Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Στον παιδότοπο

Χτες με παράτησε η μητέρα μου
Μόνο σ’ ένα αχανές πάρκο
Με παράτησε κι εγώ πάγωσα
Με τρόμο παραλυτικό την αναζήτησα
Με τα μάτια μου την αναζήτησα
Με την ανάσα μου, με κάθε μου κύτταρο
Μα δεν ήταν πουθενά
Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, 
άνοιξε η γη και την κατάπιε
Λίγα δευτερόλεπτα πριν παίζαμε στην άμμο
Χτίζαμε ένα σπίτι όμορφο
Κάναμε όνειρα, γελούσαμε παιδιά
Ύστερα, δεν θυμάμαι, 
λες να της έριξα άμμο στα μάτια; 
Εξαφανίστηκε!
Φώναζα, έκλαιγα, έτρεμα, 
κανείς να με ακούσει.
Καμία αγάπη και καμία παιδική χαρά.

Χτες με παράτησε η μητέρα μου
Κι είναι λέω αυτό, μέγιστη πράξη ερωτική.


Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Πόσο μάλλον

Ακόμα και τον Παρθενώνα
ο καιρός κι η φθορά τον εξύψωσαν έτι.
Τα κύματα των αιώνων τον ξεθώριασαν
και τον αθανάτησαν. 
Αφέθηκα κι εγώ στον ήλιο και τον αέρα, 
μήνα τον μήνα, 
να χάσω όλα τα χρώματά μου.
Έχασα, έσπασα, ακρωτηριάστηκα, 
κι απέκτησα, λέω, σε αντάλλαγμα
ύψος δυο πόντους παραπάνω. 

Έγινα όμως εύθρυπτος 
και στο ποτάμι αυτό δεν άντεξα. 
Ούτε το δάμασα.  
Ούτε καν το εξέτρεψα κατά τι. 
Αφρόντιστη, ασυντήρητη κοίτη, 
στόμωσες.
Επιμερίστηκε η αγάπη και φτένυνε.
Κι εγώ που πόνεσα τόσο
δεν θέλησα να μου χαριστεί τίποτα.
Κέρδισα το βάθος του Πύρρου. 

Όπως καταρρέω τόσο καιρό, θα ανορθωθώ.
Μα αυτή η παλινόρθωση θα
αχρηστεύεται πάντα 
από έναν σταθμό τερματικό,
από μια ανεισάκουστη πρόταση, 
από δυο-τρεις φωτογραφίες 
τάχα γελαστές
σε μια έρημη τρύπα, τριάντα μέτρα
κάτω απ' την κεντρική πλατεία. 


Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Η γλώσσα

Θρηνώ της γλώσσας το θάνατο.
Η γλώσσα είναι μια πέτρα 
και βουλιάζει στη θάλασσα.

Θορυβεί πιο αιχμηρά κι από την μυρωδιά.
Στοιχειώνει στα επιθήλια.
Γεύεται τον ύπνο μου. 
Αναιρεί τα μάτια μου, 
κι όταν δεν κλαίω μπήγει τα δόντια της
στις τρυφερές παρειές της μόνης μου νιότης.  

Η γλώσσα μας είναι ένα παιχνίδι
που έσπασε στων χεριών μου 
τον αδέξιο χρόνο.  

Τώρα πια μοιάζει 
με κάτι που γνώρισα στον ονειροκαιρό. 
Σαν θεός του παλιού κόσμου που μ' ευλόγησε,
μα πέθανε πια.  Πέθανε.  


Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

Καμπύλες μάθησης

Ξέμαθα. Δεν ξέρω πια πως δένεται ο κόμπος των παπουτσιών μου. Πως εξημερώνονται τ' αγρίμια και πως οι άνθρωποι. Όλα είναι ξένα και αφορούν πια άλλους. Το ημερολόγιό μου κενό. Χωρίς περιεχόμενο και σημειώσεις. Τα σώματα κενά. Χωρίς ειδικό βάρος. Τα μάτια αδειασμένα. Τα χέρια. Τα χέρια μου γέρασαν και στράβωσαν τα δάχτυλά τους. Ξέχασαν να κρατούν. Δεν θυμούνται πια πως να χαϊδεύουν. Τρέχουν αδέξια και ντροπιασμένα πάνω στις ζωντανές και τις νεκρές επιφάνειες. Τρέμουν επάνω στην έρημη επικράτεια του σώματός μου.

Τα πράγματα έχασαν τον πυρήνα τους. Όλα είναι κούφια. Άδεια κελύφη που αντηχούν χτυπήματα στην επιφάνειά τους, αναπαράγοντας παλιές ιστορίες και νέες δοξασίες. Επικοί θρύλοι γεννιούνται κι η κοσμογονία αυτή κοχλάζει καζάνι, στην κόλαση του δέρματός μου.  Δεν ξέρω πια πως να βλέπω, πως να ακούω, πως να ζεσταίνομαι.  Περπατώ προς την βρεφική ηλικία ξεμαθαίνοντας όλο και περισσότερα, μέχρι να αρχίσω να τρεκλίζω, να παραπατώ και στο τέλος να μπουσουλώ.  

Δέκα σελίδες μείναν όλες κι όλες για να τελειώσει αυτή η μασκαράτα.  Την καλώ τέτοια για να περισώσω την αξιοπρέπειά της.  Μετά θα ξεχάσω και να γράφω.  


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Χτες

Απόψε η πείνα μου απευθύνεται στις άκρες των δαχτύλων μου.
Στα νύχια, στις παρανυχίδες, σε κάθε κομμάτι που εξέχει.
Μπορεί να χορτάσω μ' αυτά ή να συνεχίσω, με το σώμα τους.  
Πόσο απέχει η μία ακρωτηριασμένη αγκαλιά από την άλλη;

Απόψε η δίψα μου χωράει σ' ένα ποτήρι κερί, με ουίσκι και λικέρ.
Στα αληθινά, στα ψέματα, σε κάθε σταγόνα, στο υψωμένο χέρι.
Μπορεί να ξεδιψάσω μ' αυτά ή να συνεχίσω, με το ποτήρι μου. 
Πόσο απέχει η μία σπασμένη δαγκωνιά από την άλλη;

Απόψε η λαχτάρα μου εκτείνεται στις ελάχιστες ώρες της μνηστείας.
Στη νύχτα που άνοιξε η γη και σώπασαν οι λύκοι για λίγο.
Μπορεί να ουρλιάξω, ή να κλάψω, ή να γελάσω, με το ποτήρι μου.
Πόσο απέχει η μία σπασμένη φωνή από την άλλη;  


Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Ο εραστής

Ο εραστής είναι μπλε ηλεκτρικό,
κι εδώ, 
βαμμένο μαύρο.
Στο τελευταίο συρτάρι,
ανάμεσα στα ανακατεμένα πουλόβερ
τα εσώρουχα και τα καλσόν,
ξέμειναν ενεά, αλλά νεκρά, 
ένα σορτς και ένα τίσερτ.
Στους τοίχους του σπιτιού
πράσινος, 
κρεμασμένος από όλα τα καρφιά,
παρατηρητής
 του μικρού δωματίου,
του πιο ένδοξου πεδίου μάχης,
του παλιού ιδρώτα που αναμείχθηκε,
του ζωντανού σώματος που μετακόμισε.
Κάτω απ’ το νέον 
ακόμα πιο όμορφη,
στέκει ονειρική,
μια ταμπέλα που λέει:
"ο εραστής είναι μπλε ηλεκτρικό,
κι εδώ, βαμμένο μαύρο."


Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Το σπίτι

Ένας άντρας μπήκε στο σπίτι μου.
Πρώτα είδα τη σκιά του απ' το παράθυρο
άγρια ξημερώματα,
κι ύστερα τον άκουσα να σέρνεται
σχεδόν μέσα σε όνειρο.
Μέχρι να προλάβω να το υπερασπιστώ
ήταν μέσα του,
το πήρε.  Το πήρε και τώρα δεν μπορώ 
να ξαναζήσω πια εδώ.


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Ρητορικό

Κι αν πεθάνω ποιος θα διορθώσει όσα πρέπει να διορθώσω;
Για την σκληρότητά μου, ποιος θα απολογηθεί;
Γι' αυτό το όνειρο που νόμισα για ανάμνηση, ποιος θα θρηνήσει;


Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Υπναγωγία

Ξημερώματα άνοιξης, πιστός
στο καθεβραδινό ραντεβού
στην πλατεία με το οξυγώνιο όνειρο,
αφήνω λουλούδια στο ίδιο ζευγάρι
όμορφων ποδιών με τα φουσκωμένα
δάχτυλα χωρίς νύχια.

Κάτω από τη στέγη των βιβλίων,
απ´ τα ρολόγια που πότε χειμωνιάζουν,
σπανιότερα ζεσταίνονται, στην υπναγωγία
και στην υπναπαγωγή,
ανοίγω κουβέντα με το αδύνατο
και ξαναπαίζω το παλιό
σε μιξντ τέϊπς γεμάτες αφιερώματα.

Τι να άλλο να κάνω Θεέ μου;;
Αυτή είναι η δική μου θυσία στο βωμό σου,
και με το σώμα μου και με το αίμα μου,
και με τα πολύπαθα δάχτυλά μου,
και με τα πιστά μου όνειρα
σου παρέχομαι απλόχερα κάθε πέμπτη πρωινή
στον όρθρο σου συναρτώ
ένα σώμα προσευχή
κι ένα σώμα καντήλι αναμμένο,
μ’ ένα ζευγάρι πόδια αλάβαστρο
κι μ´ ένα ζευγάρι χέρια αλάβαστρο
και με χιλιάδες σελίδες σεναρίου
ανεβάζω την ίδια, σε παραλλαγές,
παράσταση
για να Σε πείσω, Θεέ μου,
πως είμαι κι Είσαι αμαρτωλός.

Ανοίχτηκα κι απόψε στη μαύρη θάλασσα
του σύμπαντός Σου
μ’ ένα από κείνα τα καράβια
με τις πολλές κεραίες
και τα πολλά φωτάκια στις κεραίες
και με πυξίδα άγνωστα άστρα ανεβαίνω
δι-αγωνίας ανεβαίνω και πλέω
και πάω στο μεγάλο Τίποτα.

Και σε συναντώ σε στενό διαμέρισμα
και μου μιλάς, και δεν καταλαβαίνω τι λες
μα γελάω, Θεέ μου!
σαν να μην είναι όνειρο που σε ξαναβλέπω,
σαν να ‘ναι πράγματι άνοιξη,
και σαν να ξεδιψάει ανάλαφρη η ψυχή μου.

Μα με κλωτσάς, Θεέ μου, και πάντα ξυπνάω
στις έξι το πρωί,
στο πιστό ραντεβού με τον όρθρο σου
έξω απ’ τον γοτθικό ναό
πάνω στα χιονισμένα πλακάκια,
κάτω απ’ τα εργατικά ρολόγια,
πάνω απ’ τα εργατικά τρένα,
ανάμεσα σε άπειρα ηλεκτρόνια,
που σπινάρουν ορίζοντας ιλιγγιώδη κενά
που σε κρύβουν, Θεέ μου, σε κρύβουν,
κι εγώ δε σε βλέπω ποτέ πια,
παρά μόνο στις πέντε το πρωί,
κάθε βράδυ! στο πιστό μου όνειρο.


Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Σημεία στίξης

Με βρέχει κόμμα
με συνέπεια κόμμα
ένα παλιό νερό κόμμα
σταγόνα τη σταγόνα κόμμα
με λεπτότητα και χάρη
με απόγνωση κόμμα
μ' απελπισία κόμμα
σε ένα τοπίο κόμμα
αγγλικής εξοχής κόμμα
τα μάτια κόμμα
τα μαλλιά μου κόμμα
τα ελληνικά μου πόδια κόμμα 
σέρνονται 
με ρωτάνε κόμμα 
τί κρατάω σφιχτά κόμμα
σαν πόνο στο στομάχι κόμμα
και σαν μαχαίρι κόμμα
σφιχτά κόμμα
απ' το χέρι τελεία 
Ας είναι κόμμα
κι η λάμα κόμμα
τους λέω κόμμα
αν τ' αφήσω κόμμα
τους λέω κόμμα
τι θα μου απομένει κόμμα 
από σένα ερωτηματικό


Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Γεωγραφικό

Το σώμα σου είναι μια αχανής ήπειρος
κι ενώ πλέεις μες τα ρούχα σου
εγώ περπατώ μέρα και νύχτα τις άνυδρες ερήμους σου
αποφασισμένος για μια γουλιά πικρό νερό. 

Γίνομαι λαθραίος παραλήπτης
στα καρτ-ποστάλ απ' τα οικεία ξένα σου
και σε συναντώ μονάχα σε οάσεις ονείρου
που με ξυπνούν ακόμα πιο διψασμένο.  

Μεγάλωσε το τζιν σου.
Μην παραλείπεις να τρως!
Στείλε μου και δυο στάλες υγρασίας.
Είπαμε, είμαι κάκτος,
μα χόρτασα πια 
την ξερή σου άμμο.  


Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Περί αγαλμάτων

Γυμνός προσχημάτων προσήλθα στο εδώλιο.  
Μια ενδόμυχη ελπίδα καιροφυλακτεί ακόμα  
ενώ αργεί πολύ να φανεί 
η παρηγορητική χώρα της απελπισίας. 

Ο ιατρός συνέστησε άμεση και οριστική απεξάρτηση!
Πλήρη, ολοσχερή, καθολική! 
Αλλά εγώ, συνεχίζω να σε καπνίζω μέχρι θανάτου.  

Λόγω αναταράξεων, φορέθηκαν οι μάσκες.
Με το κεφάλι πια στο σημείο 
μεταξύ της αιχμής και της βάσης
εκεί που κατοικεί μια οξεία, αιμάτινη ριπή. 
Κάτι το αιθέριο και χωμάτινο. 
Μια πηγή θρεπτικών γευμάτων 
για κάλυκες και φαιά κύτταρα.
Ασταμάτητη, ανίκητη, σαρωτική.  

Σου γράφω τις λέξεις που μισείς, 
με τοκογλυφικές φαντασιώσεις.  
Με υπομονή.  
Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.  
Για λίγες ψωροδραχμές σακατεύομαι.  
Με σκέψεις "παίξε, γέρασε" 
και με την αθρόα προσθήκη ετών
και από την κάλπη σου
και από τον θάνατο του.  

Ο ιατρός συνέστησε αλλαγή δίαιτας.
Πλήρη, ολοκληρωτική, καθολική,
οριστική διακοπή βρώσης
του σάπιου κρέατός σου. 
Αντικατάσταση από φρέσκα λαχανικά
και φρούτα κάθε λογής. 
Αλλά εγώ είμαι ύαινα και μέγας αποδομητής.   
Μέχρι τότε,
θα γλύφω τις πληγές των μάρμαρων σου
για να ανυψώνεσαι υπέρλαμπρα.  


Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο βαρύς χειμώνας του '71

Θυμάσαι που αγαπούσες τα χέρια μου;
Έλεγες πως φρόντιζαν τους νεκρούς τόσο τρυφερά.
Τώρα μισείς τις λέξεις μου.  

Θυμάσαι τον βαρύ, γλυκό χειμώνα του '71;
Φτυάριζα χιόνι απ' την αυλή μου κι ίδρωνα για να προλάβω 
ακόμα ένα πεντάλεπτο μαζί σου.  

Θυμάσαι την απότομη κατηφόρα προς το σπίτι;
Έλεγα, "Παναγία μου, να μας κρατήσουν αυτές οι ράγες!".
Μας κράτησαν, μα γκρεμιστήκαμε.  


Τώρα εφευρίσκω νέους τρόπους για να σε γνωρίσω.
Και παλιούς για να σ' αγαπώ. 
Αποφάσισα πως δεν χρειάζομαι τα μάτια μου. 
Ας σε βλέπουν άλλοι.
Αποφάσισα πως δεν χρειάζομαι τ' αφτιά μου. 
Ας σε ακούν αυτοί. 
Κούρεψα μια παλιά οδοντόβουρτσα κι έφτιαξα ένα δέντρο. 
Έκατσα στη σκιά του, ν' αναπαυτώ. 
Σκάλισα και μια πέτρα και τώρα η πέτρα βλέπει.  
Έγραψα κι ένα τραγούδι και τώρα η πέτρα ακούει. 
Κι όταν περισσεύεις στο δωμάτιο ρωτάω την πέτρα:
Θυμάσαι;


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Ο ξένος

Όταν έφτασα στην πατρίδα σου,
την πρώτη φορά,
μ' έβαλες να καθίσω σ' ένα παγκάκι πράσινο.
Δίπλα μου ήρθε ένα μαύρο πουλί
και για πολλές φωτογραφίες
μου μιλούσε σαν φίλος κι εγώ του χαμογελούσα.
Έγινα φίλος με το πουλί και με τη γέφυρα,
με τα μαλλιά σου,
και με τα ποτάμια σου.  

Όταν έφτασα στην πατρίδα σου, 
την τελευταία φορά, 
μ' έβαλες να καθίσω σ' ένα παγκάκι μαύρο. 
Δίπλα μου ήρθε ένα μαύρο πουλί
και για ελάχιστες φωτογραφίες 
μου χαμογέλασε σαν ξένος κι εγώ τ' άκουγα. 
Κι έφυγα ξένος με το πουλί, ξένος με τη γέφυρα,
και με τα μαλλιά σου,
και με τα ποτάμια σου.   


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Τα δέντρα σου

Γέρνεις τα δέντρα σου όπως κι εγώ
Όπως μας γέρνει ο αέρας
Λερώνεις τα δάχτυλα και τότε σε κρατάω πιο σφιχτά.
Είναι ποτήρι αυτό το άδειο που κρατάς;

Δεν έχω δύναμη να αντισταθώ 
στην ακρυλική μπογιά
στην σινική μελάνη
στον τρόπο που γέρνεις τα δέντρα σου
όπως κι εγώ
προς τη μεριά που μας σπρώχνει ο αέρας. 
Λερώνεις τα χέρια σου και τότε σε κρατώ πιο σφιχτά. 
Είναι ποτήρι αυτό το άδειο που κρατώ;

Μη γέρνεις τα δέντρα σου όπως κι εγώ
αν δεν έχεις σκοπό να με υποστυλώσεις.  

 

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Λίγα μικρά ποιήματα για την Βαβυλώνα

Στις έξι η ώρα, στη μεριά της Βαβυλώνας,
να εξημερώσω τη γη σου, οργώνοντάς σε,
και σαν τον καλό Σπορέα, να σε σπείρω.
Να σε σπείρω και να δρέψω τον καρπό σου,
τον καρπό σου ως το κέντρο.
Έπειτα, να σε καρφώσω σε μια σελίδα μου,
με ημερομηνία τελική.

***

Η πένα μου ξύνει το έδαφός σου
ψάχνοντας τη ρίμα της φλέβας σου.
Κατά κανόνα πετυχαίνει, στο όνειρο.
Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγα στρέμματα κριθάρι.
Δεν ήσουν θεός.

***

Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγα στρέμματα κριθάρι.
Δεν ήσουν θεός
ούτε οι θυσίες μου απευθύνθηκαν σε 'σένα.
Με παρεξήγησε ο αδερφός εαυτός μου.
Σκληρή γη. Ατσάλινη στέπα.
Βγήκα για βοσκή ή για θάνατο;
Γυμνές ερημιές, χλωμά δέντρα,
σαθρό νερό, βάλτινο νερό, βούρκος σωστός.

Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγες γραμμές προσευχής.
Για σένα. Που σαν Θεός κουφαίνεσαι.
Κι άδικος ο κόπος του ενός.
Κι άδικο το αίμα του άλλου.

Εγώ;
Είμαι ο κτηνοτρόφος να σε σκοτώσω;
Είμαι ο γεωργός να σκοτωθώ;
Είμαι ο κυνηγός να σας φάω;
Κράτα μου τα χέρια. Θα σκοτωθώ.

***

Στις έξι η ώρα το πρωί, στη μεριά της Βαβυλώνας,
το όνειρο επανέρχεται με δώδεκα αιτήματα.
Γιατί ο ήλιος ανατέλλει πίσω από το κεφάλι σου;
Γιατί φωτίζεται το μορφάζον πρόσωπο;
Γιατί είναι άσφαλτος ο δρόμος και γιατί χαίρομαι;
Γιατί δεν χαίρεσαι;
Γιατί είναι η γη σκληρή και το αλέτρι σπάει;
Γιατί είναι ο χρόνος βραχύς και κυλάει αργά;
Γιατί η ηλεκτρική σκάλα, δε βγάζει πια στους κρεμαστούς κήπους;
Γιατί μόνο χιονίζει πια, ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη;
Γιατί η ακμάζουσα πόλη σταμάτησε να μιλά;
Γιατί τα δυο σου ποδήλατα και το κράνος σου;
Γιατί κατακτήθηκες, λεηλατήθηκες, σκεπάστηκες;
Γιατί στις έξι το πρωί σαλπίζεις προς τη μεριά των τειχών μου;


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ελάχιστες Ιστορίες - Αναζητείται... ιδιοκτήτης

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτής της θλίψης;
Πήγα κι έβαψα τα μαλλιά μου κι η μπογιά αυτό το γέρικο, κίτρινο γκρι που συναντά κανείς στους τοίχους των νοσοκομείων, στα βρώμικα τραπεζομάντηλα των καφενείων ή στα νύχια παλιών καπνιστών.   Ένας κάμπος καπνά, άφιλτρος Άσσος σκέτο, τυλίχτηκε στο κεφάλι μου κι η αμμωνία του μου 'καψε τα ρουθούνια, κι οι χρωστικές του ρουφήχτηκαν με μανία από τους θύλακες των τριχών μου για να ξεραστούν από κάθε μία τους, αλλάζοντάς τους όψη και ουσία, σε μια νύχτα.  
Δεν είναι μονάχα η ήττα του χρόνου, που συνθλίβει το κάθε σώμα.  Είναι πιο πολύ μια σύγκρουση συντριπτική, ακαριαία.  Μια προσπέραση, μια έξοδος στο αντίθετο ρεύμα κι ένας εκκωφαντικός κρότος από σπασμένα γυαλιά, τσαλακωμένες λαμαρίνες, πλαστικά παραμορφωμένα, καμένα λάστιχα.  Είναι η ταχύτητα της πτώσης, ο ρυθμός του γήρατος, το αστραπιαίο, η καμπή, το οριακό εκείνο που μεταλλάζει το ζωντανό μαύρο σε άσπρο σκληρό, ατσάλινο, πεθαμένο.

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτού του αίματος;
Τραβώ γραμμές στον μηρό μου κάθε πρωί πριν σηκωθώ απ' το κρεβάτι.  Σαν φυλακισμένος μετρώ τις μέρες μου μ' ένα ξυράφι απελπισμένου κοριτσιού.  Λένε οι ειδικοί πως χρειάζομαι νέες νευρικές συνάψεις, άσκηση και διατροφή.  Μα εγώ σκέφτομαι τα αυτοκόλλητα κρεμαστάρια πίσω από την πόρτα.  Το πουρί της λεκάνης.  Τον δρόμο με τους κάδους ανακύκλωσης.  Το σπασμένο ράφι στο ψυγείο κι ότι θα χρειάζεται πάλι απόψυξη.  Το δικτυωτό μπαλκόνι και το καινούργιο αποτύπωμα στο κρεβάτι.  Τα έρημα ρούχα μου.  Στο τελευταίο συρτάρι.  
Οι νύχτες είναι ήσυχες μα το ξημέρωμα, με το πρώτο φως ξεκινάω πάντα την ραπτική.  Περνάω με μπεταντίν το καθαρό δέρμα.  Γράφω τη γραμμή της ανατέλουσας μέρας στο μηρό, κι ύστερα με μια καμένη βελόνα ράβω επιδέξια το καινούργιο άνοιγμα.  Κοιτάζω μετά τα χτεσινά ή κάποια παλιότερα ράμματα, σκαλίζω άτσαλα και σπάζω μερικά και με τα λερωμένα χέρια μου σκεπάζομαι και βυθίζομαι στο προηγούμενο, το καθεβραδινό μου όνειρο.  

Σε ποιον ανήκει το βάθος αυτού του χρόνου;
Σκάβω το στομάχι μου και το φτυάρι βαθαίνει τόσο που δεν υπάρχει πια ενδεχόμενο φωτός ή επιστροφής.  Λένε οι φίλοι πως είναι λάθος η κατεύθυνση.  Κι εγώ παρακαλώ να είναι λάθος γιατί τα χέρια μου μόνο στο βάθος αυτό συντονίζονται κι αλλιώς τρέμουν.  Δεν μιλάω στη βροχή ούτε την ακούω πια.  Δεν μυρίζω τον άνεμο.  Τα μάτια ξεθώριασαν.   Το καινούργιο μου παλιό βασανιστήριο εφαρμόζω.  Μιλάω στον εαυτό μου κι είναι τα λόγια μου δάχτυλα λερωμένα που σπάζουν ράμματα και χώνονται να δροσιστούν σε παλιές και νέες πηγές.
Το κινέζικο προξενείο, μια στάση άχαρη, ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα αισθήματα, φαρδιοί δρόμοι απλόχωροι, έχει συνήθως παγωνιά στο στομάχι μου, έχει συνήθως πέτρες στα πόδια μου, πρέπει να πάρω το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ-λαμπατέρ στο κομοδίνο μου, μα που να το πάω;  Που να το παρκάρω;  Η Πλάτωνος με ρωτάει αν έκανα αυτοσυντήρηση; Πόσος καιρός, πόσο μελάνι, σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; 



Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Ο στίχος

Το δέντρο φυτρώνει στο στήθος
Ο στίχος φυτρώνει στο στήθος
Το δέντρο χυμάει προς τον λαιμό
Ο στίχος χυμάει προς τον λαιμό
Το δέντρο απλώνει κλαδιά που μπλέκονται στα μαλλιά
Ο στίχος απλώνει κλαδιά που μπλέκονται στα μαλλιά
Το δέντρο φουσκώνει και ξεφουσκώνει στο στήθος
Ο στίχος φουσκώνει και ξαναφουσκώνει στο στήθος
Το δέντρο πνίγεται στον ιδρώτα
Ο στίχος πνίγεται στον ιδρώτα
Το δέντρο είναι χρυσό και πλατινένιο, δεν φθείρεται
Ο στίχος είναι χάρτινος και μπακιρένιος, σακατεύεται
δώσε μου πίσω το δέντρο μου
να σου δώσω κι άλλο στίχο, κι άλλο στίχο


Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Ελάχιστες ιστορίες - Ο Στέφανος Κνότος εξοστρακίζεται

Ο Στέφανος Κνότος οδηγεί τα πρωινά, πάνω σε γυάλινα φώτα.  Έχει ένα κίτρινο αυτοκίνητο, πολύ αργό, κι όταν πατινάρει πάνω σε φέτες του φωτός, νιώθει πως για λίγο χάνει επιτέλους την πρόσφυση κι έτσι δικαιώνεται ο χρόνιος, άδικος μόχθος του και η τριβή της λίμας του πάνω στα λεία πια ελαστικά.  Κλείνει τότε τα μάτια του κι αφήνεται.

Γεννήθηκε και έζησε, μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, νομάς. Θυμάται τον εαυτό του για λίγο, πολίτη μιας άλλης χώρας, από της οποίας τα σκοτάδια και το λευκό, βίαια εκδιώχθηκε.  Δεν τον ήθελε κανείς εκεί και πάνω σε σπασμένα τζάμια γράφαν όλοι το όνομά του και του το δίνανε απ´ όπου περνούσε, ώσπου μια μέρα η μάνα του του είπε: «Τέλος! Ως εδώ ήτανε! Φύγε! Δεν σ’ αγαπάω πια...»

Τώρα οδηγεί το αμαξάκι του στην καινούρια χώρα που ´χει δρόμους ρευστούς, απαστράπτοντες, τυφλωτικούς και ανθρώπους με ασαφή περιγράμματα, δέρματα απείρως ελαστικά, κι αντί για μάτια κόγχες κενές.  Τα πάντα είναι λουσμένα στο φως και χάνονται μέσα του χωνεμένα.  

Εκείνος, πιλότος Νάγκελ Χάρμπορ, ονειρεύεται τα βράδια βροχές, και νεκροταφεία πολυτελείας, και βιβλιοπωλεία, βιαστικά σκοτάδια και την μακρινή του γραναζόχωρα.  Ονειρεύεται και την αγκαλιά της μάνας του και το μικρό του σώμα ένα κουβαράκι, έναν μικρό κόμπο χωμένο σε αριστερή εσοχή, σαν του υδράργυρου ή του έρωτα το θαύμα να ανυψώνεται.


Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Ο φράχτης

Σε έχω περιφράξει με σύρμα αγκαθωτό
και δεν μπορώ να μπω, και δεν μπορώ να 'ρθω,
μπορώ όμως να σε δω.

Σε έχω περισώσει με πάθος περισσό
και, δεν μπορώ να πω, βαθιά σε συντηρώ, 
και θέλω να σε βρω.

Σε έχω καθελκύσει με σύρμα αγκαθωτό
και δεν μπορώ να δω, μπορώ όμως να πω,
δεν θέλεις να σε βρω. 

Σε έχω καθηλώσει με πόνο περισσό
κι απ' το πηγάδι αυτό, ούτε μπορώ να πιω, 
ούτε και να πνιγώ. 


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Οι μάστορες

Όταν βλέπω τα μαστόρια της πέτρας
με τα βαριά, πρησμένα χέρια τους,
με τα ματσακόνια, τις σκόνες, τις ραγισματιές,
να δουλεύουν τον θνητό μύθο, σκέφτομαι εσένα.

Και λέω, να ήσουν εσύ ο πετράς κι εγώ η πέτρα;
Να με δούλεψες σιγά-σιγά, σπάζοντάς μου τις άκρες;
Στο καλέμι σου, αυτό με τα δόντια, να με ακούμπησες
και να μου μάσησες τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό σου ήταν το βελονάκι, για την κάθε μικρή λεπτομέρεια;
Κι αυτή την εύπλαστη πέτρα εσύ την μετασχημάτισες
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη σου,
ή μήπως σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;

Και λέω, να ήμουν εγώ ο πετράς κι εσύ η πέτρα;
Να σε δούλεψα σκληρά, σκληρά σπάζοντάς σου τις άκρες;
Στο καλέμι μου, και σε αυτά τα δόντια μου, να σε ακούμπησα,
και να σου μάσησα τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό μου ήταν το βελονάκι για την κάθε σου μικρή λεπτομέρεια;
Κι αν ήσουν εύπλαστη πέτρα εσύ, που σε μεταμόρφωσα 
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη μου,
ή σίγουρα σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;


Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Η οσμή

Στην καινούργια μου γραφή συμπυκνώνω τα γράμματα
έτσι ώστε οι λέξεις να καταρρέουν στον πυρήνα τους.
Τα παλιά νοήματα υποχωρούν στο παρασκήνιο 
γίνονται τεθλασμένες γραμμές χρώματος 
κι οι προτάσεις ευθείες που τις κοιτώ από μακριά 
σαν αποτέλεσμα ριπών σε πεδίο βολής. 

Στην καινούργια μου γραφή δεν γράφω, ζωγραφίζω 
στο χαρτί, για να κρύβω πιο βαθιά της, το άρρητο.
Τα παλιά σύμβολα κατεδαφίζονται και τα υλικά
προωθούνται σε παλιατζήδες για να πεταχτούν 
ή να χρησιμοποιηθούν πια σε νέες μορφές, 
ολόκληρα, σπασμένα, ή αλεσμένα από μηχανές κιμά. 

Στην καινούργια μου γραφή, μιλώντας για ο,τιδήποτε
σκιτσάρω ένα δέντρο, μια βάρκα, μια πιθανότητα.   
Φέρνω τα γράμματα πιο κοντά, ενώνω τις λέξεις, 
χωνεύω τις τελείες, ρίχνω τα κόμματα σε έναν πολτό
που αν τον πάρεις στα χέρια σου και τον στύψεις, 
στο έλαιό του θα με βρεις να επιπλέω χωρίς οσμή.  


Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Λευκή τρύπα

Προσπαθώντας να συνδυάσω 
το αιχμηρό με το γλυκό
συνθλίφτηκα. 
Πριονίδια στο πάτωμα, 
γυαλιά σε σκόνη, 
απομεινάρια ρινίσματα και ρανίδες. 
Σύγκρουση συντριπτική 
με ευγενείς προθέσεις. 
Κι αν ο σκοπός της ήταν η υπόκωφη ταχύτητα,
κι αν προτίθετο το αδιαχώριστο,
κι αν προφασίστηκε 
μια αξεδίψαστη πληγή
και το παλιό εν είδει λαβίδας 
για την κοινωνία της κοινής σάρκας, 
σχάση το τελικό αποτέλεσμα
και μια λευκή τρύπα 
που δεν θα τη διαπεράσει τίποτα πια. 


Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Η μεγάλη στολή

Ύστερα φόρεσες ένα φύλλο συκής
κι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.
Έσφιξες με τα μπράτσα σου το στήθος και τα πλευρά σου.
Με τις γροθιές σου υψωμένες προστάτευσες το χαμόγελο,
το πρόσωπο.

Τα πόδια σου κουράστηκαν να φέρνουν το κουλούρι και τον εσπρέσο.
Τα δάχτυλά σου κουράστηκαν να στολίζουν τα μαλλιά μου.

Φόρεσα κι εγώ την μεγάλη, αγκαθωτή στολή, με τα παράσημα.
Έτοιμος και για γάμο και για κηδεία, ό,τι ήθελες.
Και κηδέψαμε πολλά. Πάρα πολλά. 
Κι έμειναν ακόμα πιο πολλά ακήδευτα.


Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Τη Ρώμη

Πρέπει να κόψω τον Ισθμό,
κι είναι αυτό ένα έργο μεγάλο. 
Αιώνες κυκλικών πλεύσεων με σακάτεψαν. 

Πρέπει να κάψω και τη Ρώμη.  
Την αιώνια πόλη.  Ό,τι πιο όμορφο στον κόσμο! 
Πρέπει να κάψω τη Ρώμη.  


Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Το όχι τόσο καινούργιο

Αν κάνω πολλά χρόνια να σε δω
θα 'ναι σαν να σε βλέπω πρώτη φορά
κι ίσως αυτό προσφέρει μια λύση
στο πληγωμένο μου δράμα.

Δίπλα στο αλίχτισμα ένα λαϊκό λαχείο κλήρωσε 
τη νύχτα μαξιλάρι αγκαθωτό ανάμεσά μας. Το δέχτηκα. 
Φορούσες μαύρα γάντια όταν με άφησες στο κρύο,
και μύριζε ο λαιμός σου χέρι ξένο.  
Τι την ήθελες, έρμε, τη φωτογραφία στον σταθμό;

Από τότε ψάχνω την συνάρτηση που θα μου δώσει
μια νέα γέννησή μου.  Ωστόσο,
βράζεις ακόμα μέσα μου, κοχλάζεις, χύνεσαι, καις. 
Αποφάσισα να βγάλω τα μάτια μου.  
Τους πιο πιστούς προδότες. 
Να τα στείλω να επισκευαστούν στο κοντινότερο ναυπηγείο. 

Κι εσύ που θέλω να πεθάνεις αμέσως, που θέλω
να χωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου,
τώρα έρπειν τολμάς να γελάς μ' όλα σου τα ψεύτικα δόντια 
αστραφτερά απ' το καινούργιο σπέρμα.  


Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Κουτί

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Μπορεί να είναι μια αποσκευή στον έλεγχο του αεροδρομίου. 
Μπορεί και το παράθυρο ενός τρένου.
Μπορεί να είναι το μελάνι που κρύβεται σ' ένα μικρό τετράδιο. 
Μπορεί και το τετράδιο σκέτο, άδειο.  

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Μπορεί να είναι ένα ρολόι σ' έναν κουρασμένο καρπό.
Μπορεί και ο παφλασμός της θάλασσας. 
Μπορεί να είναι η ψάθινη καρέκλα ενός καφενείου. 
Μπορεί και το κάστρο της Νυρεμβέργης. 

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Κράτα το στα χέρια σου.  Κούνησέ το.  Άνοιξέ το αν θες!  
Μπορεί να είναι ένα χάδι.  Που δόθηκε.  Που δεν δόθηκε. 
Μια αγκαλιά την ώρα που κάποιος ξεσπάει σε κλάματα.  
Παρηγορητικής αδιαφορίας εγγύητητα. 
Μπορεί κι η ασφαλής απόσταση του τέλους.  

Όπως και να 'χει, ένα κουτί πόνου έχει δέρμα και μαλλιά. 
Ακόμα κι αν το ανοίγεις, και το κοιτάς, και δε βλέπεις
παρά μόνο ένα άδειο κουτί.  


Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Τι πάθος ατελείωτο, ατελείωτο...(Μ.Β.)

Αυτή η σιωπή μου ξεσκονίζει κάθε παλιά πληγή.
Αυτή η πλατιά παρένθεση στο πρόσωπό σου
που 'χει σηκώσει τα χέρια εκστατικά στον ουρανό. 
Τύμπανα χτυπούν σκοπούς ομφαλοσκοπικούς.
Τα μάτια. Αχ, τα μάτια, τρις ισόβια!  
Δηλητήρια στον πρωϊνό καφέ.  Τα δόντια.
Τι έφταιξα;;  Ποιος ξεγέλασε την καλή μου μοίρα;
Κάθε μέρα κι αυτή κι εγώ μαζί σ' αυτόν το θάνατο. 

Αυτή η πληγή με εκδικείται για κάθε παλιά σιωπή. 
Τρύπα με. Σαν κραυγή εγκατάλειψης "λαμά, λαμά;"
που κανείς δεν απαντά.  Τα χέρα κομμένα στη γη. 
Τρομπέτες τρυπούν τσιρίδες τύμπανα και κοχλίες. 
Να μην ακούω.  Τις λέξεις σου.  Την γειτονίτσα σου. 
Τα κύτταρά σου.  Τον Γιόβιτσα και τον κάθε τυφλό,
την Αμερική, την νύχτα εκείνη που έσπασα στα δύο. 
Ξεφλουδίζομαι στην άκρη του προσώπου, του χρόνου.  
Μαρτύρισα και πλήρωσα όλα μου τα αρχαία χρέη.  

Μα είμαι κι εγώ εδώ.  Έζησα. Έσφαλα. Ευστόχησα. 
Κι αν έπλεξα το σάββανο του πατέρα σου,
με χίλια πλεχτά κορμιά πάνω μου, κάτι κρυμμένο μέσα 
περιμένει, όπως ο Άργος, να πεθάνει στα πόδια σου. 
Κάτι κρυφό μέσα μου περιμένει, ναι κι εσύ Εύμαιε! 
κράτα με να αναλυθώ σε κλάματα λύτρωσης στα χέρια σου.  
Κάτι βουβό περιμένει, να σου πλύνω τα σκονισμένα πόδια
εγώ που σε μεγάλωσα, ναι, και να στα φιλήσω.  
Κάτι πικρό περιμένει να ξεμπλέξω τον μέγιστο μύθο σου, 
να σκοτώσεις τους μνηστήρες μου, και να με ξαναγαπήσεις.   


Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Το δέντρο

Ζωγράφισα ένα δέντρο
πάνω στο στήθος σου.
Δέντρο χρυσό
με κορμό ασημένιο.
Να σε κρατάει δροσερό το καλοκαίρι.
Στο κρέμασα από λεπτή αλυσίδα.
Να σε βαραίνω ανεπαίσθητα.

Φριχτό δέντρο.
Φριχτά κοιτάζει τώρα
το απέναντι στήθος σου.

Ζωγράφισες ένα σπίτι
πάνω στο στήθος μου.
Σπίτι μισό. Χωρίς πόρτα.
Δίχως κλειδί. Απροσπέλαστο.
Το δέχτηκε η ολιγάρκειά μου.
και το ξεσκόνιζε όπως μπορούσε.

Μετακόμισες από κει
κι εγώ τώρα πρέπει να το βάλω
σε ένα άλμπουμ
με ψεύτικες φωτογραφίες,
δίπλα σ’ εκείνη τη θάλασσα
που τη νόμισα κάποτε ολόκληρη δική μου,
μα δεν είχα ούτε ένα της βότσαλο,
ούτε ένα κύμα.