Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Το 31 α'

Ξέφτισε η ζωή εφτά με πέντε.
Βούλγαρη - Σφαγεία, κομματιάστηκε.
Κρεμάστηκαν τα όνειρα στις χειρολαβές.
Τα μάτια στέγνωσαν.
Το βλέμμα έγινε τετράγωνο.

Πρώτα να παραχωρεί τη θέση,
ελπίζοντας,
και γρήγορα να του παραχωρείται
απέλπιδα.
Σώμα απρόσωπο, στριμωγμένο,
αφημένο χειμώνα-καλοκαίρι
στο ματαιωτικό πέρα-δώθε.



Έτερον ουδέν

Τα διπλωμένα του χρόνια
δεν κουβαλάνε τίποτα διδακτικό.
Ίσως μονάχα ένα μικρό εγχειρίδιο δίκοπο,
για το πώς να χαϊδεύεις με ολόκληρο το σώμα
και πώς να χαϊδεύεσαι.

Έτερον ουδέν.

Ζει με αυτάρκεια μέσα στην απόλυτη εξάρτηση.
Όχι ότι δεν του λείπει τάχα
η σάρκα της εκάστοτε φαντασίας του.

"Με την ανοίκεια οικειότητα
των φρεσκοενωμένων κορμιών σας,
με τη μετάληψη θαλασσινών συναγμένων,
με νέων κυμάτων αφρούς,
μπορεί να γνωριστείτε στα βαθιά,
μπορεί και να πετάξετε."
Κάτι τέτοια μεταμεσονύκτια, βαρετά,
στομφάζει στο αόρατο ακροατήριο.

Κι ύστερα, πιο μυστικά, στον εαυτό του...
"Μπορεί όμως και να κολλήσετε
στη λάσπη αυτής της άπειρης απόστασης
μεταξύ δυο ενωμένων σωμάτων."



Το λουλούδι

Ποτίζω επί χρόνια ένα νεκρό λουλούδι,
ένα μπουμπούκι, σ' ένα αυτοσχέδιο βάζο.
Αποχωρίζομαι πτώσεις πετάλων.
Αναπολώ οσμές.
Περιμένω.

Άλλοι μιλούν για τις βραδυφλεγείς ιστορίες εντός τους.
Άλλοι για την άγρια κραυγή του καιρού των ανθρώπων.
Εγώ, που δεν ξέρω τίποτα, δεν τραγουδώ.
Κρατάω μόνο ένα ίσο.
Και ποτίζω επί χρόνια ένα νεκρό λουλούδι.

Ανάβω τακτικά τα καντήλια της προσωπικής μου δυστοπίας.
Σκουπίζω το τριμμένο μάρμαρο και τη μικρή αυλή.
Πευκοβελόνες στο τραγανό μου βήμα.
Βουίσματα αόρατων μελισσών.
Ήσυχα βασιλέματα.
Και μια βουβή καμπάνα ανέγγιχτη χρόνια.

Αλλά εγώ φροντίζω το νεκρό λουλούδι.
Ένα τριαντάφυλλο εκατόφυλλο.
Από αιώνες κομμένο.
Καλά ποτισμένο.
Κρυμμένο σε τόπο ιερό.
Στην άκρη ενός άσχημου χωριού.
Λίγο πιο πριν από το εγκαταλελειμμένο μονοθέσιο σχολείο.
Λίγο μετά από το σπίτι του παπά.

Το τελευταίο απόγευμα του κόσμου
όταν θα πέσει το εκατοστό πέταλο
θα κάνω την εκπρόθεσμη επανάστασή μου.