Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Συνομιλίες

Εξήγησέ μου το ανεξήγητο:
Γιατί μιλάνε οι άνθρωποι;
Νομίζω πως το να σιωπώ
είναι το πιο καλό μου ποίημα
και πως το να διψάσω
θα είναι 
η πιο σωστή μου απάντηση.



Οι σκύλοι

Στους δρόμους που αφήνει κανείς
τα αρθρωτά του μέλη
τριγυρνούν τα βραδιά
αδέσποτοι σκύλοι.

Αδιάκριτες μύτες ρουφούν μυρωδιές
ημερών γελαστών
ακριβών αγγιγμάτων
δακρύων στα ζεστά ακροδάχτυλα
λεπτών ανατριχιασμάτων.
Νύχια, δόντια σκίζουν μαύρες σακούλες
πεταμένες
κι αρπάζουν την εκάστοτε απομείωση.
Στόματα γεμάτα σάλια
με λύσσα γλείφουν
φιλούν
δαγκώνουν
καταπίνουν
ό,τι αφέθηκε κάποτε ευλαβικά.
Κι άλλοι προηγούμενοι,
που τον παλιό πόνο των ακρωτηριασμένων
δεν ξεχνούν,
μαζί με τους σκύλους σκυλεύουν
ημέρες γελαστές
ακριβά αγγίγματα
δάκρυα στα ζεστά ακροδάχτυλα
λεπτά ανατριχιάσματα
συμπληρώνοντας απ´ τα σκουπίδια
ένα λειψό χέρι
μια λειψή καρδιά
ένα ποδάρι μισό
τις κόρες των ματιών τους.

Ένας στρατός σακατεμένων σκυλιών
ουρλιάζει τα βράδια κάτω απ´ τα παράθυρα
των ολόκληρων ανθρώπων.
Ουρλιάζουν τον ακέραιο ύπνο τους.
Ουρλιάζουν και παρελαύνουν
σ´ εκείνους τους δρόμους
που μπορεί ο κάθε απόγονος
Φρανκενστάιν ν´ αλλάξει
ένα χέρι παλιό με κάποιο νεότερο
ένα ζευγάρι αυτιά να μην ακούει πια
μια λύπη παλιά για μια καινούργια λύπη.



Πλατύ ανοίγει δρόμο η κιθάρα

τίποτα δεν μας πήρε το καλοκαίρι
που δεν το ´χε θερίσει ήδη η άνοιξη
ένα σκοτεινό δαχτυλίδι
σε δύο δάχτυλα
νερό πνιγμένα
έναν Θεό που αναρωτιέται
πώς θα ´ταν ο κόσμος
αν ήταν αλλιώς
εμένα που άστικτα θεεύομαι
να ζωντανέψω την μαύρη επιφάνεια
νεκρών συμβόλων
τίποτα δεν μας πήρε το καλοκαίρι
όλα τα πεθαμένα γεννιούνται την άνοιξη