Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Αναχωρητικόν

Όταν έφυγες άδειασε το σπίτι. 
Αυτά τα έπιπλα. 
Εκείνα τα παράθυρα. 
Το κρεβάτι σου. 
Όλα τα πήρες. 
Άφησες μόνο κάτι σύρματα να τυλίξω, 
ποιός ξέρει τι;
Άφησες δυο σπασμένα ποτήρια στο πάτωμα
για να πίνω ή να κόβομαι.
Ό,τι θέλω, είπες. 

Κάθησα κι εγώ σ´ έναν κομμένο κορμό 
στη μέση, στο σαλόνι.
Τον βρήκα αδέσποτο στο δρόμο κι είπα 
να τον σύρω σπίτι,
να του ανοίξω την καρδιά στα δύο, 
να τον κάνω παγκάκι. 
Σκέφτομαι καμιά φορά, 
όταν κρυώνω τα βράδια,
να τον κάψω μαζί μου. 
Η ζέστη του, μια προσέγγισή σου. 
Να είσαι πάλι εδώ, 
στη μέση του σαλονιού,
με τα λευκά μάρμαρα,
με τις μαύρες στάχτες. 

Άφησες κι έναν παλιό καθρέφτη.