Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ο αμήχανος

Κύκλωπα, Κύκλωπα
ποιος αμήχανος να σου βγάλει το μάτι;
Κύκλωπα, πόσο ακόμα
για να γίνει ένας κάποιος κανένας;
Κύκλωπα, ο κύκλος
της ζωής μου, ξεφτίζει το φτηνό πανί μου.
Κύκλωπα, με το καλό σου μάτι
αντί να με κοιτάς, έλα να με φας.



Στιγμιότυπο γυναίκας ΙΙ

Στις 16 Ιανουαρίου 1976 στην Τεχεράνη.
Με μαύρο παλτό.  Μαύρο μπερέ.
Δερμάτινες μπότες ψηλές.
Αν ήταν μια γυναίκα στην Avenue des Champs-Élysées,
κανείς δεν θα την πρόσεχε.
Αν ήταν 1976 ή 2018.

Μαύρο μεσάτο παλτό τριών τετάρτων,
μπερέ, μπότες στο γόνατο και τακούνι έξι εκατοστών.
Με βήμα σίγουρο και βλέμμα θηλυκό.
Με μάτια μαύρα και βλεφαρίδες μακριές.
Πετάριζαν και σήκωναν λίβα μες τον χειμώνα.
Η μαύρη ομπρέλα της με την δαντέλα
και το μακρύ χερούλι από όνυχα.
Ήταν όμως 16 Ιανουαρίου, 1979.

Η περαστική γυναίκα πέρασε για πάντα
όπως περνάει το φως από μια χαραμάδα πριν δύσει ο ήλιος.
Το βρώμικο γένι του θεού σκίασε για πάντα
τα κόκκινα χείλη και την μύτη της.
Έκοψε τους λοβούς με τα μεγάλα μαργαριτάρια.
Της άφησε μια γραμμή για να κοιτά τον κόσμο.
Χωρίς χέρια.  Χωρίς μαλλιά.  Χωρίς σώμα.
Με δυο παπούτσια φθαρμένα κι αδιάφορα.
Της σταμάτησε τον χρόνο στις 15 Ιανουαρίου, 1979.
Κι ο χειμώνας της κρατάει από τότε.



Στιγμιότυπο γυναίκας Ι

Έριξε τα μαλλιά στην ποδιά και έβρεχε, έβρεχε,
Πήρε το δάκρυ έναν δρόμο στο χώμα και έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε. 
Βρήκε ο στεναγμός μπαλόνι.  Να! Τώρα ίσως πετάξει.

Φύτρωσαν στα λευκά της δάχτυλα κισσοί και κληματόφυλλα.  
Στο σκυφτό κεφάλι άνθισε ο χρόνος και τα αειθαλή ψέματα,
το ένα επάνω στο άλλο. Να! Τώρα ίσως θαφτεί. 

Έριξε το κεφάλι πίσω γέμισαν τα μάτια της κλωστές
σκίστηκε ο κόσμος φύλλο χαρτί.  Πάνω γραμμένη η τιμωρία,
εκατό φορές η λέξη “άρδην”.  Κι ό,τι έβλεπε το τεμάχιζε.