ξεχάστηκε σαν πατρικό χάδι
και σαν παιχνίδι θαμμένο
σ´ ακατοίκητο εξοχικό
σκονίστηκε επαρκώς
δίπλα στα ψίχουλα Μιράντα
η παλιά γλύκα ξεθώριαζε
στ´ αμνήμονα δόντια
που γερνάνε έκτοτε
Ποια βόλτα, ποιο γέλιο φως;
Σαν ακόρεστη δίψα
κραταιά η ανάγκη
μεταλλάχθηκε σ´
απαστράπτουσα παρακμή
και ποιητές υψηλών
ή χαμηλών
κορυφών ματαιοδοξίας,
της άχαρης ζωής
του αμήχανου «είναι»
βιογράφους
μεταφραστές-προδότες
της αενάου αγωνίας
ευτελιστές
τυμβωρύχους
νεκρόφιλους
σκουλήκια
βρυκόλακες
και κόλακες
αυτιστικούς
Ω μοίρα, των ακαμάτηδων ρούχο
και σαν παιχνίδι θαμμένο
σ´ ακατοίκητο εξοχικό
σκονίστηκε επαρκώς
δίπλα στα ψίχουλα Μιράντα
η παλιά γλύκα ξεθώριαζε
στ´ αμνήμονα δόντια
που γερνάνε έκτοτε
Ποια βόλτα, ποιο γέλιο φως;
Σαν ακόρεστη δίψα
κραταιά η ανάγκη
μεταλλάχθηκε σ´
απαστράπτουσα παρακμή
και ποιητές υψηλών
ή χαμηλών
κορυφών ματαιοδοξίας,
της άχαρης ζωής
του αμήχανου «είναι»
βιογράφους
μεταφραστές-προδότες
της αενάου αγωνίας
ευτελιστές
τυμβωρύχους
νεκρόφιλους
σκουλήκια
βρυκόλακες
και κόλακες
αυτιστικούς
Ω μοίρα, των ακαμάτηδων ρούχο