Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Ελγίνεια

Μοσχοβόλα τα τείχη
μα απροσπέλαστα. 
Προδότρια η φωτογραφία
κι η παγιωμένη εικόνα. 
Ούτε άρωμα, ούτε αισθήσεις
κουβάλησε στην τσέπη μου.

Βέβαια, δεν φοβάμαι πια. 
Κεντημένη λεπτομερώς στη γεωγραφία του κόσμου
κατάστικτη στου σώματός μου την τοπογραφία
βελονιασμένη 
κι όμως...
αποσχηματισμένη πλήρως,
ασώματη,
ευτυχής,
όπως οι μακρισμένοι τόποι,
τα ζαχαρένια κουκλόσπιτα και οι φαντασίες.

Στο ξεμόνι που ´χτισα εδώ,
όταν βασίλεψε η εικόνα στη θάλασσα,
για να βρεθεί σε άλλο ξερονήσι 
και να λατρευτεί κι εκεί όπως εδώ,
μετράω έτη και έτη εν πολέμω,
και τα χίλια βήματα της πέτρας
απ´ το βυθό ως την ακτή,
πριν τη ζυγίσω στο χέρι μου
και την τινάξω πίσω.

Ύστερα παίρνω τη δική σου
που είναι πάντα βαρύτερη,
πολύ βαρύτερη,
παγούρι στους ώμους μου
να με δροσίζει στη μεγάλη ανηφόρα του κόσμου.
- Γιατί μ´ αγαπάς; με ρώτησες μια νύχτα στ' όνειρο.
- Μα... επειδή σε κουβάλησα.
Σα να λέμε δηλαδή, με την απληστία του Έλγιν.