Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Πλατεία Ομονοίας

Φύλλα ξερά κροταλίζουν στις πέτρες.
Βουίζει ο αέρας στις κορυφές των πύργων.
Αναστενάζει η νύχτα.
Στο μανιασμένο τοπίο οι ράχες τεντώνονται ηλεκτρισμένες 
κοιτώντας για το ουράνιο χάδι.

Άνοιξα το παράθυρο να μπει μέσα όλος ο καιρός. 
Στάθηκα στο μισό μπαλκόνι. 
Το σώμα αφέθηκε στο σημείο. 
Τα μαλλιά μπλεγμένα στα φρύγανα και τα σκοτάδια. 
Έσκυψα.
Κρέμονται από κάτω κουρασμένες Ηλέκτρες στο περβάζι.
Ξεχαρβαλωμένες στις κλειδώσεις τους. 
Ιστία συρμάτινα.
Και το σχοινί της έπαρσης
να μαστιγώνει τον στύλο του ξεδιάντροπα.
Γερασμένες, αναποδογυρισμένες νυχτερίδες αιωρούνται στο κενό. 
Το αρχαίο υπνομαντείο ατενίζουν
μπλε και άσπρα και πλοία.
Τέσσερις ακροβάτες κρατάνε τη σκεπή του
γιατί εγώ κουράστηκα πια, κουράστηκα,
κι άσε αυτούς να κουβαλάνε τα έτερα βάρη μου.

Δίπλα στον θίασο αυτό θυμάμαι.
Μόνο να θυμάμαι πια μπορώ. 
Ηλέκτρα κι εσύ.
Θυμάμαι την αρένα της κοιλιάς σου.
Τα υπόγεια κάτω απ´ αυτήν και τις ετοιμασίες μου.
Την αγωνία και την ένταση πριν τη μάχη.
Τα ιδρωμένα πήγαιν' έλα
και τα μεταλλικά σφυρίγματα του ξίφους.
Τους φαιούς αποκεφαλισμούς μου πάνω της και χαίρε!

Τώρα, ο έρωτας κοιμάται διπλωμένος στα σκαλιά,
σε κάποια πλατεία Ομονοίας κάθε βράδυ,
άστεγος και ρακένδυτος.