Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Ο ξενιστής


Κυριακή βράδυ η πόλη είναι άδεια.  Η κίνηση ελάχιστη.  Λίγες ψυχές στο δρόμο.  Συνήθως με γειρτούς ώμους και τα χέρια στις τσέπες.  Τα πεζοδρόμια γυαλίζουν από τη λεπτή υγρασία, και το κρύο τα κρυσταλλώνει και τους δίνει μια λάμψη καινούργιου.  Γλιστερή και επικίνδυνη.  Στη Ναυαρίνου μια κοπέλα κλαίει με σκυμμένο κεφάλι στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.  Επιβραδύνει το βήμα του.  "Είσαι καλά...;" της λέει χαμηλόφωνα.  "Καλά είμαι" απαντάει με γλύκα.  

Κυριακή βράδυ πηγαίνει στα μπουρδέλα.  Οι συνήθειές του λες πρέπει να ταιριάζουν με τη ζωή του.  Κάνει πρώτα μια ήσυχη βόλτα στην περιοχή γύρω από τα δικαστήρια.  Του αρέσει η βρωμιά στους δρόμους.  Τα σκοτεινά σοκάκια.  Η υγρασία που 'ρχεται από το λιμάνι αυτές τις χειμωνιάτικες νύχτες σε προλαβαίνει όσο κι αν τρέχεις.  Μπαίνει βαθιά στα κόκαλα και το μεδούλι σου.  Πουτάνες, τραβέλια, νταβάδες μπαινοβγαίνουν σ΄ έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο καμβά.  Άλλοτε τους ακούει και τους βλέπει, κι άλλοτε όχι.  Άλλοτε γίνεται μέρος του τοπίου, κι άλλοτε σκληρός παρατηρητής του.  Όταν τον πιρουνιάσει καλά το κρύο χώνεται στο κοντινότερο σπίτι.  Έτσι για να λέει ότι μπήκε για να ζεσταθεί.  

Στο κρεβάτι ποτέ δεν ξαπλώνουν οι δυο τους.  Όσο θυμάται τον εαυτό του, ποτέ δεν ξάπλωσε μόνος να κοιμηθεί με γυναίκα.  Πάντοτε στο μυαλό του καρφώνονταν ένα σωρό άλλα πρόσωπα και σώματα δίπλα στο κορμί που προσπαθούσε κάθε φορά να του δοθεί ή να τον πάρει.  Προτιμούσε πια τις πουτάνες.  Ήταν οι μόνες που έβλεπαν το τσούρμο που κουβαλούσε με κάποια σχετική συμπάθεια, και δεν τους πείραζε τόσο.  Το φιλόξενο μουνί τους χωρούσε νάρκισσους και ανασφαλείς.  Αβάσταχτα μόνους και μονίμως συντροφευόμενους.  Τους ξενιστές και τα παράσιτά τους.  Κάθε φορά που ξάπλωνε με μια τους, άφηνε να βγαίνουν από το σώμα του τα κρυμμένα φριχτά πλάσματα που τον υπόλοιπο καιρό κάλυπτε με το δέρμα του.  Με τα πρώτα φιλιά χέρια ξεπρόβαλλαν από τα πλευρά και το στομάχι του.  Στα γόνατα στόματα δάγκωναν και φιλούσαν όπου βρίσκαν.  Κι αργότερα νύχια, κι άλλα στόματα, φωνές διάφορες και μάτια!  Πόσα μάτια!  Άνοιγαν όλα τους μια τρύπα στο στομάχι του και ξεχύνονταν στο δωμάτιο που μύριζε ιδρώτα και σπέρμα. Ακροβολίζονταν στις γωνιές του ταβανιού και κοιτούσαν αχόρταγα, κοιτούσαν με πάθος πιο μεγάλο κι απ' το πάθος των χεριών πάνω στους γλουτούς και τα χυμένα βυζιά, πιο μεγάλο κι από τα δάχτυλα που λαίμαργα παραβίαζαν τον ζεστό κόλπο.

Μάταια άνοιγε κι αυτός τις σάρκες του, όπου μπορούσε κι όπου έφταναν τα χέρια του, να βγουν όλα αυτά τα σκοτεινά πλάσματα και ν' αφήσουν το κουφάρι του ήσυχο για λίγο.  Όσο έσκαβε τόσο περισσότερα ξεφύτρωναν και στριμώχνονταν στην πεπερασμένη επιφάνεια του σαρκίου του.  Ύστερα ξεχύνονταν στο δωμάτιο ψάχνοντας μια καλή θέση για να εποπτεύουν την πράξη με λαχτάρα ηδονοβλεψία.  Κι όσο έβλεπαν τόσο του ρουφούσαν το αίμα.  Κάποια κορίτσια τον συνέδραμαν πολλές φορές.  Κάρφωναν την πλάτη του με μακριά κόκκινα νύχια.  Ξήλωναν κομμάτια δέρμα από τους μηρούς του.  Δάγκωναν όπου έβρισκαν και έβριζαν!  Έβριζαν με λόγια ακατάληπτα σα να ξόρκιζαν τα πρόσωπα και τις φωνές και σα να τα καλούσαν να βγουν όλα έξω από το σώμα του και να το αφήσουν επιτέλους ήσυχο για ένα λεπτό.  Και ήσυχο και μόνον δικό τους.  Ήταν συνήθως μελαγχολικά κορίτσια.  Με κομμένο το ένα τους στήθος.  Με μαλλιά που καίγονταν συνεχώς και τους δίναν μια λάμψη εξώκοσμη στα κατά τα άλλα αδιάφορα και χλωμά πρόσωπά τους.  Είχαν ξυράφια για δάχτυλα και αδιανόητα τρυφερές καρδιές.  Όταν πέφταν με τον πελάτη τους, χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο το μετασχημάτιζαν σ' εκείνο του αγαπημένου τους, που ποιος ξέρει που βολόδερνε.  Με ξυραφίσματα γρήγορα και ακριβή, κόβαν δέρμα, μαλλιά, γωνίες και σε μισό λεπτό τον φέρναν εκεί μπροστά τους.  Ατόφιο.  Ολόιδιο.  Και αιμάτινο.  Ύστερα κατηφορίζαν στο στήθος του.  Το ανοίγαν.  Ανοίγαν και το δικό τους και αντάλλασσαν αίματα και καρδιές για το τέταρτο, το μισάωρο που αναλογούσε η ταρίφα.

Αυτά τα κορίτσια τ' αγαπούσε ιδιαίτερα.  Με αλλαγμένο πρόσωπο, με άλλη καρδιά και για εκείνο το τέταρτο, τα πλάσματα εντός του και εκτός του σα να έχαναν για λίγο το στίγμα του. Τα 'βλεπε με τα κρυφά του μάτια να αλαλάζουν γύρω του.  Έντρομα να ψάχνουν τον ξενιστή τους.  Κάποια να φεύγουν πανικόβλητα εκτός του δωματίου σε αναζήτηση άλλου. Κάποια να ουρλιάζουν και να ασφυκτιούν.  Κάποια να καίγονται, να γίνονται στάχτη. Το κουρασμένο του σώμα τότε ανάσαινε για λίγο.  Έτσι όμορφο, σφαγμένο και κενό, όπως κείτονταν στο κρεβάτι.  Απαλλαγμένο απ' όλα τα πρόσωπα, τα μάτια, τις φωνές.  Και πάντα, κάθε φορά, έκανε να βγάλει κραυγή χαράς.  Να τσιρίξει στο αυτί της χλωμής κοπέλας.  Να της πει ένα ευχαριστώ.  Να την φιλήσει.  Και τότε, ακριβώς σε εκείνη την οριακή στιγμή πριν τη χαρά, αντί κραυγής, έβγαινε απ' το λαιμό του, από το πιο βαθύ σημείο του, το πρόσωπό της. Όχι!  Όχι.  Δεν ήταν πρόσωπο.  Ήταν δυο μάτια και δυο χέρια.  Δυο χέρια δυνατά που πιάναν τον λαιμό του από μέσα και τον σφίγγαν.  Στην αρχή τρυφερά και μετά πιο δυνατά. Πιο δυνατά.  Πιο δυνατά.  Πιο δυνατά...

Όταν ξαναέβρισκε τις αισθήσεις του ήταν πάντα κάθιδρος και αρτιμελής.  Ούτε αμυχή δεν είχε στο κορμί του.  Ούτε μώλωπα.  Κανένα πλάσμα, κανένα πρόσωπο, κανένα τέρας δεν υπήρχε στο δωμάτιο.  Που πάει να πει όλα τα είχε μέσα του ακέραια.  Και δίπλα πάντα έμενε μια κοπέλα με καμένα μαλλιά, χλωμό πρόσωπο, όμορφο σώμα και σπασμένο λαιμό.

Υπόσχεται σήμερα να πάει μόνο για βόλτα.  Να μην μπει στα ζαχαρένια σπίτια.  Δεν αντέχει άλλες χλωμές κοπέλες στο σώμα του.  Δεν αντέχει άλλο το αβαρές τους σώμα να σέρνει όπου πάει.  Ίσως μόνο μια μικρή βόλτα.  Τα κόκκινα φώτα είναι τόσο μεθυστικά.  Κι αυτοί οι δρόμοι έχουν βγάλει χέρια και τον σπρώχνουν προς το λιμάνι.  Μια βόλτα, τι πειράζει;  

Άλλωστε, είναι Κυριακή βράδυ και η πόλη είναι άδεια.  Η κίνηση ελάχιστη.  Λίγες ψυχές στο δρόμο.  Συνήθως με γειρτούς ώμους και τα χέρια στις τσέπες.  Τα πεζοδρόμια γυαλίζουν από τη λεπτή υγρασία και το κρύο τα κρυσταλλώνει και τους δίνει μια λάμψη καινούργιου. Γλιστερή και επικίνδυνη.  Στη Ναυαρίνου μια κοπέλα κλαίει με σπασμένο λαιμό και καμένα μαλλιά, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.  Επιβραδύνει το βήμα του.  Είναι καλά;  "Είσαι καλά...;" της λέει χαμηλόφωνα.  "Καλά είμαι." απαντάει με γλύκα.  Κι έπειτα με φωνή μεταμορφωμένη, τραχιά και γρατζουνισμένη, στο κινητό της:  "Δεν μας αξίζει αυτό που ζούμε ρε μαλάκα...".