Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Το φως

Αυτή η επιμονή σου είναι ακατανόητη.
Ξέχασαν τα χείλη.
Ξέχασαν τα μάτια.
Μόνο η μύτη μου ίσως λίγο αντιστέκεται.
Κι εσύ σ' αυτό το λίγο της όσφρησης
εμμένεις, και πατάς κι ανασυντάσσεσαι.
Κάθε φορά κι από το λίγο ξεκινώντας
θερίζεις ολόκληρες σοδειές.


Το σώμα κλείστηκε σε λήθηνο δωμάτιο.
Μόνο ψηλά του έχει μείνει ένας βόλος.
Συμπαγής.  Αιχμηρός. Μεταλλικός.
Αναπηδά στις πέτρες
και κάνει έναν θόρυβο που με τρυπάει ως πέρα.
Κι από το παιχνίδι του βόλου
κι από τα καμώματα του ήχου
έγινα διάτρητος.
Και δεν κρατάει μέσα μου ούτε φαγητό, ούτε νερό.
Και πάντα διψάω.  Και πάντα πεινώ.

Μόνο το φως καλοπερνάει πια στο σώμα μου.  
Μπαινοβγαίνει ανενόχλητο κάνοντας περίεργα σχήματα στο χώμα τα πρωινά
και στην θάλασσα το αδιάκοπτο βράδυ.

Αν συνεχίσει μ' αυτό τον ρυθμό η άτιμη σφαίρα
θα καταντήσουμε κι εσύ κι εγώ...φως.