Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Στην εκκλησία

έβγαλε κάθε πολύχρωμο ρούχο
και βούτηξε σε μια κολυμπήθρα με μελάνι

τα χέρια και τα μάτια χάθηκαν
στο υγρό σκοτάδι χάθηκαν τα χέρια και

τα μάτια μόνο το σκοτάδι τους
κοιτούσαν κατάματα κι έναν σταυρό

που ποιος ξέρει ποιος τον έριξε
σε μια κολυμπήθρα με μελάνι και βούτηξε

γύρισε, απλώθηκε επάνω του
κατάπιε όσο μπόρεσε με τ’ άλλο ντύθηκε

να πιάσει φευ έναν μαύρο σταυρό
κι ήπιε το νερό του καντηλιού που δυο

χρόνια τώρα τον φώτιζε κατάπιε
το φιτίλι κι είπε καλά ήταν όσο και τώρα

ας βουλιάξει αύτανδρο κάθε μου αύριο
και δεν ακούστηκε ούτε ο λυγμός του ούτε

το διάφανο δάκρυ φάνηκε μονάχα των
χεριών η απόγνωση πιτσίλισε μελάνια εδώ

κι εκεί κι ύστερα πια μόνο ο αέρας
χαϊδευτικά επτύχωνε την ατάραχη επιφάνεια