Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

Τρένο αρ. Μηδέν

Στις αναχωρήσεις, στον πίνακα ανακοινώσεων,
καρφώσαμε την πρόθεση των παγιδευμένων.
Δίπλα στην ικανότητα των ακίνητων.
Για τον λιγόλογο τόπο
με τον βροχερό ορίζοντα,
τους αόρατους ανθρώπους,
τρένο αριθμός μηδέν,
πλατφόρμα χι,
εισιτήριο δραχμές τριάντα.
Ταξιδιώτης με μαύρο καπέλο
ονειρεύεται όνειρο
έστω μιας ημέρας
έστω μιας μόνο μη αδιάφορης ιστορίας,
τέτοια που να τον ορίσει,
ανάμεσα στους αδιάφορους,
ανάμεσα στις ίδιες,
που δεν θα ‘χε όμοια
ανάμεσα στις τόσες όμοιες,
ονειρεύεται,
να μάθει ποιος είναι,
να μάθει να είναι
ένα τραπέζι και στο βάζο
ένα τριαντάφυλλο Αβησσυνίας
ανθισμένη πληγή να κοιτάζει
το αμείλικτο μπλε,
στο δωμάτιο με τ’ ανοιχτό ταβάνι,
ονειρεύεται στο βρώμικο παγκάκι
της αποβάθρας, με το καπέλο στο πρόσωπο,
ένα μολύβι που σβήνει το ημερολόγιο του
μέρα με τη μέρα,
ζώντας σβήνει κάθε ίχνος ζωής
αντιστροφικά.
Προς τα δεξιά η ζωή
προς τα αριστερά η ακύρωσή της
κι αυτός αποκοιμισμένος στο παγκάκι
κι εμείς θεατές της παράστασής του,
πίσω από γυάλινα προπετάσματα
κοκτέιλς βροχής, γυαλιού, λυγμού.
Το νεύμα της αναχώρησης
σταθερό σε κάποια στενή
κουπαστή, σαν ξηλωμένο απ’ τον ώμο χέρι,
κάτι που αιωρείται
καθώς φυσάει
το κενό που το τραίνο φέρνει,
αφήνει,
καθώς ο σταθμός ακινητεί
σε μια σκονισμένη φωτογραφία
μέχρι στο τέλος να θερίσει
ένα κουνούπι
τον εύθραυστο ανθό του ονείρου του
που το νόμισε για ζωή.