έβγαλε κάθε πολύχρωμο ρούχο
και βούτηξε σε μια κολυμπήθρα με μελάνι
τα χέρια και τα μάτια χάθηκαν
στο υγρό σκοτάδι χάθηκαν τα χέρια και
τα μάτια μόνο το σκοτάδι τους
κοιτούσαν κατάματα κι έναν σταυρό
που ποιος ξέρει ποιος τον έριξε
σε μια κολυμπήθρα με μελάνι και βούτηξε
γύρισε, απλώθηκε επάνω του
κατάπιε όσο μπόρεσε με τ’ άλλο ντύθηκε
να πιάσει φευ έναν μαύρο σταυρό
κι ήπιε το νερό του καντηλιού που δυο
χρόνια τώρα τον φώτιζε κατάπιε
το φιτίλι κι είπε καλά ήταν όσο και τώρα
ας βουλιάξει αύτανδρο κάθε μου αύριο
και δεν ακούστηκε ούτε ο λυγμός του ούτε
το διάφανο δάκρυ φάνηκε μονάχα των
χεριών η απόγνωση πιτσίλισε μελάνια εδώ
κι εκεί κι ύστερα πια μόνο ο αέρας
χαϊδευτικά επτύχωνε την ατάραχη επιφάνεια
και βούτηξε σε μια κολυμπήθρα με μελάνι
τα χέρια και τα μάτια χάθηκαν
στο υγρό σκοτάδι χάθηκαν τα χέρια και
τα μάτια μόνο το σκοτάδι τους
κοιτούσαν κατάματα κι έναν σταυρό
που ποιος ξέρει ποιος τον έριξε
σε μια κολυμπήθρα με μελάνι και βούτηξε
γύρισε, απλώθηκε επάνω του
κατάπιε όσο μπόρεσε με τ’ άλλο ντύθηκε
να πιάσει φευ έναν μαύρο σταυρό
κι ήπιε το νερό του καντηλιού που δυο
χρόνια τώρα τον φώτιζε κατάπιε
το φιτίλι κι είπε καλά ήταν όσο και τώρα
ας βουλιάξει αύτανδρο κάθε μου αύριο
και δεν ακούστηκε ούτε ο λυγμός του ούτε
το διάφανο δάκρυ φάνηκε μονάχα των
χεριών η απόγνωση πιτσίλισε μελάνια εδώ
κι εκεί κι ύστερα πια μόνο ο αέρας
χαϊδευτικά επτύχωνε την ατάραχη επιφάνεια