 'ρθω να σε βρω
Να σου δώσω κλειδιά, στρατό, γη και ύδωρ
και πριν να χτυπήσω μια Παρασκευή την πόρτα σου, σου 'στειλα
φρούτα από απέραντους οπωρώνες που 'χαν χαϊδέψει οι μέλισσες
μέλι πολύβουο και σιωπηλό που 'χε ταξιδέψει τις εφτά θάλασσες
αλάτι μανιασμένο, τρικυμιώδες, κρουστό που 'χε ευφραίνει βασιλείς και φτωχούς
επαίτη-τραγούδι των πρώτων μου χτύπων την πολύχρωμη μοναξιά
κι έναν κόκκο άμμου απ' του σώματος την ακατοίκητη ερημία  
-αγγελιοφόρους και υποτακτικούς, λέξεις, χρυσά κουτιά στα πόδια σου
δώρα για γιορτή και μαντήλια μαύρα μεταξωτά για μοιρολόι
των συνόρων μου τα κατατρυπημένα συρματοπλέγματα μαξιλάρια να μην κουράζεσαι-
γιατί εκεί που επιτέλους με λεηλατούσες κατά τα ειωθότα,
αίφνης δια ασήμαντον αφορμή, χάθηκες...


Κι είπα να 'ρθω να σε βρω
με δυο ντουζίνες ερωτήσεις λουλούδια, τα πιο πολλά γιατί,
και μια αγκαλιά μεγαλύτερη από όλα.



Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Οι πολυκατοικίες του Μονάχου

Ένας άνθρωπος
κρεμιέται τα βράδια
από το αμίλητο βλέμμα του
στη μέση μιας συστάδας
πολυκατοικιών
και πάνω στα ασύμμετρα
αναμμένα παράθυρά τους
αναμετριέται
με το μη μετρήσιμο
και με το ύψος του

Ήλιοι συνθλίβονται
στο πέτρινο στομάχι
κι η μαύρη τρύπα που τον ρουφάει
από τα πόδια ως το κεφάλι
λουλούδι κυτταρικό ανθίζει
στο σκοτάδι φωσφορίζοντας
με όλα του τα φώτα σβηστά
στύβεται στην κλειστή γροθιά του
και βγάζει αιθέρα και αίμα

Στο σύνορο του δέρματός του η αναπνοή της,
μια στριμωγμένη προσδοκία
πάλλεται σ’ ένα σώμα αλάβαστρο
κι αυτός μια κοιτά το αγαπημένο άγαλμα
και μια μιλά στα κοιμισμένα πουλιά του κεφαλιού της
για το νερό που ταξιδεύει
και την επιθυμία που σκουριάζει,
στα παιδικά γόνατα
και στους γέρους ώμου του

Πλαγιαστοί δείκτες στο χέρι,
κάτι κόκκινα γράμματα
υποφωτίζουν το κουτί τους,
το απέναντι πάρκινγκ αναβοσβήνει ακανόνιστα,
δίπλα του η ζεστασιά της
μαγνητίζει το μεταλλικό σώμα του,
παρέες στους δρόμους
σκόρπιες φωνές γρατζουνούν την νύχτα,
καθώς τα άκρα του, άγρια τριανταφυλλιά,
τυλίγουν την θέρμη της

Ως αύριο προλαβαίνει
να σφίξει τις ανάσες βαθιά στα πνευμόνια του;
Ως αύριο προλαβαίνει
να αποθηκεύσει την ζεστασιά στο παγωμένο μέταλλο;
Ένας μακρύς αναερόβιος χειμώνας
απλώθηκε αιφνίδια στα πόδια του.
Κάλυψε η θύελα παράθυρα, πολυκατοικίες,
κινέζικους κήπους και βαυαρικές παμπ,
το ρολόι στην Marienplatz,
τα μάτια του, τα μάτια του,
το στόμα του μυρίζει χιόνι λασπωμένο
για να ζήσει καταπίνει την χιονόπτωση
αχόρταγα
να φάει το λευκό, να φάει το παγωμένο,
να φάει την πίκρα του χώματος,
ακόμα έναν θάνατο βαρύ
πριν τον θάνατο.

Τώρα στέκει θαμμένος στην βάση
μιας γερμανικής πυραμίδας
Μ’ όλα του τα κτερίσματα στα χέρια
εκείνο το κουτί που μέσα του άφησε τ΄αριστερό πλευρό του.
Το κουτί που κοιτάζει το πάρκινγκ
Το κουτί με το άβολο κρεβάτι
Το κουτί με την αγαπημένη ρουτίνα
να πας στο σουπερμάρκετ για τα καθημερινά,
να πάρεις το τραίνο για μια πόλη μαγική,
να πάρεις το μετρό για μια βόλτα στην αγορά
να γελάσεις στον δρόμο των ποδηλάτων
να πιεις καφέ απ’ το μηχάνημα στο ισόγειο
να περπατήσεις ανάμεσα στις πολυκατοικίες του Μονάχου
να φτιάξεις μια απλή ζωή.



Αινίγματα

Το πρωί εγωπαθές, ιδιοτελές, φτιάχνει ισοζύγια στο παζάρι. 
Το μεσημέρι κτητικό επενδύει κόπους, θυσίες, σπορές.
Το βράδυ τα προϋπολογισμένα και τα κεκτημένα απαιτεί.

Τι είναι;

_________

Το πρωί τρέφει, νανουρίζει, φροντίζει.
Το μεσημέρι χτίζει, προστατεύει, θωρακίζει.
Το βράδυ χαρίζει κι εγκαταλείπεται.

Τι είναι;

_________


Το πρωί ανυποψίαστα γελάει και χαϊδεύεται πονηρά.
Το μεσημέρι απλώνεται μυστικά και κατακτά.
Το βράδυ στον πιο σκληρό βράχο ξυπνάει και πεθαίνει ή ανθίζει.


Τι είναι;

__________



Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Ποτάμι

Ξοδεύεται το ποτάμι
στην θάλασσα
σαν να μην τελειώνουν γρήγορα όλα
αφήνεται
στην θάλασσα
που ποτέ δεν 
καταλαβαίνει
και πότε δεν άκουσε
καμιά 
προσευχή

Μεγαλοπρεπής κωφεύει
και το δέχεται σαν τίποτα
και σε τίποτα δεν αλλάζει
εκτός ίσως
από μιαν ανεπαίσθητη γλύκα
στα ρευστά πόδια της

Κι αυτό,
τώρα πια βουβό,
ξοδεύεται
χωρίς φρούδες
ελπίδες ονείρων.



Το δωμάτιο

Με πέταξες σ‘ ένα σκοτεινό δωμάτιο
με τα σβηστά φιλιά σου
κρεμασμένα από το ταβάνι
να σκοντάφτω πάνω σ’ έπιπλα
και τα πεταμένα ρούχα
στο πάτωμα.

Σ’ αυτό το κουτί σαν γάτες
είπαμε ότι υπήρξαμε
επειδή τα φώτα κάποιας πόλης
ήταν αναμμένα
και μια σφαίρα γύρισε μια φορά
ίσα για να πούμε ότι ζήσαμε έστω ένα βράδυ
κι ας μην υπάρχουν βράδια.

Κόκκινο νέον λεπτό ψιθύριζε έξω
απ’ το παράθυρο
κι ακούγαμε την γκρίνια του
να σέρνεται
πάνω στα χάρτινα σεντόνια
στην αγκαλιά της
το στήθος μας ανεβοκατέβαινε
από συνήθεια.

Ύστερα έβρεξε.
Μια βροχή κλισέ
αποδυνάμωσε το κλισέ συναίσθημα
και τρύπησε τα παλιά μου γόνατα.
Δεν μιλούσε κανείς.
Τι να πει;
Με νανούρισαν τα ρυθμικά βήματα
κάποιου υποψήφιου αυτόχειρα
στον ξύλινο διάδρομο.
Τι υπέροχη νύχτα!
Τι ωραίο πάτωμα να περπατήσεις
τα τελευταία σου βήματα.

Ξύπνησα.