Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Το 23

Πιαστήκαμε από τη ναφθαλίνη τη νύχτα αυτή.
Όλα στον κόσμο έχουν τη μυρωδιά της κι εκείνη χαίρεται.
"Θα σας διαλύσω," σκέφτεται και αναδύεται.

Οι παιδικές σκιές και οι αράχνες στο ταβάνι αποθρασύνθηκαν.
Τι θέλεις βροτέ για να ευτυχίσεις;  Τι θέλεις βρωτέ, της σκόνης λουκούλειο γεύμα;
Πόσους δαίμονες χρειάζεσαι να θρέψεις στο οικογενειακό τραπέζι;
Πόσους να πάρεις αγκαλιά όταν κοιμάσαι;


(Βάζει ο έρωτας μυστικά ένα μεγάλο κουτάλι στην κατσαρόλα.
Σσσσσσς!
Ανακατώνει τον χυλό της ζωής για την κανέλα του.
Σςςςςςςς!
Χαράζει δρόμο για λίγο ανοίγοντας σαν Μωυσής αυλάκι προσωρινό.
Ή βάζει ο έρωτας φωτιά και καίει το φαγητό.

Υποχωρούν για λίγο όλα και φωτίζονται τα σύμπαντα του νου.

Και μετά με μεγαλύτερη φόρα επιστρέφουν.
Ω, ιεροί αυτοματισμοί! Ω, ιεροί αυτοματισμοί!
Δικαιώστε το δράμα της ζωής μου.
Θα καίγομαι πάντα κεράκι στην χάρη σας,
να με φυλάτε από την χαρά και την υγεία.)


Τρύπες παντού ανοίγει η ναφθαλίνη.
Απ' τα ρουθούνια ανοίγει σπηλιά στο βάθος του μυαλού.
"Έλα λύπη και πάρε μας, και όπου θέλεις πάνε μας" νανουρίζεις μάνα.
Ρημαδιό όλα τα παιδικά παιχνίδια.
Ξεκοιλιασμένες κούκλες.
Εκτροχιασμένα τραίνα.
Ανάπηροι στρατιώτες.


Υποχώρησε λες ο κόσμος γύρω, κι έμεινε ένας μόνος στο κέντρο του κενού.
Χωρίς τίποτα στα χέρια.
Και είναι και τα χέρια του κοντά, παιδικά κι ανήμπορα, κρεμασμένα στο ενήλικο σώμα.
Αυτό το τέρας της αποκάλυψης στο φως του προβολέα.
Κάτω από τα πόδια καμένα λιβάδια και βάλτοι απέραστοι.

Τρύπες ανοίγει η ναφθαλίνη.  Μυρωδιά χημικής τρέλλας.
Για εκείνα που γίνονται κατά το σενάριο αλλά χωρίς νόημα.
Το δικό μου μέλλον, δεν είναι μέλλον.
Ναφθαλίνη που χύνεται απ' τα πατάρια.
Τα ρούχα του παππού και τα προικιά που σώθηκαν από τον σκόρο.
Αλλά τα σάρωσε η πραγματικότητα.


Θα πάρουμε κάποτε το 23 και θα ανεβούμε Άνω Πόλη.  
Εκείνο το παλιό το κόκκινο και το μαύρο.  
Θα κοιτάμε την πόλη που φεύγει πια, καράβι στον κόλπο.
Να χαθεί η πόλη και να μείνει ένα σώμα στο κάδρο. 
Ένα κλικ μηχανής.  Όπως κλείνει το μάτι ο φακός. 
Ένα αυτόματο τίποτα απαθανατισμένο.