Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Τι πάθος ατελείωτο, ατελείωτο...(Μ.Β.)

Αυτή η σιωπή μου ξεσκονίζει κάθε παλιά πληγή.
Αυτή η πλατιά παρένθεση στο πρόσωπό σου
που 'χει σηκώσει τα χέρια εκστατικά στον ουρανό. 
Τύμπανα χτυπούν σκοπούς ομφαλοσκοπικούς.
Τα μάτια. Αχ, τα μάτια, τρις ισόβια!  
Δηλητήρια στον πρωϊνό καφέ.  Τα δόντια.
Τι έφταιξα;;  Ποιος ξεγέλασε την καλή μου μοίρα;
Κάθε μέρα κι αυτή κι εγώ μαζί σ' αυτόν το θάνατο. 

Αυτή η πληγή με εκδικείται για κάθε παλιά σιωπή. 
Τρύπα με. Σαν κραυγή εγκατάλειψης "λαμά, λαμά;"
που κανείς δεν απαντά.  Τα χέρα κομμένα στη γη. 
Τρομπέτες τρυπούν τσιρίδες τύμπανα και κοχλίες. 
Να μην ακούω.  Τις λέξεις σου.  Την γειτονίτσα σου. 
Τα κύτταρά σου.  Τον Γιόβιτσα και τον κάθε τυφλό,
την Αμερική, την νύχτα εκείνη που έσπασα στα δύο. 
Ξεφλουδίζομαι στην άκρη του προσώπου, του χρόνου.  
Μαρτύρισα και πλήρωσα όλα μου τα αρχαία χρέη.  

Μα είμαι κι εγώ εδώ.  Έζησα. Έσφαλα. Ευστόχησα. 
Κι αν έπλεξα το σάββανο του πατέρα σου,
με χίλια πλεχτά κορμιά πάνω μου, κάτι κρυμμένο μέσα 
περιμένει, όπως ο Άργος, να πεθάνει στα πόδια σου. 
Κάτι κρυφό μέσα μου περιμένει, ναι κι εσύ Εύμαιε! 
κράτα με να αναλυθώ σε κλάματα λύτρωσης στα χέρια σου.  
Κάτι βουβό περιμένει, να σου πλύνω τα σκονισμένα πόδια
εγώ που σε μεγάλωσα, ναι, και να στα φιλήσω.  
Κάτι πικρό περιμένει να ξεμπλέξω τον μέγιστο μύθο σου, 
να σκοτώσεις τους μνηστήρες μου, και να με ξαναγαπήσεις.