Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Στον παιδότοπο

Χτες με παράτησε η μητέρα μου
Μόνο σ’ ένα αχανές πάρκο
Με παράτησε κι εγώ πάγωσα
Με τρόμο παραλυτικό την αναζήτησα
Με τα μάτια μου την αναζήτησα
Με την ανάσα μου, με κάθε μου κύτταρο
Μα δεν ήταν πουθενά
Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, 
άνοιξε η γη και την κατάπιε
Λίγα δευτερόλεπτα πριν παίζαμε στην άμμο
Χτίζαμε ένα σπίτι όμορφο
Κάναμε όνειρα, γελούσαμε παιδιά
Ύστερα, δεν θυμάμαι, 
λες να της έριξα άμμο στα μάτια; 
Εξαφανίστηκε!
Φώναζα, έκλαιγα, έτρεμα, 
κανείς να με ακούσει.
Καμία αγάπη και καμία παιδική χαρά.

Χτες με παράτησε η μητέρα μου
Κι είναι λέω αυτό, μέγιστη πράξη ερωτική.


Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Πόσο μάλλον

Ακόμα και τον Παρθενώνα
ο καιρός κι η φθορά τον εξύψωσαν έτι.
Τα κύματα των αιώνων τον ξεθώριασαν
και τον αθανάτησαν. 
Αφέθηκα κι εγώ στον ήλιο και τον αέρα, 
μήνα τον μήνα, 
να χάσω όλα τα χρώματά μου.
Έχασα, έσπασα, ακρωτηριάστηκα, 
κι απέκτησα, λέω, σε αντάλλαγμα
ύψος δυο πόντους παραπάνω. 

Έγινα όμως εύθρυπτος 
και στο ποτάμι αυτό δεν άντεξα. 
Ούτε το δάμασα.  
Ούτε καν το εξέτρεψα κατά τι. 
Αφρόντιστη, ασυντήρητη κοίτη, 
στόμωσες.
Επιμερίστηκε η αγάπη και φτένυνε.
Κι εγώ που πόνεσα τόσο
δεν θέλησα να μου χαριστεί τίποτα.
Κέρδισα το βάθος του Πύρρου. 

Όπως καταρρέω τόσο καιρό, θα ανορθωθώ.
Μα αυτή η παλινόρθωση θα
αχρηστεύεται πάντα 
από έναν σταθμό τερματικό,
από μια ανεισάκουστη πρόταση, 
από δυο-τρεις φωτογραφίες 
τάχα γελαστές
σε μια έρημη τρύπα, τριάντα μέτρα
κάτω απ' την κεντρική πλατεία. 


Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Η γλώσσα

Θρηνώ της γλώσσας το θάνατο.
Η γλώσσα είναι μια πέτρα 
και βουλιάζει στη θάλασσα.

Θορυβεί πιο αιχμηρά κι από την μυρωδιά.
Στοιχειώνει στα επιθήλια.
Γεύεται τον ύπνο μου. 
Αναιρεί τα μάτια μου, 
κι όταν δεν κλαίω μπήγει τα δόντια της
στις τρυφερές παρειές της μόνης μου νιότης.  

Η γλώσσα μας είναι ένα παιχνίδι
που έσπασε στων χεριών μου 
τον αδέξιο χρόνο.  

Τώρα πια μοιάζει 
με κάτι που γνώρισα στον ονειροκαιρό. 
Σαν θεός του παλιού κόσμου που μ' ευλόγησε,
μα πέθανε πια.  Πέθανε.  


Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

Καμπύλες μάθησης

Ξέμαθα. Δεν ξέρω πια πως δένεται ο κόμπος των παπουτσιών μου. Πως εξημερώνονται τ' αγρίμια και πως οι άνθρωποι. Όλα είναι ξένα και αφορούν πια άλλους. Το ημερολόγιό μου κενό. Χωρίς περιεχόμενο και σημειώσεις. Τα σώματα κενά. Χωρίς ειδικό βάρος. Τα μάτια αδειασμένα. Τα χέρια. Τα χέρια μου γέρασαν και στράβωσαν τα δάχτυλά τους. Ξέχασαν να κρατούν. Δεν θυμούνται πια πως να χαϊδεύουν. Τρέχουν αδέξια και ντροπιασμένα πάνω στις ζωντανές και τις νεκρές επιφάνειες. Τρέμουν επάνω στην έρημη επικράτεια του σώματός μου.

Τα πράγματα έχασαν τον πυρήνα τους. Όλα είναι κούφια. Άδεια κελύφη που αντηχούν χτυπήματα στην επιφάνειά τους, αναπαράγοντας παλιές ιστορίες και νέες δοξασίες. Επικοί θρύλοι γεννιούνται κι η κοσμογονία αυτή κοχλάζει καζάνι, στην κόλαση του δέρματός μου.  Δεν ξέρω πια πως να βλέπω, πως να ακούω, πως να ζεσταίνομαι.  Περπατώ προς την βρεφική ηλικία ξεμαθαίνοντας όλο και περισσότερα, μέχρι να αρχίσω να τρεκλίζω, να παραπατώ και στο τέλος να μπουσουλώ.  

Δέκα σελίδες μείναν όλες κι όλες για να τελειώσει αυτή η μασκαράτα.  Την καλώ τέτοια για να περισώσω την αξιοπρέπειά της.  Μετά θα ξεχάσω και να γράφω.