Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Να ήμασταν

Να ´μασταν λέει πουλιά
Να πετούσαμε τα ανήμπορα σώματά μας
πάνω από τα τσιμέντα, τα σίδερα, τα σπασμένα γυαλιά που πολλαπλασιάζουν το άπειρο φως

Να ´χαμε βάρος ελαφρύ και κούφια τα κόκαλα μας
να ´ταν το μέτρο μας μια στάλα
μα ν´ ακουμπούσαμε ένα ύψος που έφτιαχνε τον κόσμο αόρατο
και τον συμπαγή όγκο μας αδειασμένο θησαυροφυλάκιο


Να ´ταν τ´ανίκανα χέρια μας να τεντώνονταν τόσο
ν´ απλωθούν τόσο που να γίνονταν διάφανα πέπλα πάνω απ´ το σάπιο σώμα της ζωής
σ´ αυτή την πόλη
που η οσμή μας τρυπάει μεθοδικά το υπεργάστριο
σαν πέπλο λευκό αγιόκλημα αποφορά σάβανο
η αναναστημένη πόλη ντυμένη από τα πόδια ως τα μαλλιά της νυφούλα
όμορφη με τ´ άδεια της μάτια και τ´ άσπρα της δόντια χαμογελά
κι από το άδειο της κεφάλι πετούν πουλιά
προς άγνωστες κατευθύνσεις
αναπνέουν όλο το οξυγόνο του κόσμου
πουλιά με στόματα χοάνες
ρουφούν πελώριες αναπνοές
όλες δικές τους μ´
αντλίες χωμένες στα ανοιχτά μας μάτια
ξεδιψούν αχόρταγα αξεδίψαστα
κι όλα τα νερά δικά τους
να μην ήμασταν ούτε πουλιά
να μην ήμασταν ούτε πέπλα
ούτε να ήμασταν
Ανυπόστατε ούτε να ήμασταν