Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Το όγδοο

Καίγονταν τα χέρια της πάνω
στο πρόσωπό της.
Κι όπου ακούμπησαν τα δικά μου.
Και το σώμα της καίγονταν.


Κάποτε όμως
είχε μια δροσερή
ξεχασμένη πια
φωνή.
Την ακούω καμιά φορά
ακόμα
στις παλιές φωτογραφίες.


Πιο πολύ όμως προτιμώ
να μην ακούω τίποτα.
Και να μη βλέπω.
Γιατί όλα είναι
ένα
ατιμώρητο έγκλημα
που με φυλακίζει.
Προτιμώ να συντρίβομαι
στην τραχύτητα
του συμπαγούς της βράχου.
Στην ανακουφιστική του σκληρότητά
να εκπληρώνω
τον ρόλο μου.
Προτιμώ τον βράχο
από την ανοιχτή θάλασσα.

Και αυτό είναι το δικό μου
θανάσιμο αμάρτημα.