Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Φιλμ νουάρ

Η νύχτα, μια απαλή κουβέρτα, σκεπάζει τρυφερά τις μέρες μας.
Με τα ψέματά της νανουριζόμαστε και με το πρόσωπό μας
στραμμένο στον ζεστό χειμωνιάτικο ήλιο. Λέμε θα 'ρθει!
να τηνε έρχεται η άνοιξη! μια άνοιξη! κάτι με φως, τέλος πάντων...

Η νύχτα, μια δεινή θεότητα,
διακόπτεται από την ταχύτητα ενός μαύρου λαστιχένιου θηρίου,
που μας εκτινάσσει λίγα δευτερόλεπτα πιο μπροστά, λίγα κλάσματα πιο γρήγορα,
στο υπόλοιπο της νύχτας,
σχίζοντας το βαρύ της πέπλο, ένα βελούδο πυκνό, ζεστό,
μια απλωμένη αυλαία στιβαρή,
μακρυά,
τουαλέτα μοιραίας γυναίκας,
με πλουμιστό ντεκολτέ, με μαύρα διαμάντια, με μαύρα χρυσά, με μαύρα γάντια
κι έναν ωραίο κότσο ατσάλινο,
που δένει στο πίσω μέρος του κεφαλιού, που το στολίζει, το αθανατίζει,
προβάλοντας τον φονικό λαιμό. Προφίλ απόλυτη λεπίδα.
Ποιος τολμά να αμφισβητήσει τέτοιο μαύρο;

Ένα αγόρι από κερί, μένει να κοιτάζει, σε κάτι που μοιάζει με πρόβολο,
κάτι που μοιάζει με μοναχικό σανίδι πάνω από το άπειρο.
Δεν είναι αγόρι. Είναι η σκιά του παλιού στο μπλε.
Είναι ένα φιλμ νουάρ για κυρίους με ρεπούμπλικες και περίστροφα.

Η νύχτα, μια σερνάμενη γριά, μας γνέθει στα τραχιά της δάχτυλα.
Κανείς δε μας πιστεύει πια. Νήματα της μηχανής των χεριών της.
Νύχτα τη λένε.
Μας ακύρωσε. Μας διέγραψε. Μας μάσησε.
Ενσωμάτωσε την όποια ανάμνησή μας
σε ένα κανσόν που θα πλαισιώνει ήδη κάποιο ξένο φεγγάρι.


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ελάχιστες Ιστορίες - Το παγκάκι

Όποιος κάθεται σε αυτό το παγκάκι, έξω από αυτή την γκαλερί, κάτω από το δέντρο, κάθεται για να κλάψει.  Κοιτάζει απέναντι τα πολύχρωμα ταμπλώ.  Κοιτάζει πέτρες να εξέχουν των τελάρων.  Κοιτάζει ένα ζευγάρι τουριστών που περνούν αγκαλιασμένοι.  Πίσω του το κόκκινο ζαχαροπλαστείο και κάτω του τα παλιά πλακάκια.  Είναι διάβαση αυτός ο χώρος, αυτό το ελάχιστο σημείο;  Ποτίζεται το δέντρο και υπάρχει.  Μαζί κι όλα τα υπόλοιπα τριγύρω που ανθίζουν χάρη στα μάτια του.  

Όποιος κάθεται σε αυτό το παγκάκι, έξω από αυτή την γκαλερί, στη μύτη της μητρόπολης, κάθεται για να καεί.  Κοιτάζει απέναντι τα γκρι κράσπεδα. Κοιτάζει τα περιοδεύοντα φώτα.  Έναν μόνο, περίεργο, κι ένα σκυλί που δε το σέρνει κανείς.  Μέσα του η φωτιά που ξεκίνησε εκεί, καίει ακόμα, ανεξέλεγκτα.  Ειναι διάβαση αυτός ο χώρος, αυτό το ελάχιστο σημείο;  Φλέγεται το δέντρο και υπάρχει.  Μαζί κι όλα τα υπόλοιπα τριγύρω, που απανθρακώνονται χάρη στα μάτια του.  

Όποιος κάθεται σε αυτό το παγκάκι, έξω από αυτή την γκαλερί, το σιδερένιο παγκάκι, κάθεται για να συντριβεί.  Κοιτάζει δίπλα του κάτι σπασμένο από παλιά. Κοιτάζει τα μαύρα ποτάμια του. Τις άδειες του κρήνες.  Μια παρηγορητική απάθεια που στάζει σαν χαλασμένη βρύση. Όποιος κάθεται εδώ, σ' αυτή τη σιδηρά παρθένα, σηκώνεται χωρίς γόνατα.  Είναι ένας χώρος αφαίρεσης.  Ένα σημείο αλέσματος.  Μια μηχανή συνθλίψεως.   Φύγαμε από 'κει μείον ένας;  Ή δύο;  


Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Το πληκτρολόγιο

Η καρδιά μου τρέχει.  Τρέχει.
Βιάζεται να χτυπήσει όλους τους χτύπους που της αναλογούν.
Να εκτελέσει τον ρυθμικό ρόλο της στην παραφωνία της ζωής μου. 

Τα μάτια μου τρέχουν.  Τρέχουν. 
Βιάζονται να κλάψουν όλες τις λύπες που τους αναλογούν. 
Να εκτελέσουν τον παρηγοριτικό ρόλο τους στην κωμωδία της ζωής μου. 

Τα δάχτυλά μου τρέχουν.  Τρέχουν.  
Βιάζονται να γράψουν όλες τις ασήμαντες ιστορίες της γκρίνιας μου.
Να εκτελέσουν τον διαχειριστικό ρόλο τους στην τραγωδία της ζωής μου. 


Αυτόπτης

Μου είπες

δεν πρέπει να σε θυμάμαι έτσι.
Λάθος χρώμα έβαλα στα μάτια σου.
Δεν κρατούσαν τα χέρια σου δυνατά
μια άγρια θάλασσα, ένα νυστέρι,
μια χάρτινη σακούλα με φτηνό σούσι.


Μου είπες

δεν πρέπει να σε θυμάμαι έτσι.
Έκανα λάθος στα μαλλιά σου.
Δεν σχημάτιζαν τα πόδια σου σταθερό
ισοσκελές τρίγωνο, δύο τομές βαθιές
στις κρυφές πτυχές των πλευρών μου.


Μου είπες

δεν πρέπει να σε θυμάμαι έτσι.
Λάθος ουσιαστικό φρόντισε το στήθος μας.
Δεν περπατήσαμε με το αίμα μας,
δε βρήκαμε με το δέρμα μας
στη μέσα τσέπη της νύχτας το φως.


Μου είπες 

να μη σε θυμάμαι έτσι.
Έκανε λάθος η όσφρηση.
Δεν ανέβηκες από τα επιθήλια στο φαιό.
Δεν είναι οριστικό το αμετάκλητο.

Αλλά εγώ…είμαι αυτόπτης, αυτήκοος, αυτόσφρης…

Και 'συ ποιος είσαι εσύ, που θα μου πεις πως να θυμάμαι;!


Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Η νέα σκόνη

Αυτός ο κόσμος, αυτή η αντήχηση,
ο σωρός των χρωματιστών σκιών,
σκονίζεται με την σκόνη της κάθε μέρας,
Σε ένα ράφι ακουμπισμένο το λιγοστό
σκονίζεται κι αυτό μοναχό,
θλιβερό σουβενίρ, μάταιο ενθύμιο 
ενός μεσημεριού δίπλα στην θάλασσα,
μιας γοτθικής εκκλησίας, 
ενός κόκκινου πλεκτού, 
μια πορτοκαλάδας με ανθρακικό, 
ενός λιμανιού, μιας μαντινάδας. 

Μ' ένα βρεγμένο πανί στην αρχή
μ' ένα φτερό για τα πιο επίμονα μόρια
μήπως και γυαλιστεί ό,τι έμεινε
κι ό,τι δεν έγινε
κι ό,τι κουβαλήθηκε ως εδώ.
Με ένα φτερό,
με μισό σώμα,
με κάτι λιγότερο τέλος πάντων. 
Κι αύριο πάλι 
να γιορτάσει η νέα σκόνη.


Το νόμισμα

Είναι πολλαπλά πληθωρισμένο 
το νόμισμα αυτής της χώρας.
Δισεκατομμύρια στο όμορφο πρόσωπό...
μηδενικά.  
Στο περίπτερο πριν 
ίσα που μπόρεσα να αγοράσω 
μια περσινή εφημερίδα,
να καταλάβω τι έγινε. 

Γεμάτη η τσέπη μου
με βαραίνει,
καθώς προχωρώ πάμφτωχος 
στους άδειους δρόμους. 
Κρύο, βροχή, ερημιά, 
κι όσες κόπιες του προσώπου 
και να κάψωδεν ζεσταίνονται 
τα δάχτυλά μου.


Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Εύλογο

Έμαθα ότι χιόνισε, από τρίτους.
Έμαθα για την πόλη μας. Πως χιόνισε.

Ύστερα έμαθα και τα υπόλοιπα.

Κλείσαν οι δρόμοι, κι εγώ δεν ήξερα.
Δεν πετούν τα αεροπλάνα. Δεν ήξερα.
Ύστερα έμαθα και τα υπόλοιπα.

Η καρδιά μου τρέχει όλο και γρηγορότερα.
Και δεν το ξέρεις.

Πως γίνεται;


Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Το σαλιγκάρι

Όλο το βράδυ ένα σαλιγκάρι περπατούσε στην πλάτη σου.
Ένας μικροσκοπικός Μαγγελάνος χαρτογραφούσε στα σκοτεινά.
Η πλάτη σου έγινε ένα δέντρο που φύτρωσε και θέριεψε στην κοιλιά μου.
Ύστερα το σαλιγκάρι το ξερίζωσε βίαια και το πήρε μαζί του. 

Το κατάπιε. 

Όλο το βράδυ ένα σαλιγκάρι τυφλό διάβασε την πλάτη σου. 
Είδε όσα δεν μπόρεσα να δω.  Έμαθε ό,τι δεν κατάφερα να μάθω.  
Η πλάτη σου έγινε ένα κύμα που φούσκωσε και αγρίεψε στην κοιλιά μου.
Ύστερα το κύμα έσπασε στο στήθος μου και με πήρε μαζί του.  

Με κατάπιε. 


Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ελάχιστες Ιστορίες - Οκτώ ποτήρια Vinsanto

Οκτώ ποτήρια Vinsanto ήπιαμε εκείνο το βράδυ.  Καλύτερα να μας άφηνε το μπουκάλι, είπε η στεγνή σερβιτόρα.  Ο κυματισμός σου ασύγχρονος και τα πόδια σου δεμένα στο τσιμέντο.  Ήταν κίτρινο το κόκκινο σε όλο τον κόσμο.  Δεν είχε απομείνει σταγόνα αίμα στη Γη.  Παραμόνο στο Vinsanto που ακόμα πιο επίμονο από σένα, έσταζε.  Ένα ακόμα, κι άλλο ένα.  Είχε κρύο.  Ανάμεσα απ' το στήθος σου κι απ' το στήθος μου.  Το Σινικό Τείχος.  Kι εσύ να τρως με αμείωτη ένταση, και όρεξη πολλή, το κάτω μέρος της Ιταλίας.  Βάλαμε δέκα τραπέζια ανθρώπους να πνιγούν σε μία λίμνη.  Τους φώναξα ανεβασμένος στην καρέκλα μου:  "Ακούστε! Είπε ναι!"  Αλλά αυτοί είχαν δει τα μαύρα πανιά.  (Δεν είχα ξεχάσει να τα αλλάξω.  Όχι.  Το χρώμα τους αστόχησα, κι έλεγα: "μνήστητί μου".)  Λυπημένοι βουτούσαν ο ένας μετά τον άλλον στο πηχτό σκοτάδι της, και πάνε όλοι.  Κανένας μάρτυρας της αφέλειάς μου δεν έμεινε αχάλαστος.  Πως μπλέκει όμως κανείς το άσπρο με το μαύρο;  Το ναι με το όχι;  Το δυνατό με το αδύνατο;  
Οι πλάκες αυτής της πόλης είναι παλιές και πάντα ολισθηρές.  Ποιος γελά και ποιος κλαίει καθώς πατινάρουμε πάνω στο γκρι τους;  Στα κρύα και στα χιόνια γυρίζω ξυπόλυτος.  Πόσο μεγάλη είναι πια αυτή η πλατεία;  Την περπατήσαμε χίλιες φορές πάνω-κάτω, απ' άκρη ως άκρη.  Στη μία μεριά στάθηκε η Αγία Δυάδα.  Στην άλλη δυο άστεγοι παγωμένοι.  Ο ένας νεκρός.  Δεν έχω άλλη αναπνοή.  Αντί για μέλι γεμίσαν πάγο οι κυψέλες των πνευμόνων μου.  Τον σπάω με το στόμα, με τα δόντια μου, αλλά δεν προλαβαίνω να μασάω.  Τρίβονται και τρίζουν και συνθλίβονται οι πάγοι αλλά πιο πολύ και πιο γρήγορα τα δόντια.  Πιο πολύ.  Κι ύστερα τελειώνουν τα δόντια...η αναπνοή.  
Νωρίτερα, το μεσημέρι, κάθησα απέναντι από μια εκκλησία.  Στην ζωγράφισα μα δεν την είδες.  Ξύλιασαν τα δάχτυλά μου να γράφω γράμματα σε ένα τεχνητά παλαιωμένο σημειωματάριο που μου είχες πάρει τον καιρό που είχε νόημα να σου γράφω.  Ακατάσχετες λέξεις.  Σύμφωνα και φωνήεντα, κυρίως φωνήεντα, για τα παλιά, τα καινούργια, και όλα τα υπόλοιπα που δεν εφευρέθηκαν ακόμα γράμματα γι' αυτά.  Μ' έναν ήλιο που απάλυνε το διατρητικό κρύο.  Που ξεγελούσε, όπως κι εσύ αργότερα το ίδιο βράδυ.  Και ήρθα στο ραντεβού στο γνωστό βιβλιοπωλείο για να στο χαρίσω και να φύγω.  Μα δεν βάσταξα.  
Ένα σύννεφο σκίζει την κοιλιά του στην απέναντι βουνοκορφή.  Είναι ένα πελώριο κήτος που κινείται στον ουρανό, κάπου μακρυά από το οπτικό μου πεδίο.  Πληγωμένο κι αδιάφορο.  Δεν βρέχει, όπως τότε.  Έχει όμως το ίδιο κρύο.  Ακούω τα διπλά βήματα στην έρημη πλατεία.  Βλέπω τους μεθυσμένους, τους άστεγους.  Ακούω ένα στέρνο να ραγίζει.  Ακούω το κρύο. Την ησυχία αυτού του πολύβοου τόπου.  Ακούω και τα λόγια που απομαγνητίσαν το άπειρο.  Και σταματώ να ταξιδεύω πια με την σπασμένη πυξίδα μου.   


Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Τροπικό

Ενώ ακόμα...,
τρυφερά,
πορνογραφικά,
αστεία, 
σκληρά,
γλυκά, 
διαστροφικά, 
ονειρικά,
ατελείωτα, 
παρά τα τέλη αυτού του κόσμου.


Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Πορτοκαλί

Τρεις λωτοί.

Ένας για τον ακρωτηριασμό της μνήμης.
Τόσο χρώμα
να μη μπορεί να διατρήσει του δέρματός μου την αντίσταση. 

Ένας για τον ακρωτηριασμό του αισθήματος.
Τέτοιο σώμα
να μη μπορεί να διατρέξει του τραύματός μου την αναφορά. 

Ένας για τον ακρωτηριασμό του πόνου.
Τόση νοστιμιά
να μη μπορεί να διαβάλει του σώματός μου την στέρηση.  

Τρεις λωτοί. 
Το άνθος και η σάρκα τους. 
Ακόμα το κρίμα αντιστέκεται.  


Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Η άλλη

Περπατάμε στην Παραλία οι τρεις μας
Απόψε με τη βροχή και τον αέρα στην πλάτη μας
Ένα άδειο, αχανές, πεδίο απλώνεται μπροστά μας
Κι είναι δική μας αυτή η έκταση μέχρι το τέλος της

Κι ενώ εγώ ανασαίνω γρήγορα
Η μία βρέχεται και γυαλίζει
κι η άλλη σιωπά

Περπατάμε στην Παραλία οι τρεις μας
Απόψε μας χαρίστηκε απλόχερα μια ουτοπία
Μια ερημιά που διακόπτεται από μια μοναχική ομπρέλα
κι ένα ζευγάρι στριμωγμένο κάτω απ´ την αγάπη της
Κι είναι δική μας αυτή η ερημιά μέχρι το τέλος της

Κι ενώ εγώ ανασαίνω βαριά
Η μία αφήνεται στον αέρα
κι η άλλη σιωπά

Περπατάμε στην Παραλία οι τρεις μας
Απόψε μας πηγαίνουν τα πόδια μου και η καρδιά μου
Ένα ατέλειωτο λιβάδι από νερό και πέτρες, ένα ποδήλατο
Άδεια παγκάκια, παραταγμένα μας περιμένουν

Κι ενώ εγώ ανασαίνω πικρά
Η μία χτυπιέται από τα κύματα
κι η άλλη σιωπά

Απόψε και πάντα σιωπά


Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Μάρκος Ιούνιος

Στην πλατεία Καρλς,
ακριβώς στο κέντρο,
υπάρχει μια μαύρη τρύπα.

Έφτασε προχτές στο χείλος της,
ο Νοέμβριος Καίσαρας,
ο τελευταίος αυτοκράτορας μιας Ρώμης,
να παράσχει στους Μοναχούς
άρτο, οίνο, και θεάματα.

Τιμήθηκε πρώτα από την πόλη,
σε κλίμα πανηγυρικό και επίσημο,
στην ιταλική παροικία.
Tου φόρεσε μάλιστα ο δήμαρχος χρυσό στεφάνι
κι ένα δαχτυλίδι με όλα τα ρουμπίνια
της καρδιάς του.

Αφού έφαγε, ήπιε το κρασί του Αγίου, 
και ευφράνθηκε,
ξεκίνησε στεφανωμένος, με την κουστωδία του,
για την αρένα της πλατείας.
Στάθηκε ο Νοέμβριος Καίσαρας
στο κέντρο της.

Άπλωσε το χέρι του και φάνηκε
στον τρυφερό πήχη,
σε τατουάζ στραβό, άκαιρα, 
λάθος τοποθετημένη
η αγκύλωσή του.
Λαμπρός καλλιτέχνης του πνεύματος,
αγνώστων λοιπών στοιχείων,
τη φιλοτέχνησε με θωπείες και χάδια,
την κύκλωσε μάλιστα
να ‘ναι περίκλειστο το κίβδηλο.

Άπλωσε λοιπόν το χέρι του, 
να βλέπουν καλά τα εκστατικά πλήθη 
τον τεντωμένο αντίχειρα και είπε:
ας αρχίσουν οι αγώνες...

Μονομάχοι και μη, μελλοθάνατοι όλοι μας, 
σταθήκαμε ένας-ένας στο χείλος της αβύσσου,
- στο κέντρο της πλατείας Καρλς,
με αγωνία στα μάτια,
καλπάζοντα άλογα στην καρδιά,
με τα τύμπανά μας παλόμενα,
με τον ιδρώτα μας να στάζει,
χειμώνα καιρό με κρύο ως τα κόκκαλα -
και περιμένουμε τα γυρίσματα
αυτού του κουτσού ρολογιού
που σχηματίζει ο δείκτης του.


Αλλά εμένα με λένε Μάρκο Ιούνιο!
Είμαι ο εγγονός του Λεύκιου Ιούνιου,
σφαγέα Βασιλέων!
Είμαι ο γιος της Σερβιλίας, εγγονής του Σερβίλιου,
σφαγέα τυράννων! 
Κρατώ στους ώμους μου ολόκληρη τη Ρώμη!
Φιλόσοφος, ποιητής, Δον Κιχώτης.
Ένας λαμπρός δημοκράτης
που προσεύχεται σε θεούς που δεν πιστεύει,
να βρει δύναμη να κόψει το χέρι της ύβρεως αυτής,
σύριζα,
απ’ τον ώμο.


Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Φωτόνιο

Η ομορφιά σου με τιμωρεί.
Μια φωτογραφία κοφτερή.
Τελετουργική τομή.
Απ’ άκρη σ’ άκρη.  O τρόπος.
Που χαμηλώνεις το βλέμμα.
Με τα μαλλιά σου ποτάμια.
Κύλιση.  Μαύρη.  Ορμητική.
Σιωπηλή.  Πονάνε τα μάτια μου.
Μου κλέβεις.  Kάθε μέρα.
Λίγο χρόνο ακόμα.
Η πόλη κυλάει.  Η νύχτα στέκεται.
Ξεκλείδωσες την αγάπη.
Απ’ τα κάγκελα της γέφυρας.
Από τη μέση της πλατείας.
Τη μέση όλου του κόσμου.
Δίπλα στη βιτρίνα με τα βιβλία.
Φωτόνιο πλαισιωμένο.
Στο βάθος το πεδίο.


Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

Τοπογραφία

Μετά την έκσταση
πιο καίρια ένταση
της αγκαλιάς
η στέρεα γη.

Ευφάνταστη απόδειξη.
Το όλο χωράει στο μερικό.
Να κρυφτεί το παιδί.
Να γελάσει το αγόρι.
Να κοιμηθεί ο άνδρας.

Μετά τη θέωση
πιο τέλεια έκπτωση
της αγκαλιάς
η άφταστη γη.

Ακλόνητη απόδειξη.
Το χάος κατάπιε το ένα. 
Να εκτεθεί το παιδί.
Να σπαράξει το αγόρι. 
Να αφανιστεί ο άνδρας. 


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Απόπροσανατολισμοί

Τώρα το γάλα της συκιάς θα με ποτίζεις 
απ' τη βρύση του στήθους σου.
Mη με αγγίζεις άλλο.  
Μόνο εγώ θα σ' ακουμπώ,
μέσα απ' το τραύμα, 
μέχρι το ανάπηρο φτερό.

Λίγη σκουριά, απ' το καρφάκι
που είχα καρφώσει στον τοίχο σου,
μάζεψες και μου σερβίρεις στο τραπέζι 
της Κυριακής, πριν φύγεις.

Από τότε ουρλιάζει, ουρλιάζει. 
Μ' ένα άχορδο, ανοιχτό στόμα που χάσκει 
κλειστό, σαν από λύπη μεγατόνων.
Στον άσπρο τοίχο σου ουρλιάζει. 

Θα ψάξω τον ήλιο σε κάποιο μπαλκόνι
παλιό ή νέο.
Ένα νησί, ένα λευκό ξωκλήσι, μια θάλασσα,
κάτι πιστευτό.  
Το φως με το γαλάζιο να συμφωνήσουν.    


Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Μικρή αγγελία

Παλιός νέος, μόνος, κουρασμένος, αναζητά σώμα να ρίξει στην πλάτη του.


Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Η ξανθή κοπέλα

Αυτή την Κυριακή είμαι μια μαύρη γραμμή.
Τα τεντωμένα βλέφαρά μου αντέχουν λίγη ακόμα αναμονή. 
Δεν είναι αναμονή.  Επιμένω.  
Κι αυτό το βράδυ θα είναι μια στενή σκάλα.  
Η άκρη ενός τοίχου, μια ανύπαρκτη πόρτα. 

Πίνω όλα τα αναψυκτικά του ψυγείου.
Η πορτοκαλάδα είναι μια κοπέλα ξανθιά, 
με σπαστά μαλλιά και κόκκινα μάγουλα. 
Τα άσπρα δόντια της ανθρακικό, 
μπλέκονται μέσα στα δικά μου,
κι η γλώσσα της ζάχαρη, 
αναμιγνύεται με το σάλιο μου.

Γράφω ένα δαχτυλίδι στον παράμεσο.  
Η Κυριακή είναι χρυσάφι κρεμασμένο στον λαιμό μου, λίγο ακόμα. 
Δεν είναι μέταλλο.  Όλκιμο χρώμα. 
Κι εγώ ένα μείγμα ελατό, που στο μονόχρωμο του πολτό επαφίεται.
Το αρνητικό μου θα εκτυπώσω σε γυαλιστερό στυπόχαρτο. 


Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

Μετάθεση

Η μορφή σου επιμηκύνθηκε. 
Αποκολλήθηκε από την πραγματικότητα 
και ξεκίνησε να αιωρείται. 
Άρχισες να μου μιλάς από άμβωνος, 
γρανίτης, για τον γρανίτη. 
Σε άκουσα με φρίκη ευλαβική. 
Σύρμα το σύρμα, αγκάθι το αγκάθι, 
ντροπή τη ντροπή, λάθος το λάθος. 
Με χάραξες με το σημάδι του Κάιν, 
να μη μπορεί να με σκοτώσει
καμία αγάπη καινούργια. 
Μα εγώ δεν σκότωσα 
ούτε εσένα αδερφή μου, ούτε το μύθο σου.
Κι αυτό το πρωθύστερο που τώρα μ' αδικεί, 
αύριο θα σε δικαιώσει.  


Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Η φωτογραφία, ακόμα.

Αυτή η χώρα καλύπτεται ολόκληρη από τη θλίψη.
Συννεφιασμένη επικράτεια παρακολουθεί την βέβαιη πιθανότητα της βροχής.
Μια χώρα ολοσχερώς ξεθεμελιωμένη.  Με την απώλεια πλήρως εξορυγμένη. 

Θα φτιάξουμε έναν καινούργιο κόσμο απείραχτο.
Από αυτόν τον κόσμο θα είναι αφαιρεμένη η μονάδα που έφτιαχνε τον παλιό. 
Το ένα, πριν από τα πολλά μηδενικά. Το όλον ανάμεσα στα τίποτα.  

Αυτή η χώρα είναι δαδί που καίγεται απ' άκρη σ' άκρη.
Το κρατάμε στα χέρια μας σφιχτά. Καίγονται κι αυτά, απ' άκρη σ' άκρη. 
Στάχτες τα χέρια μας, τα μαλλιά μας, τα μάτια μας.  Ενθαλπία σανίδα. 

Θα φτιάξουμε, ένα σύστημα με κέντρο νέο ήλιο.
Ενώ κανείς μας δεν ξέρει πως να υπάρχει σε έναν κόσμο χωρίς τον παλιό.  
Ποιος θα κατοικήσει τη νέα Γη;  Πως θα πάει εκεί;  Κανείς μας δε ξέρει.  

Αυτή η χώρα καλύπτεται ολόκληρη από τη λάσπη.
Ριμαγμένη επικράτεια, γκρι ζέση, φθινοπωρινή έρημος απροσπέλαστη. 
Ο παλμός είναι του δρομέα των εκατό. Ο δρόμος κλειστός. 

Θα φτιάξουμε ένα καινούργιο σύμπαν αχάλαστο. 
Με τις εναπομείνασες ρανίδες και με τα ξύλα και τις πέτρες εκείνες
της παραλίας με τα κύματα, με τους αέρηδες, με τις σκιές φτερών.  


Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Το παραπέτασμα

Η γοητεία αυτής της κυκλικότητας
Της ίδιας βόλτας σ' ένα κέντρο που χαράζεται
από μεταλλικές γραμμές,
από γοτθικά ρολόγια,
από μυρμήγκια και βιβλία,
από πέτρες παλιές κι ανανεούμενες βιτρίνες,
των ίδιων πέντε μαγαζιών.

Ύστερα να βρέχει θάλασσες,
να γίνεται απροσπέλαστο το μικρό ιταλικό
με την θλιβερή διακόσμηση.
Η στεγνή σερβιτόρα, το παραγεμισμένο ψωμί,
ένα hugo κι ένα prosecco, ένα κινητό, 
μια παρανόηση αστεία,
γιατί να φεύγουμε απογοητευμένοι;  
Θλίψεις επαναληπτικές.  

Ήρθε πίσω απ' το Τείχος και με κουβάλησε 
ένα μεταλλικό κουτί από το 1980.
Το στενόχωρο διαμέρισμα ακόμα παλιότερο.  
Χωνευμένοι μέσα του από το '60
να σκαλίζουμε 
ιστορίες προγόνων.  
Να γονατίσω στη λεκάνη,
να τρίβω με τα κόκκαλά μου
να φύγει η σκουριά από ανάμεσά μας.
Να πετάξω το περιττό, 
να καθαρίσω τη σκόνη 
μήπως γυαλίσουμε όπως παλιά.
Διώξε κι εσύ τα αχρείαστα στρώματα.  Ποιος θα ξαπλώσει;
Δώσε χώρο στο χώρο σου. Ποιος θ' ανασάνει;

Πνιγήκαμε ανάμεσα σε γλάστρες,
σιωπές αχρείαστες, 
κραυγές αχρείαστες.  
Κανείς να μη μιλάει πια. Πνιγήκαμε.
Περπατάμε πάνω σε χώματα και κοπριές.
Πινέζες, συνδετήρες, post-it, σκόνες, χαρτιά, πνιγήκαμε,
κι ένα δίχτυ σαν συρματόπλεγμα τεμαχίζει το πεδίο μας,
ματώνει τα μάτια μας, πνιγήκαμε.

Ένα σύμπαν ανοιχτό, επεκτεινόμενο,
τριάντα τετραγωνικά συμπυκνούμενο,
που τα περιλαμβάνει όλα και δεν χωράει τίποτα.
Ένα σημείο μηδενικού όγκου, 
για τους όγκους του ενός, για τις φρίκες του άλλου,
για τα κρυμμένα και των δυο,
για κείνη την πόρτα που θα μπορούσε να είναι ανοιχτή.
Θλίψεις εξακολουθητικές.  

Το σκίτσο αποκαθηλώθηκε.  Τα πορτραίτα κι αυτά.  
Είπες перестройка.  
Το πράσινο παραμένει.  Αλλά πλέον δε σημαίνει. 
Είπα гла́сность‎.  
Και καθήσαμε πίσω από ένα νέο σιδερένιο παραπέτασμα.  


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Ελένη

Δεν είχε πρόσωπο η Ελένη.
Αν είχε, ποιος θα πολεμούσε γι’ αυτή;
Ποιος ευχαρίστως θα σκοτώνονταν;

Η λινή κι η μεταξωτή Ελένη,
κάθε πρωί φαντάζονταν τη Σπάρτη,
κι όσο ρωτούσε, τόσο τελείωνε ο πόλεμος.

Η ιώνια Ελένη,
κάθε βράδυ ονειρεύονταν τη Σπάρτη,
κι όσο ξυπνούσε, τόσο τελείωνε ο έρωτας.


Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Τα σκαπτικά

Η ψυχρή σου σκιά καταστρέφει την γραμματική μου. 
Του σώματός σου ο απόηχος μου διαλύει το συντακτικό.  
Καμπύλες αμείλικτες διαπερνούν τις λέξεις μου 
και σπάνε τις δομές της γλώσσας. 
Η μυρωδιά σου χώνεται στα γράμματα, 
λυγίζει τις μορφές τους,
σπάει τα όριά τους, 
παραμορφώνει τα σχήματά τους. 
Αυτή η γεύση που δεν παλιώνει, τέμνει τα κόμματα, 
ανατινάζει τις τελείες. 

Μοιάζει τώρα το χαρτί μου με πόλη βομβαρδισμένη 
που περιμένει τις μπουλντόζες και τα σκαπτικά. 



Το περσινό καλοκαίρι

Το περσινό καλοκαίρι αποφάσισες
να ασχημύνεις το πρόσωπο σου,
να κυρτώσεις το σώμα σου,
να πετρώσεις το φιλί σου,
είπες
θα είναι πιο εύκολο έτσι
να χαθείς.

Φέτος πήρες το σχήμα της σιωπής.
Ένα σχήμα οξυγώνιο, απόλυτο, φριχτό.
Τριακόσιες εξήντα μοίρες αναερόβιας, ξυραφένιας, κρυστάλλινης σιωπής.

Με άφησες διαδηλώνοντας για ένα παρελθόν,
σαν να ήτανε το παρελθόν μπετό,
και όχι κάτι που πλάθεται κάθε μέρα στα χέρια μας.

Κι εγώ είπα, είπα, είπα.
Μείνανε μόνο τα άφατα να ασφυκτιούν.
Για το πριν και το επέκεινα
και το τίποτα ενδιάμεσα.

Σε κρύβω λοιπόν σε ένα κουτί
πέρα από κει που φτάνει η γλώσσα,
να μην σε ξαναπεί ποτέ κανείς,
ποτέ μη σε ξανακουμπήσει
του γράμματος η πονηρή αφή.


Φέτος το καλοκαίρι είναι φθινόπωρο.
Δίπλα, αντί για εμάς, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων
λύνει σταυρόλεξα
πάνω από τη θάλασσα.
Γελάνε
πάνω από τη θάλασσα.
Εγώ τρίβομαι στα πόδια τους,
τρώω τα αποφάγια τους,
λίγες άσπρες τρίχες,
ένα πνιχτό γέλιο,
το τρία κάθετα.
Η κυρία καπνίζει και με διώχνει με το πόδι της.
Σε μια γωνία της αυλής,
στη σκιά της φλαμουριάς,
έπαιξα το φύλλο μου και περιμένω,
το επόμενο χέρι, σπαζοκεφαλιά,
μήπως μ’ αγαπήσει ο άνεμος.

Δυο με μαγιό κολυμπάνε στα χαλίκια,
μέλισσες βουίζουν
για μια σταλιά τρυφερότητας,
πριν τ’ άγριο χέρι απωθήσει την ελπίδα τους.

Εσύ που παραπονιέσαι.
Πρέπει, λες,
να οριοθετήσουμε τη θάλασσα.
Να ξεχάσουμε κάθε κόκκο άμμου.
Να σβήσουμε κάθε αχτίδα φωτός,
καρφώνοντας ολόκληρη τη σφαίρα αυτή,
με μια πινέζα με μπλε κεφάλι,
στον πίνακα του χειμώνα.
Οργάνωση. Σημειώσεις. Καθήκοντα. Μαρκαδόροι.
Και τα στάχυα που ξεχάστηκαν;
Ποιος θα φροντίσει γι' αυτά;
Ποιο σπλαχνικό μαχαίρι θα τα κόψει επιτέλους;;;

Τρικάταρτο σκαρί πλησιάζει από τον ορίζοντα
ίσια στη στέγη του σπιτιού μου.
Πονάει τα μάτια μου η τόση ομορφιά
σου ζητώ το ελάχιστο έλεος:
μια στάλα μέλι στο πικρό ταχίνι,
μια γουλιά νερό.
Αλύγιστη βέργα ραπίζεις μάγουλα, παλάμες.
Κι εγώ ελπίζω σε κάποιο αόριστο σημείο τήξης.
Να. Τώρα σηκώθηκε αμμοθύελλα.
Να τιμωρηθούν όσοι μόνοι απόλαυσαν αυτή την ομορφιά.
Κάνω να πιαστώ από τη βέργα.
Τα χέρια πρησμένα αστοχούν.
Τα μάτια κλειστά αστοχούν.
Το στόμα καταπίνει άμμο
η τελευταία υποψία καλοκαιριού,
να καρφωθεί στο στήθος μου.


Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Point of singularity

Έχω μια τρύπα στο μέγεθος του σώματός μου,
στο κέντρο του σώματός μου,
στο πιο γλυκό σημείο μου.

Όταν σ' αγαπούσα, σε κοιτούσα σ’ αυτή την τρύπα,
στο μέσο μου, εντός μου, 
δεν ήμουν λειψός.

Όταν μ' αγαπούσες, κοιτούσες κι εσύ εκεί,
στο μέσο του εντός μου,
νόμιζες δεν είμαι. 


Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

Ελάχιστες ιστορίες - Ros

Έχω μια γάτα που μ’ αγαπάει. Την πήρα από μικρή. Θυμάμαι δίσταζε να πλησιάσει. Έτρωγε λίγο φαγάκι στα κλεφτά. Συνήθως όταν έφευγα από το οπτικό της πεδίο. Ανησυχούσα μήπως δεν τρέφεται επαρκώς. Η αδερφή της πιο ζωηρή. Έτρωγε λαίμαργα και ξεδιάντροπα. Την έψαχνα στους θάμνους, στα χωράφια μη τυχόν και τη φάει κανένα γεράκι.

Ο Ros τα κατάφερε. Μεγάλωσε. Άρχισε να με πλησιάζει. Κέρδισα την εμπιστοσύνη της. Όταν ο πρώτος γάτος της της έσκισε το μάτι, την πήγα στον γιατρό. Είκοσι μέρες την κυνηγούσα για να φροντίσω την πληγή που της άνοιξε. Για μήνες την κοιτούσα στα μάτια. Και κάποια στιγμή, το πληγωμένο μάτι αποκαταστάθηκε.

Ο Ros μεγάλωσε. Έρχεται τώρα και χαϊδεύεται κάθε βράδυ. Μου δίνει την πλάτη της και τον λαιμό της γουργουρίζοντας. Τριγυρίζει στα πόδια μου τρυφερά. Στη διαδρομή για το μπολάκι με το φαγητό της, κάνει πάντα μια μικρή κυβίστηση ευγνωμοσύνης. Την αγαπώ και μ’ αγαπάει. Σκέφτομαι. Όταν πεθάνω θα είναι η πρώτη που θα με βρει, και θα τραφεί από το ζεστό μου μάγουλο.


Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Τυμβωρυχία

Παραδίνοντας τους καρπούς μας στην κορδέλα,
ζητήσαμε συγγνώμη για όση άνοιξη μας δόθηκε.
Φτύσαμε όλο το γάλα, και το αίμα.
Χαρίσαμε και το στήθος μας. Τη γη. Το νερό μας.
Πόση σοφία ακόμα θα ασπρίσει τα μαλλιά μας;
Πόσος σταυρός ακόμα θα κρεμάσει τα χέρια μας;

Συλλύτρια μνήμη,
τρέμω στην ερημιά της αυτοκρατορίας σου.

Μιλάει για πόλεις, χρώματα, νέους ανθρώπους, ενηλικιώσεις.
Κι εγώ εδώ ψήνομαι στον ιδρώτα μου.
Γελάει με τη δύναμη και την σκληρότητα αυτού που δεν αγαπά.
Κι εγώ εδώ χαρακώνομαι χειρουργικά.
Ας είχε τουλάχιστον την ευγένεια της παροχής μιας ολικής αναισθησίας 
προτού αρχίσει να κόβει.

Συλλύτρια μνήμη,
τρέμω στη φρίκη της απανθρωπιάς σου.


Οι άπιστοι

Μιλάνε όλοι για την εποχή της άνθισης
Ο χειμώνας το εύλογο κόστος της. 
Ένα καρφί μνήμης. 
Δηλητήριο που εξασθενεί.

Η άνοιξη μεγαλοπρεπές κάστρο άγνοιας. 
Δριμύ, δίκαιο ψύχος, το καλοκαιρινό φως. 
Μιλάνε κανείς δε λέει για το κενό. 
Ωκεανοί απέραντοι, άδειοι, πόλεις άδειες.  

Διαδοχή κραυγών, ουρλιαχτών, σιωπών, 
σπαράζει τους πυκνούς ορίζοντες. 
Μαχαιριές στον κρύο αέρα, σπλαχνικές!
Πίστεψαν οι άπιστοι και «Ηλί!», φωνάζουν. 


Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Γλώσσα

Πεθύμησα τη γλώσσα του κλειστού εκείνου συστήματος που δημιούργησε το σύμπαν αυτό. Τώρα επεκτείνεται πέραν των ορίων του και θυμίζει άφρων ιό που θα σκοτώσει τον ξενιστή του.  

Συνδημιούργησα μια γλώσσα που τώρα πια δεν την αρθρώνει κανείς.  Η ηχώ της μόνο διαστέλλει τους τοίχους ενός κενού δωματίου.  Δεν βρίσκει απάντηση.  Ταλαντώνεται.  Ξεχειλώνει. 

Θυμάμαι μια γλώσσα που είναι πολύτιμη μονάχα σε μία διάσταση.  Σε άπειρες άλλες είναι μια άχρηστη στιγμή.  Ένας νεκρός κόσμος συνεννοείται, συναλλάσσεται, ερωτεύεται και πεθαίνει, στο στόμα της.  

Αρρώστησα για μια γλώσσα που ηχούσε σαν γέλιο και μύριζε σαν υγρή κοιλότητα.  Για το καλλίγραμμό της πέλμα.  Την κομψότητα του γαστροκνήμιού της.  Ο κορμός της πάτησε, ρίζωσε, το φύλλωμά της σκέπασε την πλατεία. 

Καίγομαι από μια γλώσσα φυλακισμένη σε στόμα αλκαλικό, από δόντια συρμάτινα, από ούλα χρυσά.  Μια γλώσσα κέρινη.  Με λέξεις σβησμένες από τα λεξικά.  Με τρόπους ματαιωμένους.  Κόκκινη.  


Γυναίκα. Χάρτινη λέξη.


Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Post mortem

Η αναμονή συνήθεια χωρίς ενσυναίσθηση
παραδίδεται στο τέλος της μέρας
ήλιος σκοτεινός, θαυμαστικό
τέλειο έγκλημα.

Εξάρτηση, του ματαιωμένου χρώματος.
Τα κορίτσια λαμπυρίζουν στο φως.
Τα κοράλλια πεθαίνουν στην άμμο.
Τέσσερις ιππότες, τέσσερα άλογα
δένονται στα άκρα ενός δαντελίωνα.

Το δροσερό νερό έλιωσε στην άκρη
ενός παρατεταμένου καλοκαιριού.
Γέρασαν οι κάλυκες,
η αμβλυμένη οξύτητα ξεδιψάει,
αλλά δεν προκαλεί πια.

Αύγουστε, φύσηξέ μου τον λαιμό, 
προκάλεσε τη μύτη μου.
Το παιχνίδι της ζωής πιο αστείο
από το όνειρο της νύχτας αυτής.  
Αύγουστε, μελλοθάνατε του Σεπτεμβρίου,
στην άκρη μιας παραλίας με κύματα,
με βράχια, με βουνά,
στην πλάτη της κοπέλας,
στην πορτοκαλάδα, 
μέσα στο ποτήρι του καφενείου,
Αύγουστε θα πνιγείς,
μα ακόμα ζήσε αυτή τη μέρα.
Οι άλλες θα γίνουν αντανακλάσεις κόκκινου
σε παράθυρα τρένων.  
Αλλά εσύ ακόμα ζήσε.  

Η ενσυναίσθηση συνήθεια χωρίς φίλτρο
συστάδα λεύκες βουτούν στη θάλασσα.
Κίτρινο ομιχλώδες το καλοκαίρι
σε κόκκους απλώνεται
να το μαζεύω με τα χέρια
να το κλωτσώ με τα πόδια.
Ποιος νοιάζεται και ποιος καταλαβαίνει
τον μυστικό ήχο;


Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

Μινιμαλισμοί

Απόψε πήρα τη μεγάλη απόφαση του μινιμαλισμού:
Να αδειάσω το σπίτι από όλα μου τα υπάρχοντα.

Θα αφήσω μόνο ένα δάσος από λάδι στη μεταλλική πολυθρόνα της εισόδου.
Θα αφήσω ένα σπίτι από ξύλα θαλάσσης 
επάνω από τον νεροχύτη.
Τη νωχελική μοναξιά του Χόπερ, αριστερά της εστίας.
Η αποθήκη μου θα έχει μόνο σφαίρες απιονισμένου νερού
Το μπάνιο μου μια κρυφή οδοντόβουρτσα με τρίχες από κάρβουνο κι ένα βαζάκι λάδι αμυγδάλου.
Το κρεβάτι μια τρύπα ολόσωμη και δίπλα της ένα παιδί από μαύρο κερί που κάτι θα ζητάει μοναχό απ’ το κατάμονο φεγγάρι.
Το πάτωμά μου μαύρα φιδάκια και λευκές σκόνες.

Θα σπάσω την τηλεόρασή μου
για να μη βλέπω πια τα παλιά ονόματα της πλατείας Ναυαρίνου.
Θα σπάσω και τη μπανιέρα μου, για να κυλάνε έξω τα νερά, αφού αυτό είναι πιο αστείο.  

Σκέφτομαι,
αν κρατήσω αυτά και πετάξω τα άλλα, το σπίτι αυτό μπορεί να γίνει πάλι σπίτι.


Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

Σταθμιστές

μπήκαμε λοιπόν ξανά στην εποχή των σταθμιστών.
αστρονόμοι κι αστρολόγοι προβλέπουν
θριάμβους προσθαφαιρέσεων νοητικών, διά
πανωλεθριών αγεωμέτρητων αισθημάτων, συν
την κατά κράτος επικράτηση εκλείψεων, πλην
όμως των λακεδαιμόνων ριγμένων τας, επί
σωμάτων διδύμων σε ουρανούς ακυρωμένης
θερινής ισημερίας 

πολύχρωμοι άβακες κι επιστημονικοί υπολογιστές
ορίζουσες ντετερμινιστικές θα ορίζουν μια
μαθηματική απορία, κλειστά συστήματα 
με καμία, ή άπειρες λύσεις,
ψηφία, εργαστήρια, παλλίνδρομες αναλύσεις,
αποικείες ποντικιών που ακρωτηριάζονται, 
κατακρεουργούνται, σφαγιάζονται,
στην ποδιά του ασαφούς σκοπού θύματα
εαρινής ισημερίας

όσοι λοιπόν λογιστές προσέλθετε, μετά φόβου, 
αριθμού, με οργή, κίνδυνο, ανάγκη, 
τούτο μου εστί το σώμα και τούτο το αίμα,
το υπέρ υμετέρων στόχων εκχυνόμενο, 
δια την υμετέραν σωτηρία χαριζόμενο,
στης μεγάλης άρκτου το στριφογύρισμα, 
στους καιρούς που φέραν φωτιές, 
αντί για μάννα και νερό, 
κι αντί για χαρούμενα πυθαγόρεια, 
μόνο την ανεπιβεβαίωτη εικασία του Hodge, 
για το το ανερμήνευτο σχήμα σου.  


Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Το βέβαιο

Ασφαλές και βέβαιο συμπέρασμα:

δεν εκβιάζεται το οικειοθελές
με κλειστό στόμα και κλειστό πουκάμισο
μ’ αχρηστευμένη τη μεζούρα του πόνου

δεν σώζεται το ανυπεράσπιστο
με αθώα χέρια και ματωμένα δάχτυλα
μ’ ακυρωμένο κάθε δεύτερο παλμό


εικόνες κατακλύζουν το σπασμένο στέρνο
φώτα από χαμόγελα άγνωστων αφορμών
σε μια χωρίς τέλος κυκλική ανάκριση
ρωτούν «γιατί;» και κυρίως «πως;»

φώτα από χαμόγελα άγνωστων αιτιών
ανηλεή, υπέροχα διεισδυτικά,
μαρτυρικές οστέινες λευκές αιχμές
στον συρισμό του Αυγούστου,
τριανταδυο διατρητικές σφαίρες
βελονίζουν ακανόνιστα γαζιά
στο νεκρό κέντημα του παλιού σώματος

κι αυτή τους η χλεύη, Θεέ μου,
του τέλους ένδειξη αναμφισβήτητη,
κατρακυλά με μεταλλικό θόρυβο
στον λαβύρινθους και στους κοχλίες
παράγοντας άγνωστες λέξεις γνωστών νοημάτων.


Θα μου πεις
το εύλογο σκοτάδι μετά από μια εποχή φωτός
Θα μου πεις
το εύλογο σκοτάδι μετά από μια εποχή φωτός

Τι σημασία έχουν τα εύλογα
την ώρα που σπάζουν τα ράμματα των παλιών πληγών;
Ποιος νοιάζεται για εύλογα
όταν άλογα αλωνίζουν ύπτια στέρνα παραδομένα;

εγωισμός, ο νεκρός, βασιλιάς,
κι η θλίψη, η βασίλισσά του,
αθέατο το θέατρο της ζωής
κι οι θεατές 
κουφοί μάρτυρες
τυφλοί μάρτυρες
μεγαλόπρεπων μνημείων πόνου
Θα μου πεις
Ο αλώβητος τον λίθον βαλέτω
Θα μου πεις
μα ποιος θα σ' ακούσει;


Σάββατο 19 Αυγούστου 2023

Άηχο

Έκλεισα τα παράθυρα να μην ακούω τη ζωή.
Μόνη μου παρηγοριά ο ήχος μιας μηχανής.

Δεν είναι γκρεμός αυτό που θροΐζει τρυφερά μπροστά μου.
Έχει κι άλλη τυράννια.


Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

Το νερό

Δεν ήταν νερό αυτό στις χούφτες σου.
Αλλιώς το στόμα μου γιατί να διψάει;
Κι οι χαρές σου τώρα στην οθόνη μου
σαν μια ταινία, σαν μια λάμψη ξένη,
με τυραννούν λες και σου έκλεψα τα χρόνια,
κι ας κουβαλήσαμε μαζί όλα τα βάρη τους.

Δεν ήταν νερό αυτό στο ποτήρι σου.
Δεν ήταν ποτήρι, ήταν οι κούπες σου.
Χρώματα, σχέδια, έλικες διπλοί.
Ποιος κουβαλάει νερό σε κούπα;
Και το δωμάτιο ήταν βάρκα στο νερό,
σε λίμνη στέρεη, σε φώτα παγωμένα.

Δεν ήταν νερό αυτό στο στόμα σου.
Αλλιώς γιατί να με διψάει το φιλί σου;
Κι οι άντρες σου όλοι στοιχισμένοι,
γιατί να διψάνε κι αυτοί στη λεζάντα της ζωής σου
και να με τυραννούν λες και τους έκλεψα το νερό,
κι ας κουβαλήσαμε μαζί χρόνια το βάρος τους;

Δεν είναι νερό αυτό στα μάτια μας.
Κλείσε τις χούφτες
 κι ας μην είναι.
Θα ξεδιψάσουμε αδερφή μου απ' το στερεμένο πηγάδι.
Εσύ σαν γυναίκα, σαν μητέρα, σαν δυνατότητα.
Εγώ σαν πληγή, σαν σημαία, σαν κλειδαριά.
Σαν κρύσταλλο που άστραψε και τώρα σπάει.


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Ραδάμανθυς

Στου Ραδάμανθυ την πόρτα
δέκα τραπέζια 
έστησα 
να γιορτάσω τον ερχομό σου
να γιορτάσω την χαρά σου
τον πόνο σου

Κάλεσα τον Μίνωα στην κεφαλή
και παραγγείλαμε 
σπυρωτή φακή για τα λόγια που σου έγραψα
όξινο σεβίτσε για όσα μας πόνεσαν
γλυκό συκώτι με πυχτή σάλτσα για το συμπαγές των οσμών
πατατούλες τραγανές σύμβολα κρουστών δερμάτων
κρασί τέκνο των κρυφών κοίλων σου και των πηγών
και μια λιωμένη σοκολάτα να περιχύσει το πικρό τέλος

Στου Αιακού τα πόδια 
χοές με βινσάντο 29 ετών
επιστρεφόμενο στην κοιλιά των ηφαιστείων
στάξαμε
οι συνδαιτημόνες εκστασιασμένοι,
τουλάχιστον εις εξ αυτών, 
για να κρατάει το πανηγύρι χρόνια,
κι ας λείψει στο εξής
το απαθανατισμένο άγαλμά σου.

 

Λάιος ο Λάμβακος

Βασιλιά της Θήβας
σε σκότωσε το αγένητο παιδί σου
ένα βράδυ ύποπτο
σ' ένα παγκάκι στην Παύλου Μελά.
Σε δηλητηρίασε με μια μπάλα παγωτό
σ' ένα τραγανό choux. 

Ίσως και να 'ναι κάποιου άλλου το παιδί
κι ίσως και να 'ναι ήδη γεννημένο
πάντως χτες ο φόνος έγινε
κι ο φονιάς είναι ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτορας.
Ή ένα κορίτσι μυθικό, που δίνει νέκταρ στους θεούς. 
Μπορεί κι οι δυο.
Δεν τους αναζητεί η αστυνομία.
Κανείς δεν θα μάθει τ' όνομά τους. 
Ούτε κι αυτά θα μάθουν πως σε σκότωσαν.

Μια φορά βασιλιά πέθανες.
Μέσα σε όνειρο;
Μέσα στον ύπνο σου;
Μέσα στη μέθη σου;
Μετά από χρόνια αναμονής.

Βασιλιά της Θήβας
μπορεί τελικά και ν' αυτοκτόνησες. 
Το πατροκτόνο τέκνο
να είναι ακόμα ένας μύθος.

Λάιε, Λάιε φαιδρέ!
Ας να τρυπούσες ακριβέστερα
τις τρυφερές πατούσες
Λάιε, Λάιε κουτέ!
Ας κρατούσες κλειστό το στόμα σου
στο τρίστρατο που αντάμωσες 
αυτή σου τη μοίρα
Λάιε, Λάιε τραγικέ!
αλλού τα χέρια σου, 
αλλού τα πόδια σου,
αλλού το στήθος σου,
θαμένα 
Αντί επιδέσμου,
μήδεια έλαβες,
αντίδωρο
της κάθε αναπνοής.

Μαζέψου τώρα και περπάτα πάνω κάτω την Τσιμισκή.
Άφησε την πόλη να σε χωνέψει.  


Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

Των λέξεων

Νομίζεις ότι οι λέξεις είναι παιχνίδια
κρυπτικών νοημάτων,
απροσδιόριστων φορτίων, 
εγγενών ασαφιών, 
χρωματιστών εντάσεων, 
μοναχικών αδιεξόδων, 
αμφίσημων ανυδριών, 
κυωνικών κραυγών, 
νυχτερινών καπρίτσιων, 
θαλασσινών σπηλιών,
υπομονετικών βροχών
το ξεδίψασμα, του καιρού
παιχνίδια...

Αν δεν ήταν
ο πόνος των αρθρώσεών μου
στο πιο ψηλό σκαλί, 
ο βόμβος του αίματος στο αφτί μου
όταν ξαπλώνω κι όταν σηκώνομαι,
ο πανικός του ιδρώτα μου 
στην θέα μιας ακόμα φωτογραφίας, 
των δαχτύλων μου το τρέμουλο
και των ματιών μου η σαστιμάρα,
αν δεν ήταν
το ύψος και το βάθος της αναπνοής μου,
τα στενεμένα ρούχα μου, 
η μανία, η κάθε μανία, 
και το εκάστοτε αδιέξοδο,

ίσως να σε ξανακαλούσα 
να παίξουμε μ' αυτά τα παιχνίδια.


Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Ανταμοιβή

Θα ανταμείβω την αγάπη σου
χωρίς ίχνος τρυφερότητας.
Μιας που στο δρόμο σου
βρέθηκα,
ας πάρω την αναπνοή σου
όπως ο έλγιν,
μία σφυριά για κάθε σου ομορφιά.

Θα ανταμείβεις την αγάπη μου
χωρίς ίχνος έντασης.
Μιας που στο δρόμο μου
βρέθηκες,
πάρε την αναπνοή μου
όπως το παιδί,
μια φροντίδα τη φορά, κάθε φορά.