Έριξε τα μαλλιά στην ποδιά και έβρεχε, έβρεχε,
Πήρε το δάκρυ έναν δρόμο στο χώμα και έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε.
Βρήκε ο στεναγμός μπαλόνι. Να! Τώρα ίσως πετάξει.
Φύτρωσαν στα λευκά της δάχτυλα κισσοί και κληματόφυλλα.
Στο σκυφτό κεφάλι άνθισε ο χρόνος και τα αειθαλή ψέματα,
το ένα επάνω στο άλλο. Να! Τώρα ίσως θαφτεί.
Έριξε το κεφάλι πίσω γέμισαν τα μάτια της κλωστές
σκίστηκε ο κόσμος φύλλο χαρτί. Πάνω γραμμένη η τιμωρία,
εκατό φορές η λέξη “άρδην”. Κι ό,τι έβλεπε το τεμάχιζε.